Ο Θεός Πάνας στις Πόλεις
Οι στίχοι μου, χωριού
νεκροταφείο,
-δυό, τρείς σταυροί
ατάκτως ερριμένοι-,
τον θάνατο κανείς τον
περιμένει,
ως συγγενή που θα ρθει με
το πλοίο.
Και τι κομίζει εντέλει μια
αυταπάτη
που αγέρωχα ορθώνεται σα
νάγια;
Δε χτίζεται γαλήνη στα
καρνάγια
αν ξυπνητό κρατάς το έσω
μάτι.
Φορτίζω νικοτίνες την
ανάσα,
ν΄ανάψει της οδύνης μου ο
φάρος.
Λόγος βαρύς, αρσενικός και
κιάρος,
υλοτομεί της Κυριακής τα
δάσα.
Θάρρει Πιστέ και κίνησε τα
πιόνια
στου κόσμου τη φθαρμένη τη
σκακιέρα.
Μου φτάνει εμέ του Πάνα η
φλογέρα
που όλο δυναμώνει με τα
χρόνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου