Ένας αγέρας
Ένας αγέρας σάπιος με φυσά,
με σέρνει απ΄τη μύτη με τραβάει,
σε πλάση χορτασμένη λιγοψύχισμα
και θάνατο που στίγματα κεντάει.
Κι εγώ δειλά ρωτώ τον Άγνωστο Θεό,
ποιός ήμουν πριν μου δώκουν τ΄όνομα μου;
Γελάει ο Γκοντό: - Δε βλέπεις τον γκρεμό;
Σα πως να ονομασθείς σπυρί της άμμου;
Ένας αγέρας μπάτης με κλωτσά
στα πισινά γυρεύοντας αιτία,
τον λόγο να ζητήσω δίχως φρόνηση
και χέρια μου ν΄απλώσω σ΄επαιτεία.
Ένας αγέρας πάντα και παντού,
με λύσσα θα με σκάσει στα μπεντένια,
μιας πόλης που πεθαίνει σ΄ένα άσυλο,
βαριά Παρασκευή και μολυβένια.