Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014


Δρομολόγια μιας Μνημονιακής Εποχής
 
-Καλημέρα παιδιά, τι χαμπάρια;

-Ο αγέρας μας έχει γανιάσει!

-Δυνατή σεις και άριστη κράση!

-Μπα… Να σύρουμε μήτε ποδάρια!

 
-Καλημέρα παιδιά… Ψυχωθείτε!

Τι λαμπράδα ο ήλιος, χρυσάφι!

-Καπετάνιο αχ  κάμε νισάφι!

-Με προπέλα στο φουλ προχωρείτε!

 
-Καλημέρα παιδιά-τεφαρίκια,

προς τη Δόξα χαράζετε ρότα!

-Αν ερχόμαστε μάστορη ρώτα!

Όπως πας θ΄ακουστούν πουστιρλίκια!

 
-Καλημέρα παιδιά… Το καράβι

δίχως σας, είν΄γραφτό να βουλιάξει!

-Σαν ποντίκια μας έχουν στοιβάξει,

μηχανή και ραντάρ μες στη βλάβη!

 
-Καλημέρα παιδιά, τι χαμπάρια;

-Πως «παιδιά» χαιρετάς τα κουφάρια;

 

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014


Κάθε που ξημερώνει

 Κάθε που ξημερώνει γονατίζω.

(Μαύρο πανί σκεπάζει τους καθρέφτες).

Απ΄τες ρωγμές νωθροί και πλεονέκτες,

τα δόντια μου ανήμπορος τους τρίζω.

 
Στα πέντε μέτρα μ΄έχουνε στημένο.

Τουφέκια καταπάνω μου στραμμένα.

Δικά μου μάτια δύσκολα κλαμένα,

το «πυρ» εδώ και χρόνια περιμένω.

 
Κάθε που ξημερώνει γονατίζω

κι ώρα πολύ το αίμα σφουγγαρίζω.

 

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014


Στο Σαλόνι ο Άσωτος
 
Ποια λάφυρα; Στο στήθος τρεις πληγές,

σαγίτα σταθερά πάνω στη φτέρνα.

Ο πόνος σα λιοντάρι και σα σμέρνα

και σα πικροραγιάνι αληγές.

 
Θυμάμαι που ξανοίχτηκα παιδί,

μια χούφτα σκωληκόβρωτο προζύμι.

Αργότερα θα ΄ρχότανε κι η φήμη,

να φτιάξει έναν τύπο αναιδή.

 
Ως Άσωτος πορεύτηκα υιός.

(Η γεύση των κεράτων τόσο θεία).

Το Σπίτι, σιχαμάρα και αηδία

μα γύρισα τη μέρα του Αι-Λιός.

 
Και να ΄μαι στο σαλόνι χαλαρά.

Στο Κήπο ο Πατέρας μου σκαλίζει

κάτι μηλιές. Τ΄Αδέρφι βοτανίζει…

Κρυμμένο που να έχουν τον παρά;

 
Πορεύτηκα ως Άσωτος υιός,

για να ψοφήσω δώθε παραγιός;

 

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014


Μαρτυρολόγιο Συνοικιακού Καφενείου
 
Ο λώρος των Αγίων στο λαιμό μου,
παράσημο μιας άστοχης βολής.
Δεκατιανό, απόσταγμα χολής
κι απέ για παραγιός του Οικοδόμου.

Τα χέρια που βαστάξανε τη θλίψη
σαν άστρο από τέρμινα σβηστό,
υψώθηκαν στον τέταρτο ιστό,
κομμένα απ΄τη ρίζα. Πώς να ζήσει

πεινώντας και διψώντας για Πατέρα,
ο άφροντις διαβάτης των νεφών;
Ανοίγω το συρτάρι: Bic, depon,
κοντόμια, ξυλοκέρατα, μια βέρα

και χύδην αποκόμματα ονείρων.
Γηράσκω… Οι θαμώνες κωμικά,
πεθαίνουν σωρηδόν στα ξαφνικά,
Ερμού, Λαύρου και Λέοντος μαρτύρων.

 

 

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014


Η Αναζήτηση
 
Κατεβασμένο ψάχνω ποταμό,

πιστόλι parabellum να δουλεύει,

μαχαίρι τροχισμένο να γιατρεύει,

τον πόνο της ζωής τον ιταμό.

 

Των ηττημένων ψάχνω τους γκρεμούς,

ταβάνι γυψοκέντητο ν΄αντέχει,

μια μέρα τον αγλέουρα να βρέχει

και τότες θα σταθώ, θυσίας βους.

 

Το χέρι Καρυωτάκη μη μ΄αφήνεις!

Φίλος εγώ, Σαμιώτικο να πίνεις!

 

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014


Μεταστροφή
 
Ξαπλώθηκα στο χώμα κι΄ήταν δείλι.

Τα πόδια μου δυό κούτσουρα, καρδιά

καλά μανταλωμένη με καρφιά,

τσιγάρο ξεχασμένο στ΄ακροχείλι.

 
Να πάγω μπρος μαθές; Να πάγω πίσω;

Το μονοπάτι σάρισες πλεχτές.

Στο παρελθόν ανήκα και στο χθες.

« Εδώ Βουνέ τα μάτια μου θα κλείσω»,

 
ψιθύρισα και γύρισα στο σπίτι,

μ΄υγρή και κατακόκκινη τη μύτη.

 

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014


Προς Εκταφήν
 
Αχνίζουν οι νεκροί τα μεσημέρια.

(Ο θάνατος υπόθεση Κυρίων).

Εντός μου, της απόγνωσης ο κύων

γαυγίζει, πρήζοντας μου τα τζιέρια.

 
Τα μάρμαρα κρατούν τις μαυροφόρες,

καθώς ιστός αράχνης τα μαμούδια.

Στο βάζο «Made in China» τα λουλούδια.

Ο Γέρος:« Πως πιθύμησα τις κόρες,

 
το χιόνι το αφράτο του Γενάρη;

Νισάφι πια. Σαν τρία πλησιάζουν,

τα πνεύματα σαν αδελφό σε κράζουν.

Μαντρώνεται στα ξύλα το Λιοντάρι;»

 
Αχνίζουν οι νεκροί τα μεσημέρια.

Ο γιος εγώ, εγώ και ο Πατέρας.

Το βράδυ που ανοίγει ο «Αστέρας»,

στα σκοτεινά θα δώσουμε τα χέρια.

 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014


Στις γειτονιές των Βησιγότθων
 
Εδώ στις γειτονιές των Βησιγότθων,
χορεύοντας πυρρίχιο γερνώ.
Το κάθε δείλι λέω είν΄το στερνό.
Αλλοίμονο… Των ευσεβών μου πόθων

οι σκαλωσιές, ξανά υποχωρούνε.
(Το ψέμα φανερώνεται αδρά,
μήτρα γιομάτη βλέννα και υγρά).
Σκουτιά οι Φιλικοί φαιά φορούνε.

Εδώ στις γειτονιές των Βησιγότθων,
τα μέταλλα χτικιάζουν με των όρθρων.

 

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014


Ο Κλόουν της Χαλκίδας

                                  Στον Νίκο Περδίκη

 
Ανοίγω το παράθυρο. Τα σκότη,
λιόντες χιμάνε βουρ να με ξεσκίσουν.
Όσοι πεθάνουν φίλε κι όσοι ζήσουν.
Οι έσχατοι περνάνε τώρα πρώτοι.

Μαζί κι εγώ φορώντας νιτσεράδα
και πίλο κλόουν. Κλάψε με Χαλκίδα!
Στη φτέρνα μου το δάκρυ σου ακίδα
και μοίρα των Μηλίων αποφράδα.

Στις γέφυρες βακχεύω σαν ζεϊμπέκης.
Το θέατρο σκιών αργεί. « Κυρ-Γιάννη,
ας πιούμε αγκαλιά και το βιδάνι.
Ακόμη μια χαρά, λεβέντης στέκεις.

Ποστάλι φωτισμένο μας προσμένει.
(Οι ναύτες ξεχασμένοι ποιητίσκοι).
Μ΄ αλλοίμονο, εσύ κι εγώ δυό ίσκιοι,
που χέρι μανικό μας ανασταίνει».

 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014


Καιρός του απολέσαι
 
Ο άνεμος βαλσάκια και καντρίλιες,

ανάμεσα στα μνήματα. Τρεις Φίλοι,

δυσοίωνοι ως άλατος μια στήλη,

πίσω σκοπιά κρατούν από τες γρίλιες

 
των Ερώτων. Απάρνηση καπνίζουν

φθηνή, απ΄της Ομόνοιας τα γκέτο.

Στα χέρια μου φαλτσέτα και στιλέτο,

της Αθηνάς το πέπλο τεμαχίζουν.

 
Ο άνεμος καπλάνι στις βιτρίνες

με τα στραβοχυμένα στρατιωτάκια.

Ανοίγω το συρτάρι... Τσιμπιδάκια,

μπουρούδες, αστρολάβοι και σειρήνες.

 
Και μέσα στων αιμάτων τη γλυκόζη,

τα στήθια πριν μαλάξω της Ελένης:

«Ανόητο να ζεις και να πεθαίνεις».

Η τύρβη των θαυμάτων δεν μου αρμόζει.

 

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014


Ο Ξενιτεμένος Αδελφός
 
Δεν μπόρεσα τη γάζα, το κινίνο,

του Koch τη λιγομίλητη αρρώστια.

Των Ποιητών κοινώνησα εντόσθια,

για πρώτη και στερνή φορά στο Ρήνο.

 
Αφόρετα για τέρμινα παπούτσια.

σαν έχιδνες χιμίσανε στα πόδια.

Ανάμεσα εγώ σε σάπια ρόδια,

σοφά τυραννισμένος απ΄τα πούσια.

 
Δεν μπόρεσα. Ζητιάνα η Πατρίδα,

της Πρέβεζας ΄ρεγόταν τη μερίδα!

 

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014


Χαρούμενος Πηγαίνω
 
Χαρούμενος πηγαίνω προς τους τάφους.

(Ροκάνα, τόπι,  ρουλεμάν, σφεντόνα).

Εγκαταλείπω Φίλε τον αγώνα

κι ανέγγιχτους των βαλς τους ταχογράφους.

 

Χαρούμενος πηγαίνω προς τους Γύπες.

Οι κλίμακες του Άδη πως γλιστράνε;

Αν κι΄οι θνητοί πεσκέσια δεν χρωστάνε,

στα σταυρωμένα βάλε τρεις τουλίπες.

 

Χαρούμενος πηγαίνω. Πράξη πρώτη.

Νεκρώσιμος στον Άγνωστο Στρατιώτη.

 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014


Παιδική Ηλικία του Ποιητή
 
Αυγάταινα το βιός μου στες αυλές.

Η Πρέβεζα; Σαν γνώριμη βιτρίνα…

«Το στήθος δείξε λίγο Κατερίνα».

Σχολείο, μπάλα, ύπνι και χαλές.

 

Το λούγκερ στο πατάρι. Τι να πεις;

Στα χέρια μου θα ξέπεφτε μοιραία.

Για πόρνους η ζωή, καλή κι ωραία.

Για με βαρβάτος  λόγος να ντραπείς.

 

Αυγάταινα το βιός μου στες αυλές!

Τ΄αγκάθι εντός στερρό κι αειθαλές!

 

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014


Τα δυό καράβια
(Ένα ποίημα για σχολική γιορτούλα)
 
-Το μαύρο εγώ παγαίνω το μαντάτο.

Οι ναύτες δίχως βιά κωπηλατούν.

Πόσες Ερμή ζωούλες θα παρθούν;

Πάλι ο Κλέων ένα με τον πάτο.

 

-Ξοπίσω τρέχω εγώ. (Δεύτερη διάτα).

Νισάφι κάμει ο Δήμος στον Οχτρό.

Το πνεύμα θαλασσόλυκοι ορθό,

τι οι πρώτοι δεν θ΄αφήκουν μήτε γάτα.

 

Να σκέφτεσαι διπλά βροτέ πριν πράξεις!

Ο θάνατος σκαλί και θα σκοντάψεις!

 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014


Στο Λατομείο

 Σε ρήγμα χαψωμένος νοσταλγώ,
μιας πρόστυχης πατρίδας τους κοθόρνους.
Αλήτες μας φωνάζανε και πόρνους
στις Συρακούσες. Χάρτινη Αργώ,

στο σπίτι ας μ΄επέστεφε. Αργά…
Και μήνες τρεις. Μην βιάζεσαι ψυχή μου;
Ο πιο φτωχός ολάκερου του Δήμου
μα λέφτερος, χωρίς την λαιμαριά.

 

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014


Οπλίτης Χαρίδημος
 
Σαν έσκυψα να πιω απ΄το ποτάμι,
τα βέλη δεν με σκιάζανε σταλιά.
Στρωμένα είχε ο Δίας τα χαλιά.
Ας πάγαιναν τα νιάτα μου χαράμι.

Λίγο νερό, καΐλα μου να σβήσω.
Η Εκστρατεία τέλευε πικρά.
Πολλά μας περιμένανε οικτρά,
καλύτερα –σκεπτόμουν- να μην ζήσω.

Χρόνους επτά σκαφτιάς στα Λατομεία,
του Άδη κάμω πάντα τον Ταμία.

 

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014


Του Ασώτου

 Με πρόστυχες γυναίκες σ΄ένα βάλτο,

ξημέρωσα μαδώντας το φτερό.

Λιμπίστηκα ότι φανταχτερό

και να ΄μαι βήμα ένα πριν το σάλτο.

 

Τ΄αστρόνειρα σβησμένα με σφουγγάρι.

(Χαρούπια μοναχά για πρωινό).

Ο Θάνατος το ύστατο δεινό,

για με το κουρασμένο παλικάρι.

 

Η προίκα; Να ΄ταν κι άλλη... Μια δεκάρα,

δεν στάθηκε στη τσέπη τσακιστή.

Με φώναζε τ΄αδέλφι μου «ληστή»

κι αυτός-σωστά να λέμε-, κωλοφάρα.

 

Ακόμα μια ζαριά τυφλά θα παίξω.

Ας χάσω, δεν σκοτίζομαι. Γραφτό

στο Σπίτι να πιστρέψω, να κλαφτώ.

Σφαλιάρα το πολύ και «πούστη έξω».

 

Τον Μόσχο θα γυρέψω, τον Πατέρα

και το παχύ πουγκί στην εταζέρα.

 

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014


Οι Ερμοκοπίδες

 
Η Πόλη Φερεκλή θα μας ξεράσει.

Συμπράγκαλα ταχιά για εξορία.

Ανθίζει γύρω ανθρωποβορία.

Στα λόγια μου μεγάλη δίνε βάση.

 

Ποιος διάβολος μας έβαλε σαν βλάκες,

να κόψουμε Ερμές με το καλέμι;

(Το πνεύμα μου εδώ και τώρα τρέμει).

Κουνήσου, μπας γλυτώσουμε στους Δάκες.

 

Αλάργα. Η σανίδα περιμένει,

με να κάτι καρφιά με το συχώριο.

Εγώ δεν είμαι δα κανά κορόιδο,

να με γαμεί η πλέμπα η σιχαμένη.

 

Αντάμα Φερεκλή κι όποιος γλυτώσει.

Προδίδει τώρα γιός και τον πατέρα.

Τις μαύρες Εταιρίες κάμε πέρα

κι ο σκύλος σου μπορεί να σε δαγκώσει.

 

Δισάκι βουρ στον ώμο  και πιλάλα,

της μάνας μας πριν φτύσουμε το γάλα.