Σάββατο 29 Μαΐου 2021

 

Άννα

Τα χρόνια τράβηξαν σουγιά μια νύχτα στη Μπενάκη,

και μ΄όση πρέπει αλυπιά καρφώσαν τη φενάκη,

αυτή που με κογιόναρε πως ήσουνα δική μου,

στης πόλης τον πονόλαιμο, στις άφθες της ερήμου.

 

Και ξέμειν΄από δύναμη, στρουθί σε  μπιλοζίρι,

κι «αποθανέτω η ψυχή» τόλμησα στο Ζεφύρι,

τρεις δόσεις αγοράζοντας παραίσθησης και μία,

να με γλυτώνει απ΄το κουπί κι από την τρικυμία.

 

Και ξαφνικά φωτίστηκε σα Χριστουγέννων δέντρο,

η σκέψη πως ο θάνατος γι΄ εμέ δεν είχε κέντρο,

μόνο βαριά γλυκύτητα μιας κόρης που ποζάρει,

στου Μοντιλιάνι τη στρωμνή ερωτικό σφαγάρι.

 

Κι ακόμα σκέψη πως μικρά και τα μεγάλα χείλη,

κομμάτι σάρκας είν΄κι αυτά, κακουργημάτων ύλη,

που ρυθμικά σαλεύοντας σε παίρνουν στο κατόπι,

να σε μακρύνουν πυξ και λαξ από το χαροκόπι.

 

Απομεσήμερο σωστό, γυμνός χωρίς ασπίδα,

για την Κλαυθμώνος κίνησα μ΄αφανισμένη ελπίδα,

και προσπερνώντας βιαστικά καλόγρια -τσιγγάνα,

πρώτη σε φώναξα φορά κι αποστερνή μου,  «ΑΝΝΑ…»

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

 

Ο Μενέλαος

Σ΄ένα τεφρό καφέ χαλώ τις ώρες

φουμάροντας, μα τίποτις δεν βγαίνει,

ουσίες πληρωμένος ανδροφθόρες,

κι όλο παραμιλώ για μιαν Ελένη.

 

Μενέλαος με βρώμικο κοστούμι,

γραβάτα μίκυ-μάους, σκέτη λίγδα,

φωνάζω στο γκαρσόν, «Όρα χαντούμη!»,

κι αυτός στεγνά, «Μπαρμπούλη, σφίξε βίδα!»

 

Ο Πάρις, αστυφύλακας στου Γκύζη,

μου έκοψε το βήχα τις προάλλες.

«Όποιος την Ελενίτσα μου αγγίζει,

΄ποθαίνει με σπασμένες του τις σπάλες!»

 

Κι έτσι με την ελπίδα γκρεμισμένη,

αναρωτιέμαι τι μου ξημερώνει.

Σπασμένες σπάλες; Βύσσινο να μένει…

Ο Πάρις, σάμπως κώλο μου σφηνώνει;

 

Σ΄ένα τεφρό καφέ θε ν΄αριβάρει,

κατά τις τρεις, ασθμαίνων δικηγόρος.

«Ντιβόρσιο βάλε μπρος, που να με πάρει!»

«Μπροστάντσα πεντακόσα,πρώτος όρος!»

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

 

Συνταξιοδότηση

Ένσημα πλήθος στοιβαγμένα σε συρτάρι,

μέρες χαμένες βιοτής προσφυγικής,

που ξόδεψα εγώ ο παίχτης  με το ζάρι,

στα στεγανά μιας επαρχίας Αττικής.

 

Η ώρα τέρας έχει φθάσει του κανόνα,

του κύματος και με ξεσέρνει στα ρηχά,

των χτύπων των αρρυθμικών ενός αιώνα,

της Κόρης που στη Λόντρα ξεψυχά.

 

Ζάλη, λευκοκυττάρωση και πάγος μέλη,

και θάνατος ν΄αχολογάει πριν φανεί

μ΄ένα ποδήλατο ανάμεσ΄ απ΄τα έλη,

και τα ερωτήματα που θέτουν οι Δανοί.

 

Μ΄ απάντηση δεν έχω βρει προσώρας φίλε

χρόνε κι όπως παριστάνω τον κουφό,

ανοίγονται διάπλατα του Άδου Πύλαι,

κι είναι φαρμάκι ο εσπρέσσο που ρουφώ…