Άννα
Τα χρόνια τράβηξαν σουγιά μια νύχτα στη Μπενάκη,
και μ΄όση πρέπει αλυπιά καρφώσαν τη φενάκη,
αυτή που με κογιόναρε πως ήσουνα δική μου,
στης πόλης τον πονόλαιμο, στις άφθες της ερήμου.
Και ξέμειν΄από δύναμη, στρουθί σε μπιλοζίρι,
κι «αποθανέτω η ψυχή» τόλμησα στο Ζεφύρι,
τρεις δόσεις αγοράζοντας παραίσθησης και μία,
να με γλυτώνει απ΄το κουπί κι από την τρικυμία.
Και ξαφνικά φωτίστηκε σα Χριστουγέννων δέντρο,
η σκέψη πως ο θάνατος γι΄ εμέ δεν είχε κέντρο,
μόνο βαριά γλυκύτητα μιας κόρης που ποζάρει,
στου Μοντιλιάνι τη στρωμνή ερωτικό σφαγάρι.
Κι ακόμα σκέψη πως μικρά και τα μεγάλα χείλη,
κομμάτι σάρκας είν΄κι αυτά, κακουργημάτων ύλη,
που ρυθμικά σαλεύοντας σε παίρνουν στο κατόπι,
να σε μακρύνουν πυξ και λαξ από το χαροκόπι.
Απομεσήμερο σωστό, γυμνός χωρίς ασπίδα,
για την Κλαυθμώνος κίνησα μ΄αφανισμένη ελπίδα,
και προσπερνώντας βιαστικά καλόγρια -τσιγγάνα,
πρώτη σε φώναξα φορά κι αποστερνή μου, «ΑΝΝΑ…»