Σάββατο 30 Μαΐου 2020


Γράμμα σ’ ένα νέο θανατολάγνο Ποιητή

(Στον κ. Νίκο Περδίκη  ταπεινό αντέδωρο για το «Άσκοπον»).
A Letter to My Mother That She Will Never Read | The New Yorker
Να γράφεις για τον θάνατο πολύ φθηνό. Οι μέρες
δεν είναι νιέ σαπρόφυτα σε βάλτο μυστικό.
Βάλε στα πόδια σου φωτιά, μονάχα οι αιθέρες,
είναι για σένα τ΄όριο. Σπουδαίο υλικό,

αντλείς από τους έρωτες, τη γεύση των σωμάτων,
τα σύγνεφα, τον κίνδυνο της κάθε πλησμονής,
τις ανεξήγητες πληγές απτών και αοράτων,
που πύον τους φορτώνεσαι εν ώρα ηδονής.

Να γράφεις για τον θάνατο, αρκεί να σε σκοτώσει,
να σε μπαφιάσει σαν καπνός ατμόπλοιου. Συχνά,
νεκυορίμες σέρνουνε το άλικο τους κρόσι,
ψυχές μεταμορφώνοντας σε δέρματα ρικνά.

Την κάρα πάνου! Πέταξε τις θλίψες στο ποτάμι,
κι αγάπησε τις εξοχές του άτυχου Κιαμήλ,
ποινή εξαγοράζοντας μέχρι να ΄ρθούν οι Γάμοι,
που θα ΄βλογήσει με δαυλό στο Κούγκι ο Σαμουήλ.

Τρίτη 26 Μαΐου 2020


Αναγκαστική προσγείωση στο αεροδρόμιο των Ηδονών

-Κέρνα κυρά μαλαγουζιά, ψέσε κι αρνί στη γάστρα,
κι έλα σιμά μου στον σοφά με το πουτί σου πάστρα!
-Ένα καντήλι, ένας σταυρός και τέσσερα σταλίκια,
είναι τ΄ανθρώπου η ζωή κι όλα τα μερακλίκια!

Αναγκαστική προσγείωση στο αεροδρόμιο της Ματαιοδοξίας

-Τρέχα στο «Χόντο» Κατινιώ, πάρε μπογιά κατράμι,
να μου περάσεις το μαλλί, τι στο κλεινό Μπραχάμι,
γέρο με ΄νοματίζουνε, νταούλια μου βαρούνε,
κι ίσως κοράκι αν με ιδούν, γλώσσα τους καταπιούνε!
-Σαν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα,
αλί σ΄αυτόν που πορπατεί με τα μαλλιά βαμμένα!

Κυριακή 24 Μαΐου 2020


Οι Λωτοφάγοι
ΑΚΤΙΝΕΣ: Λωτοφάγοι και λωτέμποροι!
Ταχιά τη στράτα περπατώ,
που βάραθρο με πάγει,
κι άμα σηκώνω βλέφαρο,
σωρός οι Λωτοφάγοι,

κοιμούνται, τρώγουν, κατουρούν,
κρασί μεθούν, ξερνάνε,
κι άμα βαλτώσουν στο παχνί,
για παίγνια διψάνε.

Και λησμονώντας τον σκοπό,
τον μύθο κάθε ημέρας,
με κογιονάρουν εν χορώ:
«Καλή σου ώρα Τέρας,

και πως από τα μέρη μας;»
«Περαστικός και φεύγω.
Αλλού με πάει ο δρόμος μου,
φιλώ σας κι αλαργεύω.

Σκοπός μου εμένα είν αυτός,
των ξυπνητών ο τόπος,
όπου εν δόξη και τιμή,
ψοφάς ελληνοτρόπως».


Δευτέρα 18 Μαΐου 2020


Η Κασέτα
Άδης - ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Πάνω στων διψασμένων τις επάλξεις,
«αίμα» η μόνη λέξη, πάντα «αίμα»,
λίγα τα γεγονότα. Για να σιάξεις,
πίνεις πια νερωμένο γάλα κρέμα.

Δεν έχεις αυταπάτες. Το λουρί σου,
Άδης το κουλαντρίζει λες μπαγκέτα.
Παίζεις με του θανάτου (τώρα λύσου!)
βιόλα... Κι εγώ ακούω την κασέτα.

Grundig, πλήκτρο φθαρμένο, πάντα βράδυ
σαν το πατώ ν΄ακούσω τη φωνή σου,
ίσα να βγαίνει. Σώθηκε το λάδι.
«Κόψε τα γένια Γιάννο καλλωπίσου,

πριν ο Χριστός σ΄αρπάξει εν νεφέλαις,
και σε μαντρώσει εδώ με τον πατέρα.
Έχε προς βόλεψη σου δυό φανέλλες,
και θε να συνηθίσεις δίχως βέρα».

Σάββατο 16 Μαΐου 2020


Η Πίτα
Σπανακόπιτα με σπιτική ζύμη κουρού Συνταγή | Άκης Πετρετζίκης
Μια Κατερίνα βγήκε στον κήπο της,
θύμα μια τραγωδίας ανείπωτης,
και σκάλιζε με θλίψη γαρύφαλλα,
κάπου σιμά Ληθαίο στα Τρίκαλα.

Την είχ΄απαρατήσει ο Γιάννος της,
λόγω μιας πίτας κρύας και άνοστης,
που ΄βαλε στο τραπέζι: «Φαρμάκωσε!»,
πέταξε στον καλό της. Τι άκουσε…

Τώρα μονάχη στέκει δακρύζοντας.
(Στο βάθος μουχρωμένος ορίζοντας).
«Άχ! Πίσω γύρνα, φάνου βρε Γιάννο μου,
κι ευθύνες ούλες ρίχ΄τες απάνω μου».

Κλάψ΄ουρανέ ο Γιάννος δεν γύρισε,
άλλης μαγέρας πίτα συγύρισε,
κι η Κατερίνα μέση της έδεσε,
λίθο και στο ποτάμι (μπλούμ!!!) έπεσε.

Τρίτη 12 Μαΐου 2020


Το παρελθόν

Το παρελθόν σηκώθηκε στου χρόνου το ταφί,
και βρόντηξε το μάρμαρο πολλές φορές με λύσσα,
βραχνιάζοντας: «Ανοίχτε μου! Χωρίς εμέ ραφή
δεν γίνεται! Μελλούμενα; Πολύ σκοτάδι, πίσσα».

Κι ήμουν εγώ που διάβαινα φιγούρα τραγική,
στον τόπο τον ασπρουδερό, στη χώρα των μνημάτων,
κι ακούγοντας την έκκληση (τρομπέτα επική),
το μάρμαρο ξεσφήνωσα, ως πρώτος των προβάτων.

Και ρίχτηκε το παρελθόν απάνω μου σκυλί,
δαγκάνοντας μνημονικό, τα θλιβερά ξυπνώντας
τα χρόνια που κατάφερνα να ζω δίχως φιλί,
δίχως τους φίλους, μοναχός, ένας ψωριάρης λιόντας.

Το παρελθόν σηκώθηκε στου χρόνου το ταφί,
κι από σκυλί το γύρισε ποτάμι φουσκωμένο,
τα πάντα παρασέρνοντας κι αφήνοντας γραφή:
«Λίγο να ήσουνα ξυπνιός, με κράταγες χωμένο».

Κυριακή 3 Μαΐου 2020



Σανατόριο Παλιάτσων
Τώρα που στράβωσε ο άξονας της νιότης,
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στις ρεματιές,
τώρα που γυάλινες σπαθίζουν οι ματιές,
κάποιος με σκούντηξε: «Εσύ ο αιμοδότης,

άστρων που σβήσανε αιώνες κι όμως λάμπουν,
νεκρών που λύθηκαν μα θάλλουν ζωντανοί;»
«Καταλαβαίνεις  πώς οικώ Γεσθημανή;»
«Άσε τους στίχους σαν ποντίκια μέσα να ΄μπουν,


σ΄αυτόν τον κήπο που μονάζουνε οι Γιούδες,
και τα φιλιά τους χαραμίζουνε ληστές,
χαριεντιζόμενοι σε κλίνες κουνιστές,
με Ναζωραίων ανυπόληπτες νυφούδες».

Κι εγώ που χάρισα τα μέλη μου στους φάλτσους,
γυμνός τανύζοντας γραφίδα και σχοινί,
δίχως πια θέληση, πορεία ορεινή,
για σανατόριο που δέχεται παλιάτσους.