Η ροδιά
Σ΄ένα στενό της Νέας Σμύρνης,
σπιτάκι στέκει ταπεινό,
είναι του Μάη δειλινό,
μα εγώ στο κέντρο πλέω μιας δίνης.
Σ΄αυτό το σπίτι δέκα χρόνους,
ζήσαμε αντάμα σα γροθιά,
έπαιξε κάποιος μπαλωθιά,
κι οι πέρδικες αφήκαν κλώνους.
Ξένοι σαλεύουν στη καμάρα,
και της αυλίτσας η ροδιά,
με ολοπόρφυρη ποδιά,
σαν να μας ρίχνει μια κατάρα.
«Δεν την αξίζατε αλήθεια
τέτοιαν αγάπη και χαρά.
Τα αισθήματα σας πλαδαρά,
μονάχα για τα παραμύθια».
Έτσι μας μάλωσε η ροδιά
κι έλυσε χάμω την ποδιά.