Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014


Διάλειμμα Ολίγων Ωρών

 

Φεγγάρια με χτικιάσανε. Δεν μένει,

παρά μια έκπτωση σχεδόν καθημερνή.

Ενδεδυμένος τη στολή τη θερινή,

Θα σκύψω για να ιδώ αν ανασαίνει,

 

το στήθος της πικρής Αγαπημένης.

(Οι φίλοι κρένουν πως τηράω μια νεκρή).

Αχ, ας ξημέρωνε η μέρα η τεφρή…

Το στίχο απαρατώ. Πάγω για τένις.

 

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014


Τα Βόδια

 
Σφάξαμε τα βόδια λιμασμένοι

και ταχιά σαλπάραμε για σπίτι.

Βάλαμε τις σφήνες και τον σύρτη,

στο καρφί κρεμάσαμε τη χλαίνη.

 

Ψέματα στο δούλο, στη κυρά μας,

τάχα πως κοπιάσαμε χορτάτοι.

Μας σακουλευτήκαν απ΄το μάτι

κι απ΄τα μαύρα γαίματα της κάμας.

 

Σφάξαμε τα βόδια μα οι σχάρες

άδειες πάντα πιάνουνε τον τόπο.

(Τελικά δεν άξιζε τον κόπο).

Κρίμα τα λαγούτα κι οι κιθάρες.

 

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014


Στων Στύρων τα γρασίδια
 


Τα σώματα γυμνάζαμε στις θλίψεις,

στον άσχημο καιρό, στη καταφρόνια.

Τις νύχτες του Σεφέρη τα τριζόνια,

μας μάθαιναν να ζούμε με ελλείψεις.

 

Χορτάσαμε λιβάνι νοτισμένο.

(Στα δάχτυλα μας κόλλαγε σα τσίχλα).

Μπροστά σε δυο εταίρες και μια Στρίγγλα,

δώσαμε όρκο τον νενομισμένο.

 

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια

και γέννησαν αυγά με την αράδα,

το ρίξαμε στο πιόμα, στη  λιακάδα,

ανέμελοι στων Στύρων τα γρασίδια.

 

 

 

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014


Σαν Έχεις Μάτια
 



Σαν έχεις μάτια βλέπεις τους νεκρούς,

να πίνουν χαμομήλι, να καπνίζουν.

Την κάτω γνάθο  άκου τους πως τρίζουν,

σκιάζοντας και τους δέκα τους  λεπρούς ;

 

Κοιτιέσαι στους καθρέφτες. Τι μ΄αυτό;

Ακόμα ένας κίβδηλος Προφήτης…

Έχει κι η τρέλα φευ την οροφή της,

ο Άδης λίτρα έλαιο καυτό.

 

Απ΄ τους εξώστες χάλκινες φωνές…

(Ξυπνήσανε νωρίς οι  Διψασμένοι).

Πρώτη βαδίζει πάντα η Ελένη,

απτόητη προς νέες ηδονές

 

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014


Βάστα Καρδιά



Βάστα καρδιά τη πτώση των χωμάτων,

το βάσιμο στις πέτρες απ΄το φτυάρι,

τον Χάμσουν στης Καλής το μαξιλάρι,

το βάθος και το πλάτος των τραυμάτων.

 

Βάστα καρδιά την έκθεση της Κόρης,

τη βέβηλη ανάσα του Σωτήρος,

του Δικαστή το φλέγμα και το κύρος,

τα Λόγια τα υγράλατα της πλώρης.

 

Βάστα καρδιά και πέσε στη παγίδα,

που σκάρωσε ο Κύκνος για τη Λήδα.

 

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014


Χειμωνιάτικη Κηδεία
 
Σα γείρω μπλαβιασμένος θα μιλήσουνε,
τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
κι αντίς στη κάσα μέσα να με φτύσουνε,
καφέ ρουφώντας στη μεγάλη σάλα,

Θ΄αλλάξουνε συζήτηση. ( Αλλοίμονο,
τον πρώτο οι βροτοί κατέχουν λόγο).
Κατόπιν ζωηροί στο καταχείμωνο,
Θα πιάσουν βελονιά ψιλή τον ψόγο.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014


Φίλοι
 
Τα Σάββατα μαντρώνονται οι φίλοι,
να πιούν απ΄το σφουγγάρι διψασμένοι,
χολή και ξύδι. Κάποιος θα πεθαίνει,
κάποιος στραβό χαμόγελο στα χείλη.

Αισθήματα φυγόκεντρα, ξεφτέρια
που ράμφισαν νωρίς τον γερακάρη.
Αυλή ταβέρνας, νύχτα με φεγγάρι.
-Παράτα Νικολάκη τη μιζέρια.

Τα κάτοπτρα στον Άδη. Μουρμουράνε
για τρίτοξα γιοφύρια, για μπεντένια,
για χίμαιρες, αλώνια μαρμαρένια.
Τέλος, με οίνο άκρατο μεθάνε.

Και όλο ξεμακραίνουνε οι φίλοι.
(Τα Σάββατα δεν είναι πια τα ίδια).
Τους σέρνουν οι βδομάδες σα σαρίδια,
στο πράσινο απάνω τώρα μίλι.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014


Ύστατο γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ

 
Σου στέλνω Καίσαρα τούτο το γράμμα,
σαν ύστατο αποχαιρετισμό.
Πριν από λίγο, έχασα τη ντάμα
κι ίσως θυμάσαι ΄κείνο το χρησμό,
που μου χε δώσει η γύφτισσα στη Δράμα.

Γεμίζουν προσευχές τα παρεκκλήσια.
Μεταλαβιά μοιράζουν μαστροποί.
Το δρόμο παίρνω με τα κυπαρίσσια
και πριν χαθώ στην πιο πικρή σιωπή,
τον χάρο πολεμώ παλικαρίσια.

Σα πλοίο φορτηγό πλέω τη Μάγχη,
με φοβερή φουρτούνα στο μυαλό,
ρότα να βρω παρόλη τη στηθάγχη,
μήπως και βγω κουτσά-στραβά γιαλό,
στη μοίρα μου γυρίζοντας τη ράχη.

Και εγώ που ξέρω Καίσαρ τι μας σώζει,
το στόμα θα κρατήσω σκοτεινό
και στο μπερντέ θα βγω του Καραγκιόζη,
για να κρατήσω ρόλο ταπεινό,
αυτό το ρόλο φίλε που μ΄αρμόζει.

Γράμμα Δελφικό στον κ. Νίκο Περδίκη

 

Αγαπημένε Φίλε και Πατέρα,

συχώρα της γραφής μου το φονιά.

Λησμόνησα τη μέρα, τη χρονιά,

το μήνα, μα κρατώ τη λαγουδέρα

 

στα χέρια μου σφικτά σαν να ναι κάτι

που θα χαρίσει βέβαιο χαμό.

-Μια μελωδία παίζουν του Rameau-.

Ποιος δρόμος ανοιχτός; Ποιο μονοπάτι;

 

Με Voltaren κοιμάται η Πυθία.

-Τη σφάζουν τελευταία οι γοφοί-.

Στ΄ΑΡΙΩΝ χαμηλών΄η οροφή

τόσο που καταντά παραμυθία.

 

Φάρους δεν έχει τούτος ο αιώνας,

μόνο ξεκοιλιασμένα θωρηκτά.

Των Ευμενίδων αίματα πηκτά,

αρδεύεται ο μέγας Ελαιώνας.

 

Γυμνοί έξω απ΄τη Θήβα Πακιστάνοι,

στη Κρύα βουρκωμένο το νερό.

Xρειάζεται κουμάντο σταθερό,

τη κάρα σα βατεύεις με τρυπάνι

 

Κολοκυθιά, δεν παίζουν με τις νότες

τις λυγμικές που ψάχνουν λυτρωμό,

σε πλαστικά με μέλανα ζωμό

ποτήρια… Τι σημαίνουν οι Ευρώτες,

 

ο Δαίμων θα μας πει της Μεσημβρίας.

Φθηνό το πρώτο χιόνι δεν αρκεί

να μας σκεπάσει… Πάντα εν σαρκί,

σ΄ασπάζομ΄Ακριβέ, πλήρης υγείας.

 

Μια Πασχαλιά στη Κόλαση

 

Τα καλεντάρια ύσσωπο μυρίζουν

και φλιτ από σαλόνια πληκτικά.

Μορφές αγαπημένων τριγυρίζουν,

με βρώμικα στους δρόμους νυχτικά.

 

Μαζί κι εγώ ως σκύμνος πληγιασμένος,

που στέκει στο κατώφλι μιας παλιάς

αγάπης, ενστερνίζομαι το μένος

προφήτη. Μεσημέρι Πασχαλιάς,

 

γλυκά στους ποινικούς θε να δοθούνε

και σέρτικα τσιγάρα. Σιχασιά

γι΄αυτούς που με τα colt περιπολούνε,

στης Κόλασης εδώ την εμπασιά.

 

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014


Lacrimosa
 

 
Μου χάρισε μια πλάκα ο Θεός,

ανήμερα της κοίμησης. (Τι πρόζα;)

Ως πέρα ουρανός γαλακτερός

και ξέσπασμα σοπράνο: Lacrimosa.

 

Ο νους μου σ΄αδιέξοδο φρικτό,

να μελετά τα ίδια και τα ίδια.

Το σκότος χειρουργούσα το πηχτό,

με πλάτη κολλημένη στα σανίδια.

 

Παράθυρα ασύμμετρα, στραβά.

Θαλασσινό του Παύλου κοιμητήρι.

Οι φίλοι, το δικό τους το χαβά.

Γιατί να τους χαλάσω το χατίρι;

 

Μου χάρισε μια πλάκα ο Θεός,

κι αισχυντηλή στα πόδια μου μιμόζα.

Συλλάβιζε ο άγγελος ψευδός,

απάνω στο ταφί μου: LACRIMOSA.

 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014


Σιχάθηκα

 
Σιχάθηκα τις κρύπτες, τα φεγγάρια,

τα φέρετρα, τους τάφους των προγόνων.

Ας γράψω για τους σκύλους των γειτόνων,

για το κρασί που βράζει στα κελάρια.

 

Ας γράψω για του έρωτα την πάλη

απάνω σε σεντόνια μεταξένια,

τα ρόδα, τη μολόχα, τη γαρδένια,

της Καίτης της μαργιόλας την αγκάλη.

 

Σιχάθηκα τα κόρνα του θανάτου,

τον «Άμωμο», τη φάρα των αγίων.

Ας γράψω για τις ΜΕΛΟ, για τις ΙΟΝ,

τη γλύκα τη μεστή του μαντολάτου.

 

Ας γράψω για γλουτούς και για αιδοία,

για χάρες ξαναμμένων μοιχαλίδων,

για ούζα συνοδεία πεταλίδων,

ας γράψω εν ανάγκη και γελοία.

 

Της Πρέβεζας σιχάθηκα το μόλο.

Ας γράψω για της Μούσας μου τον κώλο.

 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014


Συμβουλή προς Ποιητή

 

Χορτάτος τι στιχάκια να σκαρώσεις;

Ψυχή βαριά, ποδάρια πιο βαριά.

Λιανή πολύ της μέρας η ψαριά...

Κάλλιο βρε Γαργαντούα να ξαπλώσεις.

 

Τα όνειρα κι αυτά σακατεμένα.

(Ρεψίματα και πόνοι στο λεπτό).

Της Ποίησης το σώμα το σεπτό,

σε στρώματα κακώς συγκερασμένα.

 

Να γράφεις σου προτείνω νηστικός.

Αν όχι, πως θα γένεις νηπτικός;

 

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014


Ο Φυγάς

 

Ζωή σα γεναριάτικη βροχή,

να πέφτει ζαλισμένη απ΄τους λαμπτήρες

του δρόμου. Στο κατόπι μου τρεις Κήρες,

Φροϋδική  με βάλλουν ενοχή.

 

Φυγόστρατος δεν έχω πια ψυχή,

στον  Οίκο των Ναξίων να γυρίσω.

Τα μάγια προσπαθώ, μα πώς να λύσω;

Πληγή βαθιά η πάλαι αμυχή.

 

Και μια φωνή γκρινιάρα φωνογράφου:

«Για λίγο ακόμα συ φυγάς του τάφου».

 

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014



Ο Χρόνος


 

Μπαρμπέρης γέρο-Χρόνος βγάζει δόντια

κι απέ στα κεραμίδια τα πετά.

Με γέλιο παλικάρια μελετά,

να γένονται σε μιαν στιγμή γερόντια.

 

Με μένα τα χει βρει κομμάτι σκούρα.

Δεν είμαι από κείνους τους θνητούς

που κλαίγονται. Δεμένους και λυτούς,

περιφρονώντας στην ανεμοδούρα,

 

το μέτωπο ορθώνω δίχως φόβο.

(Συλλήβδην οι ρυτίδες μ΄αγαπούν).

Στην Πόλη Μωχαμέτηδες σα μπουν,

τον πρώτο φέτες-φέτες σας τον κόβω.

 

Ο Χρόνος λωποδύτης κλέβει σάρκα,

κι ευθύς στο σκυλολόι την πετά.

Προτού με κλείσουν μάρμαρα μπετά,

τη σάπια μοναχός θα κάτσω βάρκα.

 

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014


Ευαγγελισμός στο μείον ένα 

 

Ζαλωμένος αναμνήσεις ξεγελιέμαι,

πως ακίνητος ο χρόνος μες στα σπλάχνα.

(Πίσσα γύρω μου, σκοτάδι, μόκο, άχνα).

Τη πληγή που δίνει ο Λόγος καταριέμαι.

 

Κολοσσαίο. Τις αρμάδες των δακρύων,

σιχτίριζω ενεός απ΄την εξέδρα.

Ξεγλιστρώντας σαν αντάρτης την ενέδρα,

κρύβομαι να μην με βρουν στο ένα μείον.

 

Τα κοράκια θα με πάρουν παγωμένο,

λίγο πριν αρχίσω πάλι ν΄ανασαίνω.

 

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014


Ο Ζητιάνος

 

Με χέρι απλωμένο, φίσκα ψύλλους,

μιας χίμαιρας γυρεύω τις ανέσεις.

Τ΄ομολογώ… Υπήρξαν παραινέσεις,

από εχθρούς συχνά μα κι από φίλους.

 

-Στ΄αυγά σου κάτσε,  γέρασες καημένε.

Οι δρόμοι πια δεν κάνουνε για σένα.

Γενήκαν όλα κίβδηλα και ξένα.

Στα ίδια τα γνωστά, στάσου και μένε.

 

Ένας ζητιάνος χύθηκα στη πλάση.

Βαριόμουν σφόδρα, ήταν και η θλάση.