Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012


Τα Λόγια Μου


Τα λόγια μου  ζαρκάδια δαγκωμένα,

απ΄του λοιμού την ύπουλη οχιά.

Πενήντα χρόνων πυρ κι αναβροχιά,

μου στέγνωσαν τα φρύδια τα υψωμένα

 

και μ΄άφησαν κυφό στο παραγώνι,

τις στάχτες να σκαλίζω τις παλιές.

Δρεπάνια των ανθρώπων οι λαλιές,

βουβάνανε των σπλάχνων μου τ΄αηδόνι.

 

Τα λόγια μου στιβάλια μπαλωμένα,

σε μιας καζέρμας άδειας το πορτί.

Για κάποιον άλλον ήταν η γιορτή…

Μαχαίρια κάθε νύχτα στομωμένα

 

στη φτέρνα τη ζερβιά του αναβάτη,

βυθίζουν μεθυσμένοι μαστροποί.

Παράς που δεν φτουράει η ντροπή,

ραντίζει τις πληγές χοντρό αλάτι.

 

Τα λόγια μου ταβέρνες φωτισμένες,

Επιταφίου χάσικα κεριά.

Τανύζουν οι εταίρες τα μεριά

και διαλαλούν την λήθη αφρισμένες

 

πριν γυμνωθούν τη χάρτινη εσθήτα

ακόμα μια φορά. Τι καρτερώ;

Δεν στάθηκε τ΄αμπέλι καρπερό

για των σβησμένων άστρων τον Ακρίτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012


 

Το στερνό μου

 

Ήρθε θαρρώ η ώρα να σιγήσω.

Το ίδιο πάντα μίζερο κοντσέρτο

μπούχτισα. Ότι ξύδι έχεις, φέρ΄το

Πατρίδα να το πιω κι ίσως κερδίσω,

 

θολή ματιά και ράβδο αναπήρου,

τσιγγάνας προστυχιά που καλογραίας

φόρεσε ρούχο. Το φθηνό το κρέας,

σε τμήματα οσμίζομαι ονείρου…

 

Τον ξεπεσμό δεν μίσησε κανένας.

Αντίθετα, μια γλύκα είχε πάντα

η χαμερπής ζωή. Απ΄τα σαράντα,

γύρισα το ταξίμετρο της γέννας

 

και βγήκα στα καντούνια της Χαλκίδας,

ζήτουλας. Μα ελήλυθεν  η ώρα

για μπότζι. Δίχως φρένα νεκροφόρα,

με ταξιδεύει Τέκνο Καταιγίδας.

 

                                             Γιάννης Σ.

                                    21 Ιανουαρίου 1984

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012


Μείον Ένα

 

Στο Μείον Ένα πέφτουνε οι μάσκες

και πεταλούδες χάνουν το σκοπό τους.

Μονήρης στο προθάλαμο του σκότους,

αναλαμβάνεις όπλα και παλάσκες

 

και με μπροστάρη σκύλο λυσσασμένο,

κουτρουβαλάς τις σκάλες. Τα τελώνια,

κοπριές πετούν ζεστές, σάπια λεμόνια…

Μοιραία όλα τούτα για τον Ξένο.

 

 

Στο Μείον Ένα γνέφουν νοσοκόμοι,

με ύφος σοβαρό. Ψέματα λένε.

Κάποιοι που δεν βαστάνε μυξοκλαίνε,

βαρύ φορτίο δέχονται οι ώμοι.

 

Ατάραχος εσύ και γκρεμισμένος,

<<τι σημασία έχει τόσος πόνος;>>

αναρωτιέσαι, <<ποιος ο Φανφαρόνος,

για τους ανθρώπους που΄χει τέτοιο μένος;>>

 

Σε λίγο θα σε βάλουνε στη ψύξη

και μύτη κακομοίρη δεν θ΄ανοίξει.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012


Το γκιον του Γκιώνη

 

Αφόρητο να σ΄αγαπώ…

Πως αγαπιέται έν΄ αγκάθι;

Λόγους δεν βρίσκω να ντραπώ,

με σπρώχνουν όλα να σου πω:

<<Προώρως τ΄άνθος εμαράθη>>.

 

Καθάριος κάποτε ουρανός,

κι ενός θεού γυμνού το χέρι,

στις ερημιές λευκός φανός,

σπηλιά δροσάτη του Πανός…

Ξάφνου, Χανιώτικο μαχαίρι.

 

Βαλτώσαμε οριστικά.

Το παραμύθι πήρε τέλος.

Προχθές φιλήματα γλυκά,

τώρα με γκάζια νευρικά,

φαρμακωμένο τρέχεις βέλος.

 

 

Μισή σελήνη δεν αρκεί,

να λάμψει στα βουνά το χιόνι.

Μέρα ξεφύτρωσε κακή,

κι ακούγεται σαν υλακή,

το τελευταίο <<γκιον>> του γκιώνη.

 

 

 

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012


Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

 

Του Bach Χριστουγεννιάτικη Καντάτα,

λιπαίνει τη καρδιά μου σωτηρία.

Ανάβω ένα-ένα τα πυρία.

Tο Κοριτσάκι γύρισε σε γάτα.

 

Αλυσοδένουν πάντα τη Χιονάτη

οι Νάνοι οι επτά. Κάνουν παιχνίδι.

Με μάτι καθαρό πιάνω στασίδι,

τον όγδοο με ξέρουν αναβάτη.

 

Μυρίζει το δωμάτιο ανάσα

Δράκου που δε νογάει από ακόντια.

Τα κοφτερά του καθαρίζω δόντια,

με συρματένια βούρτσα και ποτάσα.

 

Καλοκυράδες φόρεσαν ζαρτιέρες

κι ο Λύκος ο κακός βγαίνει στη πιάτσα.

Τα τρία Γουρουνάκια, παλιοράτσα,

γλίτσα πηχτή μου γιόμισαν τις μέρες.

 

Τον έρωτα μου ζάλισε όλη  νύχτα,

λωλή Βασιλοπούλα. Το μπιζέλι

εστάθη αφορμή. Ξέρω τι θέλει…

Σφαλούν όμως τα μάτια μου από νύστα.

 

 

Γέρος, παιδί , ποιος δίνει σημασία;

Απλά, η οπτική λίγο αλλάζει.

Τα παραμύθια τέλειωσαν. Χαλάζι

χοντρό με περιμένει κι υγρασία.

 

Βαμβάκι τα μαλλιά. Ήρθαν τα χιόνια.

-Κοινότατος ο λόγος μα ταιριάζει.-

Στο Θέατρο αρχίζει να βραδιάζει

κι οι θεατές πετούν ήδη λεμόνια.

 

 

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012


Ανεπίδοτη Επιστολή

 

Στις Συρακούσες μ΄έφαγε η σκόνη

των λατομείων. Θέρμες, πονοκοίλι.

Μα πάνω απ΄όλα η θύμηση σου Φίλη,

να πλέκεις σιωπηλή στο παραγώνι,

 

μ΄εκείνα τα χρυσόκτιστα χεράκια,

που κάποτε το σώμα μου μετρούσαν.

Κάλλιο το σάβανο μου να κεντούσαν,

τι μ΄είχανε οι Ταγοί για τα χαντάκια.

 

Τη μέρα τη λαμπρή που ξεκινούσα,

στο Πειραιά σφυρίζανε μπουρούδες.

-Ελπίδες μας πουλούσε ο Άλκης φρούδες.-

Πως πίσω τους τρομάρα και αγκούσα,

 

καλά κρυμμένες θα ΄παιρναν κεφάλι

σαν φτάναμε στη μαύρη Σικελία,

έδειχνε να ΄ναι πρόγνωση γελοία.

Μιας δόξας το κρασί έφερνε ζάλη,

 

στις άγουρες μας σάρκες. Ανδρονίκη,

στερνή γραφή μου τούτη κράτησε τη

να με θυμάσαι, θέλεις πέταξε τη.

Ξινό μου βγήκε γύναι τ΄αντριλίκι.

 

Μη μένεις μόνη. Διάλεξε ξεφτέρι,

μαζί του να πετάξεις. Τόσο κρίμα,

τα νιάτα σου να χώνεις σ΄ένα μνήμα,

προσβάλλοντας την Κύπριν  δίχως ταίρι.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012


Εικόνα Βροχής



Αδέσποτα σκυλιά μες τη βροχή

με βλέμμα ικετευτικό ζητιάνου.

Στο κουρδισμένο δέρμα του τυμπάνου,

προσωρινή γυρεύω ανακωχή

 

και σύντροφο κυφό απ΄τις βολές

της Μοίρας. Με ασίγαστο δοξάρι

ένα βιολί θρηνεί. Πόλης κουφάρι

θα ξεσκουριάσουν οι αμμοβολές,

 

προτού το πάρουν κάρα σκυθρωπά,

αγώι σε πορτί νεκροτομείου.

Εναλλαγές με κούρασαν του βίου

και των Θεών το στόμα που σιωπά.

 

Θ΄ανοίξει ο καιρός στα ξαφνικά.

Ήλιος με δόντια πάλι θ΄ανατείλει.

Της Ελευσίνας το παλιό καντήλι,

με καύσιμα φουντώνω δανεικά.

 

 

 

 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012


Γράμμα Συμβουλευτικό στον Αδελφό μου

 

Τι με ρωτάς πως λύνονται οι γρίφοι;

Στο πατάρι κρυμμένο, του Πατέρα

έχεις πιάσει το luger. Λαγουδέρα,

μιας βάρκας που στον θάνατο σα νύφη

 

στα πορφυρά ντυμένη σε παγαίνει,

καλά καθάρισε το. Βάλε λάδι.

Πατρίδα μας τα κράσπεδα του Άδη

και το νερό της Λήθης στο βαγένι.

 

Βήχας ξηρός, τρομάζει. Πάντα η πλέμπα,

στις εκκλησιές ζητούσε Παθολόγο.

Δεν βρίσκω σοβαρά κανένα λόγο

να σκιάζεσαι. Στο λιμανάκι έμπα,

 

με τρύπα στο κεφάλι για στο στήθος,

περνώντας ο αγέρας  να βουίζει,

αρχαία μυστικά. Του γάμου ρύζι,

σκόρπιο στη κάσα σου κι απάνω λίθος.

 

Τι με ρωτάς πως λύνονται οι γρίφοι;

Απάντηση γυρεύεις  να σου δώσει,

κάποιος που χώμα έχει αναλώσει

πολύ. Θάρρει… Ακολουθάνε στίφη.

 

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012


                Ο Υπνοβάτης

 

Χαμόγελο στα χείλη παγωμένο,

σαν άγαλμα που αγκάλιασε ο Σωκράτης.

Όπου σκοτάδια, να σου  κι ο Υπνοβάτης

με το παλιό γελέκο το σκισμένο.

 

Έχει στο στήθος γκόλφι και μαράζι,

αναιμικό  θυμίζοντας προφήτη,

δίχως λυχνάρι ένα τρωγλοδύτη

και χωρικό  σαλό έξω απ΄το Μάζι.

 

Και πριν να βυθιστούν οι αυτοκτόνοι,

σε αυτό που ονοματίσανε νιρβάνα,

συγχώρεση γυρεύει από τη μάνα

και στις φωλιές το πρώτο χελιδόνι.

 

Περιπολεί ο δίσκος της Εκάτης,

τινάζοντας τη σκόνη από τα πέτα

κι εγώ με μια στα χέρια μου μπερέτα,

πώς να δεχτώ πως είμαι ο Υπνοβάτης;

 

 

 

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012


                        Απόψε

 

Απόψε θα πεθάνει ο Μπαρμπέρης…

Γυρεύουν τα ξουράφια του φωνή.

Απέξω θα περνούν μ΄ένα χωνί

αντάρτες. Τύφλα να χει ο Ιαβέρης.

 

Απόψε θα πεθάνει ο Παγοπώλης…

Οι ζέστες τι κακό για τη καρδιά;

Που βάζεις και την αναπαραδιά;

Είκοσι χρονών και κάτι μόλις.

 

Απόψε θα πεθάνει ο Ταβερνιάρης…

Συκώτι που μαράθηκε φορεί.

Με τη ποδιά λερή αναχωρεί,

απ΄το σταθμό στα Βλάχικα της Βάρης.

 

Απόψε θα πεθάνει ο Φωτογράφος…

Το φλας είναι σα σφαίρα  φονικό.

Ξέρω δεν μοιάζει διόλου λογικό,

να γίνεται το φως σήμα και τάφος.

 

Απόψε θα πεθάνει ο Ποιητίσκος…

Οι στίχοι του μνημεία θλιβερά,

του κόψανε τη φόρα, τα φτερά

κι απόμεινε γρατζουνισμένος δίσκος.

 

 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012


Μπροστά Στον Καθρέφτη Του Μπαρμπέρικου

 

Θα κάτσω στη δερμάτινη, φθαρμένη πολυθρόνα

και το ξουράφι στο λουρί θ΄αρχίσω ν΄ακονίζω,

ώρα πολύ. Πέρα μακριά στην Άγια Λισαβόνα,

Φερνάντο με γνωρίσανε. Τα δόντια μου σαν τρίζω,

 

ανατριχιάζει ο ποταμός ο Τάγος και φουσκώνει,

τον Κάμπος παραχώνοντας στις λάσπες. Καλοκαίρι

και περπατώ στις όχθες του μ΄ένα λερό σεντόνι

αναμεσίς στα σκέλια μου. Του Ζέφυρου τ΄αγέρι,

 

λουφάζει στο Μπαούλο μου. Της Αβινιόν Ατθίδα,

απ΄την αρχαία συντροφιά που σβήστηκε στον χρόνο,

παίρνοντας πένα και χαρτί, την κοφτερή λεπίδα,

θα στείλει γράμμα φορτικό να βρουν τον δολοφόνο.

 

Καθρέφτης. Χέρι σταθερό τείνω προς τον λαιμό μου

και πορφυρά τα αίματα θ΄αφήκω να ποτίσουν,

ψηφιδωτά πατώματα. Μ΄επιμονή εντόμου,

βουρκόλακες δεξιά-ζερβά, γυμνό ας με τραβήξουν

 

όπου χτυπά της Κόλασης το γκονγκ που ξεκουφαίνει

και σύνεργα βασανιστές κραδαίνουν μπας και σκιάξουν

τις πιο αδύναμες ψυχές. Ποτές του δεν πεθαίνει,

όποιος φαρμάκι μες τ΄αυτί αφήνει να του στάξουν.

 

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012


Στις Αποικίες

 

Ξεθυμασμένα φώτα της γιορτής

και προβολείς θαμποί των χειρουργείων,

στα κοκαλάκια στρέψτε των Αγίων

τις δέσμες σας. Φραγμένης αορτής

 

στέκω στρατιώτης. Θέατρο φθηνό,

το Σύμπαν αφειδώς πάντα προσφέρει.

Πένης ο Θεατρώνης υποφέρει,

πλην στήνει σκηνικό χειμερινό.

 

Που να βρεθούν τη σήμερον μουρλοί,

ανάλαδοι να παίζουν νύχτα-μέρα;

Μήτε στην Γέλα, μήτε στην Ιμέρα,

θυμούνται την φιλάρεσκη ουλή

 

κι εκείνον τον θρασύ, τον αχαμνό,

που φάνηκε στα μέρη τους κομήτης.

Φυγάς, του Κάτω Κόσμου αυτοδύτης,

ακόμα προσπαθώ με τον φανό,

 

τον δρόμο προς την Άνω Σιών να βρω.

Των Δώρων μπουχτισμένος την σαπίλα,

να ταξιδεύω βάλθηκα με ξύλα,

γυρεύοντας Σαμάνο και Γιατρό.

 

Στρατιώτης στέκω. Το χω ξαναπεί.

Η βάρδια των Νεκρών με περιμένει.

Μια Μάρθα από τα ψώνια κουρασμένη,

ψωμί θε να μου φέρνει στο Γιαπί.

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012


ΟΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ

Της συννεφιάς το μπλόκο θε να σπάσω,

μ΄ ένα σαθρό, χωμάτινο σκαρί.

Από την ακεφιά έχω φθαρεί

τόσο γερά που τίποτα να χάσω

 

δε βρίσκεται. Τρύπια μονάχα χέρια.

Όλο το βιός ξοδεύτηκε στραβά.

Τα χρόνια μου καματερά ζαβά,

μ΄ ανέβασαν στης Ύλης τα μαδέρια,

 

ανοίγοντας το στόμα πέντε πήχες,

να λάβουν με το ζόρι μερτικό.

Κακό μου λαχε πρώτο αφεντικό,

γονείς είχε το δεύτερο Λαπίθες.

 

Μα τώρα πια τα ψέματα τελειώνουν.

Η ταν η επί τας. Φιλί χλωρό,

δίνω της μοίρας και αναχωρώ

για κει που οι Κτηνοτρόφοι καλιγώνουν.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012


Ταβέρνες

Στο <<Γελαστό Κρεμμύδι>> και στου <<Μπάμπη>>,

θλιμμένες θα σε βρίσκουν Κυριακές,

να παραγγέλνεις  ούζο και ρακές,

ελπίζοντας να σβήσει αυτό που λάμπει.

 

Τα χρόνια θα χουν κάτι από στάχτη

σβησμένου ηφαίστειου. Αστικά

λεωφορεία πάντα βιαστικά,

με μια βοή θα σχίζουν καταρράκτη,

 

τις σάρκες τις χλωμές των λεωφόρων,

και τη φραγμένη που χεις αορτή.

Η λύπη σου, αλάδωτο πορτί

κι αποφορά βαριά των Αυτοφώρων,

 

θε να βρωμίζει χιόνι Χριστουγέννων

και δάκρυ του Πατέρα και Λαμπρή.

Μα κάπου, ένα ολόφωτο  Αμπρί,

προσμένει σε να εισέλθεις μετ΄επαίνων.

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012


           ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΦΥΤΡΑ

 

Σημάδεψα την άσφαλτο με φρένα,

τους χάρτες με βελόνες ραπτικής.

Δεσμώτης μια ζωή της Αττικής,

με μπόδιζαν τα όρη τα σκαμμένα,

 

να ξεχυθώ στου κόσμου την ορφάνια,

στης θάλασσας το κράτος το σκληρό.

Τι κι αν φτερά χτυπούσαν στο μηρό;

Κρατούσαν με τ΄ αμπέλια, τα μποστάνια.

 

Και μια μελαγχολία ποντισμένη,

στου νου τον απροσπέλαστο βυθό,

-λόγους δεν είχα να τη φοβηθώ,

απ΄ τους Θεούς θε να τανε σταλμένη-,

 

στερώντας μου του Ζέφυρου το χάδι,

πικραίνοντας στα χείλη το φιλί,

με άφηκε να ζω ζωή δειλή,

ένα τσιγάρο δρόμο απ΄ τον Άδη.

 

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012


                ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

            (Στον ακριβό φίλο και πνευματικό μου πατέρα κ. Νίκο Περδίκη, δώρημα ατελές μα από καρδιάς, για την ονομαστική του εορτή).


Απόδειπνο Σαββάτου θα φανείς,

οπλίτης με σπασμένη την ασπίδα,

Θα ρίξεις μια ματιά στη πινακίδα

<<ΤΟ ΔΙΠΟΡΤΟ>> και μοίρας ορφανής

 

Θαμώνας, θα χαθείς στο μαγαζί.

Που η Λατέρνα, που και το Τραγούδι;

Στραβό μέσα στα στήθια σου αρκούδι,

μαθαίνει απ΄ το αίμα σου να ζει,

 

σαλεύοντας σε μέταλλο καυτό,

χορούς σαβανωμένους νικοτίνη,

πικρά τρώγει τα χόρτα, μπρούσκο πίνει

και ρεύεται μαζί με σε κι αυτό.

 

Μα στες εννιά και πέντε, του Τυφλού

το μπαστουνάκι παίρνεις κι αλαργεύεις,

για τόπους θανατόβλητους μισεύεις,

χορτάτος ρηγματώσεις του Πηλού.