Τρίτη 26 Μαρτίου 2013


Κραυγή ενός οδοιπόρου των Γραμμάτων

Οι λέξεις στρατιωτάκια σε πορεία,

προς άγραν δυσεπίλυτων χρησμών.

Ο θάνατος θε να ρθει εκ δυσμών,

πριν κυλιστεί εταίρα η  μωρία,

 

στις μέρες που ξοδεύτηκαν εις μάτην

δίχως φιλί. Τι ζόφος κοπαδιού;

Ορθός στέκω στον πάτο πηγαδιού,

παλεύοντας φρικτές φιγούρες λάτιν.

 

Δεν έχω πια την ζέση του εφήβου

που μια φορά συνήθιζα. Αισχρά

τα χρόνια μου φερθήκανε. Ζεχρά,

στις ρούγες πως βαστάς του Ροδολίβου;

 

Και γω που τόσο πόθησα στεφάνι

αγκάθια φορτωμένο, πως βαστώ;

Γυμνό τον ένα έχοντας μαστό,

πορεύομαι πηλός μα και μελάνι…

 

 

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013


Μέρες Απληστίας

Κορώσανε οι φούρνοι με κορμιά,

κακότροπων παιδιών. Πιάσε στασίδι…

Τον δίκαιο θυμήσου Αριστείδη

σαν θα βρεθείς γυμνός στην ερημιά.

 

Στου θέρους αντιτάξου την πυγμή

και μοίρασε ομπρέλες στους ξωμάχους.

Δεμένος σταυρωτά πάνω σε βράχους,

άφησε πανωφόρι στην Στιγμή

 

και πορφυρένιο σάνδαλο φωτιά,

να ξεσηκώνει ρούγες και σοκάκια.

Το κώνειο σερβίρουν με παγάκια.

Να ζήσεις, κάμε την αποκοτιά.

 

Καλύτερα ποδάρι μαλθακό

και χτένα ρημαγμένη δίχως δόντια,

στους ήλιους αραχτός μ΄άλλα γερόντια,

παρά στον Άδη άναξ με φακό.

 

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013


Τέλος Εποχής

 

Αποσταμένο το καλοκαίρι,

πάνω στην άμμο δες, γέρνει σαν πρώτα,

σκάλα μεγάλη, όλα τα φώτα.

Ξερό ποτάμι το καλοκαίρι,

πίνει  μια μπύρα τις λύπες να λύσει,

μακριά δύο μέτρα από την βρύση.

Άπιστο πάντα το καλοκαίρι,

της Περσεφόνης πριν κρύψει το πέπλο,

σταυροκοπιέται μπροστά στο τέμπλο.

Κίτρινος κύκνος το καλοκαίρι,

με την πληγή της Παρθένου στα στήθια,

πως να γυρέψει πάλι βοήθεια;

Βαριανασαίνει το καλοκαίρι.

Η ώρα δώδεκα μες τη λιακάδα,

πεθαίνει αντάμα με την Ελλάδα.

 

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013


Κραχ

 

Στις Τράπεζες μοιράζουν κοινωνιά

και κόλλυβα τα Σάββατα, με άχνη.

Σαν σε δαγκάσει χάρτινη αράχνη,

κοντοζυγώνει στραβοτιμονιά.


Μου το χαν πει τσιγγάνες σιγαλά:

<<Τα πλούτια σου στιχάκια μπερδεμένα>>.

Ψηφιδωτό σβησμένο στη Ραβέννα,

την έβγαζα μπορώ να πω καλά,


κρυμμένος στη γωνιά μου σα λεπρός,

μπροστά σ΄ένα γραφείο θυρωρείου.

<<Τον οίκο του Πατρός μου, εμπορίου

οίκον ποιήσατε>>. Χριστός τεφρός.


Μα να που ήρθε η ώρα του χαμού.

Στους ουρανούς κομήτης μέγα Όχι.

Το κράνος μου, τη σπάθη και μια λόγχη,

ρεύματα να διαβώ του ποταμού


κι ας απομείνω λέσι. Τι μ΄αυτό;

Ο τρόμος δεν υπήρξε σύντροφος μου.

Στο σύνορο το άγνωρο του κόσμου,

την κεφαλή θα κύψω στο Γραφτό.

 

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013


Η ζωή μου με την Μαργαρίτα

 

Τα χέρια μου στις τσέπες δυο γροθιές,

πανέτοιμες την μοίρα να χτυπήσουν,

μια και καλή τον γόρδιο να λύσουν,

με σάρκινες του Γάμου μπαλωθιές.

 

Στις Λίμνες περπατώ τις Κυριακές,

πασχίζοντας τα λάδια ν΄αποφύγω.

Πονάει το κεφάλι κάθε λίγο.

Να κόψω πρέπει μάλλον τις ρακές.

 

Υπήρξε ο Πιλάτος; Ποιος θα πει;

Και τι με μέλλει άλλωστε; Τα πλήθη,

απ΄τους Θεούς γυρεύανε τη λήθη.

Των ημερών με σκέπασαν αφροί

 

ανάμικτοι φθηνή αποκοτιά.

Ο Θάνατος σαν άλτης πλησιάζει…

Στης Πλάκας τα στενά γλυκοχαράζει,

ανοίγω τα πνευμόνια στη νοτιά.

 

Από μικρό με τρόμαζαν τα τραμ,

τα χάλκινα, οι σύντομες κηδείες,

οι κόχες των ματιών, φωτοχυσίες,

το φαγωμένο μήλο του Αδάμ.

 

Απάνω στο σκουπόξυλο γυμνή,

τρελά η Μαργαρίτα χαχανίζει,

με σέρνει από την μύτη, ολολύζει,

τον Διάβολο μια βρίζει μια υμνεί.
 

<<Που πάμε Μαργαρίτα; Ποια ποινή

ορίστηκε για μας; Δεν είναι κρίμα,

τόσο νωρίς να κόβεται το νήμα;>>

Του Λωτ μας γνέφει πάντα η γυνή.

 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013


Τρίτη Ηλικία

Οι μέλισσες σκορπίσανε. Κουβέλι ραγισμένο,

στη μαύρη στέκω ερημιά μ΄οχιές καλοσυντρόφια,

Απρίλη-Μάη βρέχομαι  απολησμονημένο,

μα τον Σεπτέμβρη  λούζει με, μια θαλπωρή ατόφια,

 

που κατεβαίνει από τον Νου σαν η Καρδιά διατάζει

για να χυθεί απλόχερα στα ξύλα και τα κάρφια.

Έτσι το θέλησ΄ο Καιρός κι η Μοίρα να ρημάζει

πεντάρφανο το σώμα μου, στου Άδη τα χωράφια.

 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013


Στης γιαγιάς το σπίτι

 

Τη μέρα που σκοτώθηκα, μαδούσανε οι κήποι

και δαγκανιάρικη βροχή στα πλυσταριά χιμούσε,

μέσα στους σταύλους τους χλωροί, εχλιμιντρούσαν ίπποι,

στερνή φωνή, στερνή λαλιά:<< Βιάσου Χριστέ και που σαι;>>

 

Ήταν Σαββάτο των Ψυχών και των Τεφρών Τετάρτη,

σαν πέρασαν τα φορτηγά και τράβηξαν για πέρα,

στη γη που τέμνουν τον καρπό και συγχωρούν τον γδάρτη.

Στην ανοιχτή καρότσα τους πήρα τον πρώτο αγέρα.

 

Τη μέρα που με λιάνισαν, αγέλαστοι ξωμάχοι,

πετούσαν στα νερά γυμνό πέντε μηνών εγγόνι

κι ύστερα ίσα το δρομί μ΄ένα τσαπί στη ράχη,

για την Πατρίδα που φθορά πολύ καταναλώνει.

 

Έτσι τα χρόνια πέρασαν. Καπνός και κατσιφάρα,

πνευμόνια μου κατέλυσαν, ρουθούνι δεν μ΄αφήκαν.

Των Υπογείων χρίστηκα κλησσάρης δίχως τιάρα

κι άξαφνα, πλήθια αστερισμών στους ουρανούς φανήκαν.

 

Μα τι τα θες, μπιζέρισα τη λήθη να γυρίζω

με μια πληγή ερωτική, παράσημο στο στήθος.

Σαρακοστής ξημέρωμα το Σπίτι αντικρίζω,

κάτω απ΄΄το χώμα τ΄άκρατο που σκεπε μέγας λίθος.

 

<<Αγαπημένη μου μορφή, Μητέρα της Μητέρας,

στην λεμονιά στάσου σιμά και στην ιτιά τη μαύρη,

αγκάλη άνοιξε διπλή, του Άλλου Κόσμου γέρας

και δέξου με τρικάταρτο σαν να ΄σουν ντοκ στη Χάβρη>>.

 

 

 

 

 

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013


Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα

 

Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα στο Παγκράτι,

με πιάνουν τραγουδώντας  αγκαζέ.

<<Στα Όπλα σκληροτράχηλε Λαζέ,

τι έχεις μπει στου Διάβολου το μάτι>>.

 

Ο δρόμος κατηφόρι ως το ρέμα.

Τη σάρκα σπρώχνω τσέρκι στον χαμό.

Ποτέ της δεν θα βρει αναπαμό

σ΄αυτήν την ανυπόληπτη Καζέρμα.

 

Σωπαίνει ο Θεός μες το κελί του,

διαβάζει φημερίδα, συναινεί

στου κόσμου την ελπίδα την κενή

και τα κανιά κινεί του Παραλύτου.

 

Σαντόβαγια; Απλά η Ευφρονίου…

Ψαράδικα, γραφεία Τελετών.

Λοξοδρομώ εν μέσω επαιτών,

προς την φρικτή σκηνή του Τελωνείου.

 

Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα στο Παγκράτι,

καβάλα σε ποδήλατο. Αργά

πολύ για την λαλέουσα παγά.

Σκύβω. Στις αλυκές μωρό τ΄ αλάτι.



 

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013


Δεν κράτησαν τα φράγματα

 

Δεν κράτησαν τα φράγματα. Παιδάκι

με φτυάρι σεργιανούσα πλαστικό,

μέσα στο φως το πλέριο τ΄ Αττικό,

και στης αρχαίας πέτρας τη φενάκη.

 

Μαύρο γυαλί, ξαπλώστρα, scotch, ομπρέλα.

Σφύριζε μπάτης κι ήταν δροσερός.

Μπροστά πάντα γαλάζιος ο καιρός,

πίσω πολύ του γήρατος η βδέλλα.

 

Πατούσαν οι Θεοί μες τ΄αλωνάκι,

μαλαγουζιά κερνούσαν τον κιοτή,

ατέλειωτη μου φάνταζε η γιορτή,

φιλόξενο του χάρου το κονάκι.

 

Δεν κράτησαν τα φράγματα. Τι κρίμα;

Γυμνός πώς να βαστάξεις το κακό…

Την άμμο φώτιζα με το φακό,

σαν είδα το στερνό να φτάνει κύμα.