Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

 

ΠΑΡΤΑ ΟΛΑ


Σαν στρόφαρα εκείνο το σβουράκι,

στο πάρκο μπρός στη πόρτα της Ιζόλα,

οι φίλοι με προγκούσαν: «Α ρε Μάκη!

Ποιός είσαι τάχα; Ο Γιός του Πάρτα Όλα;»

 

Μα γύρισε η τύχη... Βάλε ένα.

Κατόπιν βάλε δύο, βάλτε όλοι.

κι εκεί που ήμουν γιός  αλί σ΄έμένα,

κατήντησα του Πάρτα τ΄ανεψώλι.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

 

Το γιαταγάνι

Είπα σε μια μάγισσα, πως με λέγουν Γιάννη.

«Μοίρα σου κυρ-Γιάννο μου, στέκει γιαταγάνι.

Θα το δώκεις άδικα; Θα στο δώκουν άλλοι;

Να μου λείπει Τάταρε με τα σε η αγκάλη…»

 

Πόλεμος δεν γένηκε, μήτε αγριάδες.

Με μιάν άλλη μάγισσα πήγα στους παπάδες.

Κι άνοιξα χασάπικο μόστρα στην πλατεία,

και την πελατεία μου τάγιζα γατία.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

 

Στην Υπόγα



Ο Μαύρος γατοπορπατεί

και μας αρπάει ομάδι,

φροντίζοντας με σάρκες μας,

να συντηρεί σκοτάδι.

 

Μα εγώ με λάμπα τον γελώ,

και με φανό θυέλλης,

και φεύγω τις παγάνες του,

σα λήσταρχος Νταβέλης.

 

Κι άμα μιά μέρα μου σωθεί.

το λάδι και η φλόγα,

κάμνω ατός μου κατοικιά,

τη μαύρη του υπόγα.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

 

Ένας Φίλος με Φ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



Σαν πέθανες σε κλάψανε οι φίλοι,

μα φτύσανε τον κόρφο τους συνάμα,

και μόνο εγώ με τρέμον κάτω αχείλι,

στης  χήρας σου συμπάσχοντας το δράμα,

 

ετάχθηκα στο πόστο σου στρατιώτης,

που η μοίρα τον ωθεί σε πράξεις ήθους,

εσύ του Χάρου αιώνιος  δεσμώτης

εγώ μαλάκτης μάστορας του στήθους.

 

Και είπε η κυρά σου: « Συγκρατήσου!

Αυτό το πάθος σκότωσε τον Γιάννο!

Μη βιάζεσαι με ρέγουλα σου γδύσου!

Ξαπλώσου να σου κάτσω από πάνω!»

 

Σαν πέθανες σε κλάψανε οι φίλοι,

μα τρίτη μέρα ήσουν ξεχασμένος.

Μονάχα εγώ σου άναβα καντήλι,

για χρόνια στο κρεβάτι σου πεσμένος,

 

 

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

 

Επιτάφιος για ένα Φίλο



Νίκο σε κράζανε Περδίκη,

κι άλλοι «Νικάκι» λυγερό,

μα σαν σε κέρδισαν οι Λύκοι,

«τριπλοστριμμένο άντερο».

 


Ρεφραίν

Θα σε ξανάβρω στη Ριτσώνα,

προς την πυρά σου να περνάς,

κάθε μουτζώνοντας πουστρώνα,

εντός ιχθύος Ιωνάς.

 

Βίο ξοδέψαμε του κύνα

σ΄ένα δρομίσκο μυστικό,

εσύ μ΄αγκάθωμα στην σπλήνα,

εγώ με τράκο ψυχικό.

 

Πάντα τον Μάρτη με ρωτούσες:

«Μπαίνει στη κέλα σου άγιο φως;»,

και σου λεγα: «Αν το μετρούσες,

μπόγια σαράντα όλο αφρός…»

 

Τώρα ποιος ξέρει που βαδίζεις,

με ανοιγμένα τα πανώ,

κι ελπίζω να μην με κακίζεις,,

που σε κηδεύω ζωντανό.

 

Το κενό απάνω



Ισορροπείς σ΄ένα σχοινί,

σαράντα μέτρα ύψος,

κι ούτε που σκιάζεσαι λες και

σιμά στην Έλλη Φρίξος.

 

Μα ΄ναι τ΄ απάνω σου κενό,

που κρύβει σημασία,

πράγμα κακό κι ολέθριο,

για την Ακροβασία.