Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

 

Πρωσοχί ο σκίλος δανκόνι

 


Πάνω σε θύρα σιδερόφρακτη,

κάποτε στη παλιά Μεθώνη,

μια πινακίδα ανορθόγραφτη:

ΠΡΩΣΟΧΙ Ο ΣΚΙΛΟΣ ΔΑΝΚΟΝΙ

 

Έσπρωξα και εισήλθα τρέμοντας,

τον σκύλο μην και ανταμώσω,

κι άξαφνα μού κριν΄ένας δαίμονας:

« Από τα δόντια σου ας γλυτώσω…»

 

Μιας κάποιας ηλικίας πια

Δυό γύρες, πόδια μού ΄κοψαν

κι αναπνοή συνάμα,

και βγήκ΄ένα σκατόπαιδο:

«Αυτό κι αν είναι δράμα…

 

Εσέ που αυχένα σήκωνες,

τσιγάρο Μετς-Χασάνι,

έφτασ΄η ώρα κι η στιγμή,

χελώνα να σε κλάνει».

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

 

Το  ξύλινο πορτί

Το ξύλινο ηχάς πορτί,

κι η μάνα σου σε κρένει,

από του Άδη τη μονιά:

«Κλωστίτσα που σε δένει,

 

με της ζωής τη θερμασιά,

μη κόψεις σπλάχνο ακόμα,

ότι πικρός ο θάνατος,

βαρύ πολύ το χώμα.

 

Το ξέρω πως μπιζέρισες,

να καρτεράς τη μέρα,

που θα σου δώκει μια χαρά.

Μα η μέρα δίχως χέρα,

 

ποτές δε φέρνει τίποτα.

Στην έλλειψη αρκέσου…

Κάμε καρδιά, στο μεσιανό

κατάρτι βάλε δέσου».

 

Το ξύλινο ηχάς πορτί,

κι η μάν΄αποθαμένη

είκοσι χρόνους σου μιλεί,

σάμπως εκεί να μένει.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

 

Ένα κορίτσι

Ήσουν σε μια χωμάτινη αλάνα,

ένα κορίτσι με ποδιά και τσάντα,

που τρέχοντας λαφίνα προς τη μάνα,

χρόνια ζαλώθηκε ξάφνου σαράντα.

 

Σκύψε χλωμή μου  φίλη,

νερό που δεν θολώνει,

να πιεις εδώ κρυφά,

που ο θάνατος ζαρώνει.

 

Ήσουν σε μιαν αυλή παλιού σχολείου,

με δυο σου φιλενάδες και σχοινάκι,

και τώρα κάποιου δαίμονα γελοίου

το άθυρμα, ξορκίζεις την φενάκη.

 

«Και βήμα πρόσθες»

«Και βήμα πρόσθες» νεύαν οι παλιοί,

μανάδες-πατεράδες με μασέλα,

σαν δίνανε κοντούτσικο σπαθί,

του νιού που΄χε τον πούτσο του Τζαβέλλα.

 

Δεν φτάνει δα ένα όπλο…Και ψυχή

χρειάζεται και μάτι να γυαλίζει,

προπάντων ένα κέρας να ηχεί,

από πλατεία Βάθη μέχρι Γκύζη.

 

Και τώρα εσύ ο δειλός ζητάς παρά,

φρεγάτες να ψουνίσεις, αεροπλάνα.

Πώς γι΄άλλους ΄ξήγα  χέστη, φουκαρά,

έφτανε το δικέλι κι η  τσουγκράνα;

 

«Και βήμα πρόσθες» κι άϊντες να σε ιδώ,

που γένηκες περίγελο των πάντων,

ξεχνώντας ποιοί γεννήθηκαν εδώ,

σε τούτο το  φυτώριο γιγάντων.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

 

Απόψε

Απόψε, το σκοτάδι δεν μ΄αγγίζει

σαν άλλοτε. Ωρίμασ’ ο καιρός,

και φώτα πιά διακρίνω νοερώς,

μ΄αυτό το μάτι που εντός μου ορθρίζει.

 

Μα τέτοια φώτα είν΄για τόσο λίγο,

όσο αστέρι που κουτρουβαλεί,

άπ΄του ουρανού απάνω το χαλί,

ως των νεκρών τα μνήματα στον Πύργο

 

Ηλείας. Το σκοτάδι δεν μ΄αγγίζει,

λες και να κλήρωσε κάπου αλλού,

όπως στα παρακάλια ενός σαλού,

για μια μερίδα σκάρτη μαύρο ρύζι.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

 

Ο Χριστός σταμάτησε στο «Έμπασσυ»

Ο Χριστός ρέστος σταμάτησε στο «Έμπασσυ»,

ψαχουλεύοντας ψιλά μέσ΄απ΄την τσέπη

του τεφρού παλτού του και με φουλ την  ένταση,

«Ταξιθέτη» είπε « άκου, δίχως σκέπη

 

κι αγκαλιά, βάρος της γης πάντα τριγύριζα,

δω κι εκεί στην ακυβέρνητη Αθήνα,

ποιητή των Εξαρχείων κάποιον θύμιζα,

τι μου κράζαν «γεια σου Δάγλα» τέρμα Σίνα.

 

Μα βιοτή μου όλη στέκει πούρα Ποίηση…

Δυό ελιές, μια οκά κρασάκι, λίγη φούμα,

με κρατούνε βέρστια πέντε από την οίηση,

προσκεφάλι του που είχε ο  Μοντεζούμα.

 

Έτσι λέγω και συγχώρα μου την έπαρση,

πλην φακό σου άναψε μου στα ερέβη».

Ο Χριστός ρέστος σταμάτησε στο «Έμπασσυ»,

λίγο πριν στα Γιεροσόλυμα ανέβει.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

 

Η Χορηγία

«Ημιτελής» του Σούμπερτ… Κατηφής,

την ίδια πάντα πιάνω εφημερίδα,

για να διαβάσω νέα μιας σκυφτής,

πατρίδας που δεν θέλησε πυξίδα.

 

Ο κόσμος λύχνος είναι πια σβυστός.

(Βρυκόλακες ψωνίζουν στις εκπτώσεις).

Μπροστά μου τώρα υψώνεται ιστός.

Μιά πτώση ακόμα μες σε τόσες πτώσεις.

 

Στο τέλος, χορηγία του youporn,

στους θεατές σακούλι με ποπ-κορν!

 

Ο Παλιόφιλος

                             στον κ. Νίκο Περδίκη


Δίχως καπίκι μια βραδιά κουτσαύλισα θλιμμένος,

από της Τούμπας τα στενά ως την Καλαμαριά,

παλιόφιλο γυρεύοντας, ένα σκυλί λιμένος,

που δεν δυνήθηκε κανείς να βάλει λαιμαριά.

 

Τις αγορές αλώνισα, τα ντοκ, τα καφενεία,

τον χάλεψα στις εκκλησιές, σε οίκους ανοχής,

πάνω στων άστρων το γιαπί, στη  φοβερή πενία

των στίχων μου που μούσκευε η λύσσα μιας βροχής.

 

Και δεν θυμότανε κανείς εκείνον τον αλήτη,

που κάποτε τη νιότη μου σημάδεψε βαθιά

με την βαρβάτη πένα του, τον σιόρ τον Ψυχοζήτη,

τον τσιρκολάνο που φωτιές κατάπινε, σπαθιά.

 

Μόνο παιδάκι μιά σταλιά με του σχολειού τη σάκα,

στις ρούγες που ξεχάστηκε να παίζει το κρυφτό,

στρέφοντας «Θειό,» με πρόγκηξε «χρόνια πολλά στη φάκα

περάσανε, που σου ΄μαθαν τον βίο τον σκυφτό.

 

 

 

Και να ξεμάθεις δύσκολο. Ο φίλος  δεν σε σώζει,

γιατί καιρός που μίσεψε και δεν υπάρχει πιά.

Άκου βραχνό  τον κόρακα που για τα σένα κρώζει,

δυσοίωνα μέσ΄ στων  σταυρών  τ΄ασάλευτα  κηπιά;» 

 

Τον γνώρισα τον φίλο μου, ας ήταν και παιδάκι,

και πέφτοντας στα γόνατα για να τον ασπαστώ,

σαν άγγελος φτερούγισε προς το Καραμπουρνάκι,

αφήνοντας την σάκα του την τρύπια να βαστώ.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

 

Εμμ. Μπενάκη  9  29 post Covid

Έσπερνες σύννους με γερμένο το κορμί,

Μαυροκορδάτο, Σαμουήλ και Πήλιο Γούση,

ψάχνοντας λύχνο να φωτίσεις την ωμή

Πραγματικότητα που κόμιζε το πούσι.

 

Και μόνο εγώ, ένα  χωράφι ξερικό,

αγορασμένο δυό παράδες μια Τετάρτη,

χάλευα λίγο από τη Γνώση μερτικό,

που θε να ΄ρχόταν με του Μπότσαρη το άτι.

 

Κοντά σου Φίλε ήταν πάντα λες γιορτή,

γιορτή θλιμμένη, ένα Πάσχα δίχως έρμα,

με πυροτέχνημα που σκάει στην αορτή,

σμπαράλι κάμνοντας του Τσώρτση την καζέρμα.

 

Έσπερνες γράφω, μα η  μελάνη μου νερό,

 αφορεσμένη  να μην πιάνει την ουσία,

το παραμύθι τώρα πλάθει του Περώ,

σα καταπότι  στη  βαριά σου απουσία.