Επετειακό
-Για να σας λεφτερώσουμε,
φιλιώσαμε με Χάρο!
-Προς τούτο και ημείς την σκορδαλιά,
τρώμε με μπακαλιάρο!
Με Υπεύθυνη Δήλωση Ν. 105
-Ποιος κρατούσε το σπαθί, ποιος το καριοφίλι;
-Οχληρά φαντάσματα μιας νυχτιάς Μαρτιού,
που τις τσότρες έχυναν με το χαμομήλι,
φανερώνοντας πληγές προσκυνοχαρτιού.
Οι πολλοί τον ήρωα δεν τον συμπονάνε…
Κόβουνε τη χέρα του, στέλνουν του Πασά
παστωμένη κεφαλή. Τον προγκάνε: «Νάνε,
ζορμπαλίκια σου αλλού και καλά κρασά».
-Ποιος μιλούσε στις καρδιές, ποιος σαν τον Προφήτη,
την ημέρα δήλωνε που θα λυτρωθεί
ένα Έθνος και θα μπει πάλι σε μια κοίτη;
-Στο Μανιάκι του
΄μελε νιός να σκοτωθεί!
Από τα φαντάσματα κι από τους Προφήτες,
διάλεξα με τους πολλούς να βροντοφωνώ,
νάνο κάθε ήρωα, και να τρώγω πίτες,
απ΄το να σκοτώνομαι για τον εγγονό.
Ο Νίπτων
Κράτησα στα
χέρια μου το τεφρό λαγήνι
κι έδωσα
στον Πραίτορα ύδωρ να πλυθεί,
τη μισή
φορτώνοντας πάνω μου ευθύνη,
από κάποιο
έγκλημα που ΄χε πια κριθεί.
Τα σβησμένα
μάτια του πέφτανε στο χώμα,
που το αίμα
ζύμωνε χάσικο ψωμί.
«Πάρε
ασβέστη» του ΄κρινα «λάβε και τη γόμα,
της Αλήθειας
τ΄άχραντο τι φελά κορμί;»
«Τ΄όνειρο
αλίμονο θε να γένει Μύθος…
Της
γυναίκας ποιος μπορεί, λάθος να της βρει;»
Χτύπησε με
το ζερβί το δασύ του στήθος,
λίγο σα να
δάκρυσε, μα δεν είπε γρυ.
Αχ! φεγγάρι
σκάλωσες στο λαιμό της νύχτας,
και μονάχο
μ΄άφησες μέσα στις ελιές.
Από πάνω
ακούστηκε του Θεού ο βήχας,
και με μιας
αυτόματος έπεσε ο ρελές.
Το παράξενο
στρατί
Τι
παράξενο στρατί πήρ΄αθέλητα μου,
τους
προγόνους θάβοντας σε γηροκομειό,
σα τυφλός
μικρέμπορας, σα σκορπιός της άμμου,
Έλληνας
που Φράγκα γη θέλησε Ρωμιό;
Λόγια
μου τα χάραξα στα πλευρά του Μάρτη,
με ξινάρι
γύφτικο κι ένα δειλινό,
κίνησα
για Κόρινθο, Τρίπολη και Σπάρτη,
μια χλαμύδα
κόκκινη, θάμπος προτινό.
Στον
Ισθμό με γιούχαραν κάτι καλοπαίδια,
και στ΄Ανάπλι τζόγια μου, δώρο κουμπουριά,
Καλαμάτα
και Νησί παλιοτενεκέδια,
η Πατρίς
μ΄αντάμειψε τίγκα στη σκουριά.
Τι
παράξενο στρατί πήρα και τι δρόμο,
ένας
γερο-πρόσφυγας δίχως Παναγιά,
που τρομάζουν
οι Τρανοί με τον Αστυνόμο,
το
ραγιά να νέμονται δυό φορές ραγιά;
Η ξύλινη πόρτα
που την σκουντάς και μπαίνεις,
μαντήλι σειώντας μελανό,
στο παν και ξεμακραίνεις.
Και πια δεν έχεις όνομα,
και πιλαλάς Κανένας,
από τα Κάτω Σόδομα,
στα Γόμορρα της βλέννας.
Και ψάχνοντας Παράδεισο,
και όμμα του Κυρίου,
πάντα μπροστά σου άβυσσος,
και φούρκα του δημίου.
Είναι μια πόρτα ξύλινη,
που σαν την δεις κρατήσου,
προσφέροντας την πύρινη
ψυχή σου του Διονύσου.
Του
χαλασμού η ώρα
Του χαλασμού η ώρα λες πως φτάνει…
«Το
Στρόμπολι καπνίζει αβέρτα πούρα».
Σε
κάποιον που δεν θέλει να γεράσει
μιλάς, στον
πρωτοξάδελφο του Γκούρα,
που
βάσταξε να ζήσει με το στίγμα,
σε μιαν
Αθήνα κούφια, δίχως φρένα.
Μάθε
λοιπόν πως χαίρομαι το ρήγμα,
το ρήγμα
που θα φέρει πάλι γέννα.
Κυριακή
με τον φωνογράφο
Κυριακή απόγευμα μ΄ένα φωνογράφο,
έστησα μνημόσυνο
δίχως αφορμή,
΄σορροπώντας
γι΄άλλη μια, πάνω από τον τάφο,
που μια
μέρα θα ΄μπαινε τ΄άκληρο κορμί.
Και
πατούσαν πλάγι μου δέκα μαυροφόρες,
κοπελούδες
ούλες τους που΄χα μια φορά,
Κατερίνες
όμορφες και ναζιάρες Δώρες,
θύματα μιας
Άνοιξης, Πασχαλιάς βορά.
Γύρισα το
πρόσωπο… Πάντα με πονούσε,
η θωριά του έρωτα, το χυτό μαλλί,
το
γραμμένο στόμα τους που άκαιρα ρωτούσε,
πόσα
μύρια κύματα για το Αϊβαλί;
Κυριακή
απόγευμα έσπασα τις πλάκες,
κι άνοιξα
παράθυρο κόντρα στον Βοριά.
Κάπου έξω
μακριά, δέκα σάπιες βάρκες,
βύθιζαν τις
πλώρες τους ήδη μια οργιά.