Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015


Η Κλήτευση

Λογαριασμούς θα κλείσω με τ΄Απόλυτο
και με τις Συμπληγάδες του Αοράτου.
Αστέρι πρωινό ακριβοθώρητο,
δεξαμενή και σίγκλα εσύ του τράτου,

την μια στιγμή στις φτέρνες μου Ερμόφτερα,
την άλλη τρίτο πόδι να στηρίζω,
των γεραμάτων τα βαριά ελικόπτερα.
«Ω Πάτερ», ασυναίσθητα βαβίζω.

Μ΄ένα κρασί ραντίζω τις σαρδόνιες
αποσκευές, της σάρκας τις κυβείες.
Προσπάθειες στο βρόντο εναγώνιες
και ψύχρα στις παλιές φωτογραφίες

του Διγενή που θέλησε την ύφεση,
ξεχνώντας ένα κάρο υποσχέσεις.
Ως καταιγίς επέρχεται η κλήτευση.
«Χαρείτε σωθικά μου ταλαντεύσεις».

 

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015


Καθώς παραμιλώ

 
«Τα χρόνια μου κρεμάσανε κουδούνια
και μ΄έστειλαν στις ρούγες τρωγλοδύτη.
Που πήγε η παλιά μου εκείνη μύτη,
τώρα που τα συντρόφια μου γουρούνια;

Που λάκισε το κάλλος του προσώπου,
αφήνοντας τιμόνι στις ρυτίδες;
Πως γένηκαν παλιόγριες οι Ατθίδες,
χαρά που μια φορά ήσαν του τόπου;

Ο δρόμος σκολιός, σκυλιά λυμένα
δαγκώνουν με.(Το ούστ δεν τα τρομάζει).
Νερόζουμο το αίμα πώς να βράσει,
στα φλεβοτούνελ μέσα τα ηττημένα;

Καιρός μου να του δίνω. Απομένει
ο ψόφος των χωμάτωνε στα ξύλα.
Η μοίρα των Ανθρώπων σαν τα φύλλα.
Στο τέλος Βελζεβούλ όλα τα παίρνει».

 

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015


Ισχνό Αστέρι

Ισχνό αστέρι έχε γεια μισεύω γι άλλο τόπο,
κρατώντας το παράρτημα μιας θέλησης λειψής.
Φεύγω μακριά γυρεύοντας τον γερό-Ξυλοκόπο,
που στέκεται στο βάθρο του στυγνός κι αιμοδιψής.

Ο κόσμος δεν με γέλασε με τα καμώματα του.
Η γλύκα του περαστική, τα πάθια του σωρός.
Ολάκερη λοιπόν ζωή φρουρός στη Μομφεράτου,
για να χυθεί στις φλέβες μου δυό κυβικά ορός.

Ισχνό αστέρι χαιρετώ και με λευκό καπέλο,
σιγά σιγά ο τάλας ΄γω τραβώ ανηφοριά.
Από τα παιδικάτα μου τις σοκολάτες «ΜΕΛΟ»
κι εκείνη τη μαθητική Φλώρινα-Καστοριά.

Καμιά μετάνοια. Μια χαρά μου πάγει το ταξίδι.
Από σκοτάδι κίνησα, σκοτάδι περπατώ.
Κάπου για με θε να βρεθεί σπασμένο ένα στασίδι,
και μια μποτίλια κόκκινο πέντε χρονώ Chateau.

 

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015


Σαλό Ρολόγι
 

Σαλό ρολόγι έβηξε πνιχτά το μεσονύχτι,
σα με μια πένα κούρδιζε τη λα ο μπουζουξής.
Είχα την πρώτη μου ζωή πιασμένη σ΄ένα δίχτυ,
πάντα μπροστά ο μαχητής μιας φάλαγγας λοξής.

Γαυγίζανε ημίαιμοι σ΄αυλές και σε καντόνια
κι οι πόρνες την πραμάτεια τους πουλούσαν μετρητοίς.
Μήνες ανυπεράσπιστος χωρίς τα χελιδόνια
και τις χαρές τις κίβδηλες που σέρνει ο Ποιητής,

μέχρι να φτάσει ο καιρός να πάρουν μπρος τα τόπια,
να γκρεμιστούν οι κίονες των σάπιων εμμονών.
Αφού μηδέν και τίποτα ενέσεις και σιρόπια,
τις συρραφές φασματικών ξεκίνησα οστών.

Σαλό ρολόγι χτύπησε ανάποδα τις ώρες
κι εγώ δεμένος με λουριά τραβώντας για χαμό,
στερνό το γεια ξαπόστειλα στις δόλιες μαυροφόρες,
σφυρίζοντας στους Σταυρωτές μοτέτα του Ραμώ.

 

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015


Σαν Επίλογος
 
Γεννήθηκα μια Κυριακή στης Άνοιξης το έμπα,
σε περιβόλι του Σιοράν κατάσπαρτο κορμί.
Ο λώρος ο ομφάλιος πίσω γραμμή στη πλέμπα,
με γκάζι κυκλοδίωκτο και πόθων στροφορμή.

Πατέρας μου το σύννεφο που μαύρο ταξιδεύει,
σε λάθος πάντα ουρανό γυρεύοντας Φυλή.
Αλλοίμονο, μητέρα μου η σφαίρα που λαθεύει
κι αντίς το κέντρο της καρδιάς, τους τοίχους απειλεί.

Πως έζησα μονόχνοτα, χωριάτης με χλαμύδα,
ανάμεσα σ΄αγάλματα σπασμένα και λερά;
Οι φίλοι μου με μάλωναν τι ξέσφιγγη μια βίδα
απάνω μου κι εγώ σκαρί σε άγνωστα νερά.

Γεννήθηκα μια Κυριακή του Μάρτη στα Σεπόλια,
βατεύοντας του τάφου μου γενναία την σχισμή.
Λιμένες δεν υπάρχουνε για με κι αραξοβόλια,
παρά πελάγη φονικά και καταρτιών τριγμοί.

 

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015


Το Φάσμα

Ευτύχησα ν΄αγγίξω ουρανό,
με νέφη σπιλωμένο βροχοφόρα.
Οι Μάγοι αποκρύβοντας τα Δώρα,
κομίσανε στη θέση τους σανό.

Θλιμμένα καφενεία λαϊκά,
από Ρηγάδες βρίθουν και Βαλέδες.
Το στόμα μου κατάλερο καφέδες,
κανοναρχεί λογάκια Ορφικά.

Και κάθε που φωτίζει Κυριακή,
το φάσμα του πατρός μου παίρνει σχήμα:
«Παράτησε το σάρκινο το ντύμα.
Λαλίστατοι -Αμλέττο- Ψιττακοί,

σε δώσανε αρρώστιες παιδικές,
σε δίδαξαν στραβά την Αλφαβήτα.
Ονόμασε αδέρφι σου την ήττα
και μαρς προς διαβάσεις Αλπικές».

 

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015


Το Κοριτσάκι Με Τα Σπίρτα

 
Στο φως που χαμηλώνει αντιστέκομαι.
(Ίδε το κοριτσάκι με τα σπίρτα).
Της νόνας μου τη θέρμη ονειρεύομαι,
να με ταγίζει κάστανα και μύρτα.

Ποτέ μου δεν κρυώνω. Τα κατάφερα,
οι θλίψες να λογιάζονται αχτίδες.
Βαρδάρης και Θρακιάς φυσάνε άσφαιρα.
Πληγώνεται το πνεύμα από ακίδες;

Φθαρμένο πανωφόρι και ακούμπωτο,
κασκόλ στραβοδεμένο ν΄ανεμίζει,
στο χέρι πλαστικό με χύμα ηδύποτο,
Επίκουρος κερνά, Αυτός γεμίζει.

Στο φως που χαμηλώνει σου ορκίζομαι
και στου γερό-Σκαρίμπα τη Χαλκίδα,
όσο με μαργωμένα χαριεντίζομαι,
Θα βρίσκεται για μένα μια πατρίδα.

 

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015


Ο Σταθμός

 
Αργόσυρτα βαγόνια στη βροχή,
μιας άλλης εποχής το εκδορείο.
Εδώ στων στεναγμών το θυρωρείο,
στοχάζομαι το πυρ ανακωχή

κι η σκάλα ένα τρικ του Ιακώβ,
να σέρνει τον κοσμάκη απ’ τη μύτη.
Αμόλυντη κι αν κράτησα τη κοίτη,
το γέρας μια απόχρωση του μωβ.

Δεν έχω περιθώρια. Κενό
τις πράξεις μου τυλίγει με σεντόνι,
αφήνοντας τραγούδια για το χιόνι,
να σήπονται στης Κίρκης το στενό.

Αργόσυρτα βαγόνια κι ο σταθμός
με το παλιό ρολόι σε κορνίζα.
Κάτω απ΄των Μοιραίων τη μαρκίζα,
γελώ κι είναι το γέλιο μου κλαυθμός.

 

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015


Φθηνή κολόνια

 
Τα μυστικά περάσματα με πρόδωσαν.
(Παγάνα εκεί, Αθάνατοι λιπαίνουν).
Οι χθαμαλές ελπίδες μου δεν πρόκοψαν
κι από τ΄απερασμένα παρασέρνουν,

αντί ψυχή πωρόλιθους, ελάσματα
και μαργωμένα κύμβαλα του τρόμου.
Πως σβήσανε Καλή τα ωραία άσματα,
μαζί με τα γκλιν-γκλιν του ταχυδρόμου;

Τσιγάρα που καπνίσαμε στα ρέματα
μοιράδι, αγκαλιάσματα στα πάρκα.
Του Ρίτσου θα ΄ταν μάλλον τα λαγγέματα
και του καμπούρη Ανδρέα η τρύπια βάρκα.

Χρονιές προσκολλημένος σ΄ένα μύθευμα,
το θύμα κολασμένης καταφρόνιας,
στοχάζομαι πικρά το διακύβευμα,
εκείνης της φθηνής «ΜΥΡΤΩ» κολόνιας.

 

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015


Μέρες του 2015

Ολάκερη σκηνή σα Ψυχοσάββατο
και σα Παρασκευή πάντα Μεγάλη.
Στης προσμονής ανάσκελα τον κράββατο,
δεν θέλησα, δεν σήκωσα κεφάλι.

Παντζούρια διπλοσφράγιστα την Άνοιξη,
το τζάκι θέρο-τρύγο φουντωμένο.
Την γνώριζα νεράκι την κατάληξη,
γι αυτό το στόμα βάσταγα ραμμένο.

Χυδαίοι προβολείς με συναρπάζανε,
στου Άμλετ το μονόλογο Δευτέρες.
Τα νιάτα μου βοριά λυσσάρη μπάζανε,
ομίχλες λιμανιών, σκυλιά, εταίρες.

Και μια Τετάρτη πάνω στα ικριώματα,
ασύγγνωστα μνημόνευσα Τσιτσάνη.
Πουρνό-πουρνό μ΄αδάκρυτα τα όμματα,
χαλεύαν οι  θαφτάδες κάποιον Γιάννη.

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015


Βαρβάκειος 15

Από νωρίς στης Αγοράς τον τρύπιο πάγκο,
μ΄ένα ζεϊμπέκικο να γλύφει τις πληγές,
ακούω κάποιον να μου κράζει: «Α ρε Γιάγκο,
μούρη χωμένη τι βαστάζεις στις Πηγές;

Στο γιούκο πίλο και παλτό. Τρίβωνα πάντα.
Σανδάλια των Προγόνων, πως και πορπατάς;
Όσο και να οργώνεις Θιάκι με το Lada,
για τους Μνηστήρες θα ΄σαι πάντα κερατάς».

Γυρνώ το μάτι πάνω του, πόσο μου μοιάζει;
Ξένος κι αυτός καθώς κι εγώ μες στη ζωή.
«Ράψε το φίλε, τέτοιο λάλημα χαλάζι,
μου καταστρέφει σώμα, νου και συλλοή.

Άσε για πάρτη μου να πλέκω παραμύθι.
Δεν σου απλώνω χέρι. Βάρδα δανεικά.
Γίνε σκληρός, πες με σαλό, ντιπ κουτορνίθι.
Εγώ πλασμένος μ΄άλλης τάξης υλικά».

 

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015


Μια Παναγιά
 

Μια Παναγιά, μια κόρη Τρωαδίτισσα,
σε χιόνι μαύρο είχα παραχώσει.
Βδομάδες των Παθών καλά την σίτιζα,
από χαρές του βίου ν΄αναρρώσει.

Γεράκι λιμασμένο την κατόπτευε,
στα σπλάχνα της γυρεύοντας πατρίδα.
Αυτή χωρίς σουρντίνα το κορόιδευε:
«Ανίερο φτερό, μισή μερίδα».

Και μια Παρασκευή κατά τ΄απόγευμα:
«Εσύ και Μιθριδάτης και φαρμάκι,
του Δελφικού του Τόπου το εκπόρευμα,
όλο γκρεμίλα, σάρα και χαντάκι».

Μια Παναγιά, μια μήτρα εναρμόνια
στα μάτια μου μπροστά πήρε να στάζει
υγρά σαν μπαταρία Αραγκόνια,
μουλιάζοντας τις στέγες στο Μπουρνάζι.

 

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015


Τα Λόγια Μου
 
Τα λόγια μου πικρότατα σα φάρμακο,
δεν βρίσκουν σωθικά να ταξιδέψουν.
Στο πληθυσμό προσέτρεξα τον άμαχο,
ελπίζοντας οι στίχοι μου ν΄αντέξουν.

Ένας ακόμα Δάντης τι χρειάζεται;
(Η Κόλαση σε σχήμα τώρα τσέπης,
από ψυχές ανώνυμες χειμάζεται).
Προς μυστικούς λειμώνες όταν ρέπεις,

της Γάνδης σταυροδρόμια δεν σε θέλγουνε,
μήτε της Βρύγης βρώμικα κανάλια.
Τζιτζίκια προσευχούλες μόνο λέγουνε:
«Δεν ζει και ζει» και δώστου μαδριγάλια.

Τα λόγια μου χειμώνος εξαρτήματα,
γυρεύοντας κουβέρτα στα Σεπόλια,
της Λίμνης θα μετρήσουνε τα κύματα,
με των Λιποβαρών τα παρασόλια.

 

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015


Το Κουτί Με Τις Ερωτήσεις

Στερεύουν τα ποτάμια; Τι θαρρείς;
Οι θάλασσες μαντρώνονται με σύρμα;
Ποιος στέκεται ορθός μπροστά στο κύμα;
Ποιος φεύγει απ΄τη ζωή περιχαρής;

Κατέχει αντικλείδι ο καιρός;
Τα νιάτα πυροτέχνημα, κροτίδα;
Ο Κύκνος θα μου πεις χωρίς την Λήδα,
σα βάτραχος δυσώδης και λερός.

Τι θέλουν τα παιδιά στις Αγορές;
Οι Έλληνες τι ψάχνουν στα Λονδίνα;
Για κάποιον που συνήθισε στη πείνα,
τα ρεβεγιόν συνήθειες μωρές.

Ποιος είναι που στα σπλάχνα μου μιλά,
το ίδιο τσαμπουνώντας παραμύθι;
Ας είναι… Το κουκί και το ρεβύθι,
βοηθούν στο να μη βάζουμε κιλά.

 

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015


Βοριά πικρέ

 
Βοριά πικρέ Απρίλη πως και φύσηξες,
παγώνοντας τ΄αρνάκια στο μαχαίρι
απάνω; Νου, ψυχή, σάβανα τύλιξες,
και λάκισες φονιάς προς την Ταγγέρη.

Εγώ ένα παιδί πολλά μυγιάγγιχτο,
στις διάτες σου αφέθηκα με ζήλο.
Το τρίτο μου το μάτι πάντα ορθάνοιχτο,
χωρίς ντροπή κατόπτευε για φίλο.

Περίμενα χειμώνα τα μηνύματα.
Με γέλασες. Εφάνης πριν το θέρος.
Τι γύρευα μαθές μέσα στα μνήματα,
αντί στους ουρανούς τρελοκαμπέρος;

Βοριά πικρέ τα πάντα χιονοσκέπασες.
Κάλλιο και με να είχες ξεπαστρέψει.
Ζήση νωρίς γιατί με περιγέλασες
και μ΄έχεις πριν την ώρα έτσι ρέψει;