Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014


Η Γιορτή

Σε μια γιορτή με κίβδηλα νομίσματα,
πρώτη σειρά χτυπήσαμε τραπέζι.
Η Πλάση; Στα παλιά μας υποδήματα…
Ξεκλέβαμε γαλήνη απ΄τον Βενέζη.

Δέκα νομάτοι, δέκα διακονιάρηδες
εμείς και πέντε όργανα  στο πάλκο
και για να μην μας πούνε φοβητσιάρηδες,
στους Τριβαλλούς κηρύξαμε εμπάργκο.

Σε μια γιορτή χωρέσαμε Νεκρόδειπνο
και ήπιαμε μηλόκρασο εις μνήμην.
Βαριεστημένος μες στον Βυσσινόκηπο,
ο θείος- Βάνιας δίκαζε ερήμην.

Πως γένηκε λοιπόν και δυστροπήσαμε,
γυρεύοντας επίμονα τα ρέστα;
Αλλοίμονο στα φέρετρα ξυπνήσαμε,
σαν είχε πια τελέψει η φιέστα.

 

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014


Κανόνες Στιχουργικής Τέχνης

Λιβανωτούς δεν έστερξα, προτίμησα
του βόγκου το απέθαντο, τον «Ξένο».
Της μάνας μου την μήτρα σαν βλαστήμησα,
το ρήμα μου φορτώσανε «χωλαίνω».

Ένα παιδί μονάχο μες στα πτώματα
των στίχων, πανιασμένο από φόβο,
δεν τόλμησα, δεν ύψωσα τα όμματα.
Τις φλέβες μου συνέχισα να κόβω,

με τον σουγιά της λύμης τον αγιάτρευτο,
την σπάθα ερμαφρόδιτων Αγίων.
«Το κήτος Ιωνά σκούντα τ΄ασάλευτο,
στου Γιεχωβά ομνύοντας το πύον».

Λιβανωτούς εγώ δεν αξιώθηκα,
μόνο κλωτσιές και τράβηγμα ωτίου.
Δεκάχρονος, (το μάθατε;) σκοτώθηκα,
Τετάρτη ψευδομάρτυρος Φωτίου.

 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014


Πεσσόα, σαράντα ώρες πριν
 
Ποιος της ζωής μου έκοψε την άγκυρα
και προς τα βράχια σούμπιτος παγαίνω;
Το πεπρωμένο γαϊδουριώνε άχυρα,
γι΄ αυτό πεισματικά μαθές σωπαίνω.

Οι λέξεις πια δεν έχουνε υπόσταση.
(Ένα πουκαμισάκι στον Βαρδάρη).
Τώρα μετρώ των κήπων την υπόταση,
αφήνοντας τη φούσκα στο φεγγάρι.

Ποιος αγρικά το θρόισμα του σάβανου,
σαράντα ώρες πριν απ΄την κηδεία
και στέλνει χαιρετίσματα του πλάτανου;
(Να προκαλεί ο στίχος θυμηδία).

Αλλοίμονο, λαχνός μου η κατάθλιψη
και χύμα τετραπέρατος χειμώνας.
Και δεν θα κουραστώ στην επανάληψη:
«Εδώ Πεσσόα, τέκνο Λισσαβόνας».

Στον Καφενέ
 
 
Στον καφενέ «Νεκράσωφ» ξεροβήχοντας,
ο Θάνατος διαβάζει εφημερίδα:
«Ο Εκλεγμένος χαίρε και ο Λήγοντας.
Oπίσω σου θνητέ κάθε φροντίδα.

Παντού χιονιάς. Με τσάι και φασκόμηλο,
πως να σταθείς ορθός να πολεμήσεις;»
«Μες στων ανθρώπων βρέθηκα τον όμιλο
και διόλου δεν γυρεύω εξηγήσεις.

Εγώ από μεριά μου απαρνήθηκα,
τη γλύκα που μερίζει το κισμέτι.
Σαν τον Χριστό μια Πέμπτη διατρήθηκα,
να βρει οδό πλατιά το  κασαβέτι».

Στο καφενέ ξεχύνεται τ΄απόβραδο.
(Δυο τρεις θαμώνες, μούμιες στα παλτά τους).
Ο Θάνατος μουγκρίζει: «Γιάννη,  όρα εδώ
την αγγελία. Ψάχνουν για Πιλάτους».

 

Philomena
 

Αφροντυμένη κόρη Συβαρίτισσα,
απ΄το τσαρδί μου πέρασε μια νύχτα.
Στην κάλπη της, το ίδιο κόμμα ψήφισα,
που ψήφιζε κι ο σκύλος που αλύχτα.

Δεν είχα περιθώρια για ποίηση,
πλην βρήκα παραμύθι, καντιοφράσεις.
Κόντρα ρελάνς, πατέντα και προσποίηση:
«Σιμά μου Philomena ν’απαγκιάσεις».

Χρόνια πολλά βουρκόψαρα καρβούνιαζε,
απάνω στα χειλάκια της αγάπης.
Τώρα γατούλα μερωμένη κούρνιαζε,
μα ήμουν ορκισμένος πια χασάπης.

Ξεγυμνωμένος άνοιξα παράθυρα
βογκώντας: « Καλώς όρισες χειμώνα».
Αυτή μια εν δυνάμει Δηιάνειρα,
εγώ νταβάς ο πρώτος στην Αγκώνα.

 

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014


ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΗΜΕΡΑ

                      (Μνήμη Γιώργου Μακρή)
 
Λημέρι που, στις σάπιες λιμνοθάλασσες,
απάγκιο και γωνιά να ξαποστάσω;
Τριγύρω γαυριασμένες τόσες άνασσες,
μα κέρδος μου μηδέν, πάντα στον άσσο.

Τέτοια ζωή νισάφι, την βαρέθηκα.
(Η Χώρα γαργαλίζει τον Τυφώνα).
Χωρίς αιτία Dean και εξεγέρθηκα,
κατά της συνοχής του Παρθενώνα.

Μαντρί ερημωμένο στους Αντίποδες,
χωράφι οργωμένο με την σπάθα
εγώ. Σιμά μου, στράβακες Οιδίποδες
και των Ευμολπιδών η κατακάθα.

Σηκώνω το κεφάλι. Δεν ανέχομαι,
τη θλίψη που τυλίγει με σαν γύψος.
Προς την ταράτσα κλίμακες ανέρχομαι,
την  Πλάση να προγκήξω από ύψος.

 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014


ΜΙΚΡΗ ΒΕΝΕΤΙΑ
 
Σεβαστιανού, στων Σκύλων το παράπηγμα,
πρωτόγαλα σε ραγισμένο τάσι.
Στα σύννεφα ψηλά γυρεύω άνοιγμα,
τραυλίζοντας: «Α κύριε Μαλακάση».

Χέρι νωθρό, βλαμμένο και φυγόπονο,
καρδιά μες στης απόγνωσης το γείσο,
ένα παλιό υπάρχω μαγνητόφωνο,
ανήμπορο αινίγματα να λύσω.

Από Κουκάκι μέχρι τα Πετράλωνα,
τσιγάρο ένας δρόμος. Δεν με νοιάζει,
τη συντροφιά που έχασα του Πλάτωνα.
Σιγά που θα το βάλω και μαράζι.

Σεβαστιανού, πιωμένος καταφρόνηση,
μακραίνω σου «Μικρή» μου  «Βενετία»,
με το μυαλό κουρκούτι από τη δόνηση,
που δίνει των στροφών η επαιτεία.

 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014


Ρίτα και Οιδίπους

Της μάνας την ευχή σε βόθρο πέταξα
και κίνησα πεζή για τους Φιλίππους.
Κεράκι στους Θεούς χάσικο έταξα,
να δοξαστώ και πάλι ως «Οιδίπους».

Ηθοποιός στης παρακμής τον άμβωνα,
βαμμένος με τα χρώματα της ήττας,
πατούσα σ΄αναμμένα πάντα κάρβουνα,
πα στο βωμό μιας τραγουδίστρας Ρίτας.

Της μάνας την ευχή βαθιά παράχωσα,
σε τάφο μυστικό στην Καλλιθέα.
Μονάχα εγώ, (τι ατυχιά), εμάργωσα,
από την πυρκαγιά του Προμηθέα.

Κοθόρνους, μάσκες, μονολόγους λιάνισα,
μετά από παράσταση ολέθρου.
Μητέρα, που ως Ρίτα σε απάντησα,
τραγούδια κοίμισε με της Υπαίθρου.

 

Βρέχει

Βρέχει στο σπήλιο του Χριστού
και στου Ινδού τον τάφο,
βρέχει στις Ράχες Τυμφρηστού,
βρέχει και δω που γράφω.

Βρέχει στον Άγιο Τρύφωνα,
στα Λιόσια,  στην  Βεργίνα.
Στους στίχους πάλαι τρύπωνα,
τώρα πατώ σε γλίνα.

Βρέχει στης Πλάκας τα στενά,
Μεστά, Λουτρά Κυλλήνης.
Και τι που ζω; Ας πέθαινα
εφάπαξ κι εξαπίνης.

Βρέχει στη Νιο, στoν Μόλυβο,
Πυλαία, Νέα Κρήνη.
Ποιος το δικό μου κόλλυβο
θα τρώγει και θα φτύνει;

 

 

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014


Το Ρύζι

Πέσαν τα μάνταλα βαριά. Οι αποθαμένοι,
«σκλαβάκια» παίζουν στις πλατείες και στους κήπους.
Εδώ δεν έχει Αμφιπόλεις και Φιλίππους,
μόνο φαντάσματα και μια πληγή που χαίνει.

Σέρνονται όμοια μπακακοί και περιμένουν,
να μου φιλήσουν τα ποδάρια με τ΄αχείλι,
πύο γιομάτο. «Για κρατείστε με πια Φίλοι,
Κλείτους λογχίζω μα εκείνοι δεν πεθαίνουν».

Πέσαν τα μάνταλα βαριά. Φωτιά, τσεκούρι.
Τώρα καπνούρα Σογδιανή και  Σαμαρκάνδη.
Μας σέρνει όλους Βελζεβούλης με το γάντι
και ποιος τη πίπιζα ηχάει και ποιος σαντούρι;

Άγρυπνος έξη το πρωί κι ακόμα βρέχει.
Κάτι βαθιά πολύ στα σπλάχνα  τσιτσιρίζει.
Η σύνευνος: «Σαν τι θα φάμε;» «Βράσε ρύζι
Ένας Αλέξανδρος και ρύζι, το αντέχει».

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014


Ο Φτωχούλης του Θεού

Χωρίς στατήρα πάτησα στα μνήματα,
προς τις ακτές ξεφεύγοντας των άστρων.
Κάποιος ψηλά χαλάρωσε τα νήματα
και φώναξε στριγκά: «Μιχάλη, άσ’ τον».

Στις πλάτες τις φτενές, μανδύας άλικος.
Ποιος ήμουν; Μια κοτύλη αμφιλύκης,
ένας θνητός θρασύτατος πλην  πάροικος,
που ορέχτηκε φιλί της Ευρυδίκης.

Γύρω Μαινάδες έτοιμες για βύθιση
κι εγώ στη μέση άσσος των γηπέδων.
Ξένο κουστούμι πάνω μου η Ποίηση,
στιχουργική κατηγορίας παίδων.

Τρείς του Μαρτιού, το luger καλολάδωσα
και βάζοντας σιμά τον κρόταφο μου,
ψυχή και μπεζαχτά και spleen παράδωσα,
εις χείρας  Ιωάννου  Χρυσοστόμου.

 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014


Ο Καφές με τον Ξένο

 
-Μ΄ένα καφέ ξορκίζω την κατάθλιψη,
αρδεύοντας τα μέσα μου τοπία.
-Να βλέπω χέρια! Τέρμα η μετάληψη!
Τώρα παντού νομισματοκοπεία.

-Η προσμονή βουκέντρα και μαστίγιο,
με στέλνει την αυγή να νίψω μούτρα.
-Ο Οίκος πια δεν στέκει καταφύγιο,
μόνο μια μαδημένη, παλιοκούτρα.

-Σε ποιους Κριτάδες γόνυ και θυμιάτισμα;
Σε ποιο μποστάνι πίστη να φυτέψω;
-Ο Κρόνος φευ προσβλέποντας σε άθροισμα,
γουστάρει στο μαγκάνι να σε ζέψω.

Μ΄ένα καφέ βαρβάτο δίχως ζάχαρη,
γαλβάνισε στομάχι για ν΄αντέξει.
-Στου Πιτροφού πιστώθηκα την κάπαρη
κι ας κατεβάσει Ξένε ότι βρέξει.

 

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014


Ξημέρωσα πιωμένος
 
Ξημέρωσα πιωμένος πυρ αθάνατο.
Οι Νύμφες χαψωμένες σε λαγήνι,
στραφτάλιζαν λογχίζοντας Ανάλατο,
καθώς τον Λαπαθιώτη η μορφίνη.

Των κάπρων αφοδεύσεις καταδέχτηκα,
τα γέλια, το γλυφόνερο της βρύσης,
φωτός τον κουρνιαχτό, παλιά ρεμπέτικα
και στα στερνά, του Κάλχαντος τις ρήσεις:

«Κατάρα στων Προγόνων τον ομφάλιο,
κατάρα στης εταίρας το αιδοίο,
κατάρα τρις στα ξάρτια, στο πηδάλιο,
κατάρα στο εντός κρεοπωλείο.

Κατάρα στα κελιά τα Κυκλαδίτικα,
κατάρα στη πλατεία Ασωμάτων,
κατάρα στου Διός τον σαρο-Μύτικα,
κατάρα στον Ινφάντη των προβάτων».

Ξημέρωσα πιωμένος πυρ αθάνατο.
Και ξάφνου, των Αγίων η χορεία,
με στόμα ρημαγμένο: «Άρον κράβαττον
και πέρασε αμνός στην απορία».

 

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014


ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΛΑΕΡΤΙΑΔΗ

 Μ. Παρασκευή, 7 Απριλίου 1961.
Στη Σπηλιά. Ξημέρωμα.

Πριν τις επτά ο Κύκλωπας το μάτι του,
θα πλύνει και φυσέκι για σαλάγα.
Φίλος εγώ του Νόμου του παράλυτου,
με πρόθεση σαφώς ανθρωποφάγα,

θε να φορτίσω φρόνηση -με κίνηση
ποδών-, της νοσταλγίας την αβδέλλα.
Το βράδυ πονηριά και περιδίνηση,
πουρνό-πουρνό στου πρόβατου τη σέλα.

Πάντα στη Σπηλιά, γύρω Μεσάνυχτα.

Μακρύ κοντάρι στη φωτιά σκληραίνω το.
(Ο μεθυσμένος, το ΄ριξε στον ύπνο).
Κρασί ρουφώντας ο ζαβός ανέρωτο,
τον μυστικό του ΄τοίμασε τον δείπνο.

Μα σαν προπέλα γράψει χαιρετίσματα
και γύρω βράχια βόμβες νετρονίου,
Δία Πατέρα μάνα στα αινίγματα:
«Ούτις, θαλαμοφύλακας πορνείου».

Μ. Τετάρτη, 22 Απριλίου 1992.
Κρατικό Γηροκομείο Ιθάκης

Γέρος με καταρράκτη, λίγο ζάχαρο
κι Αλτσχάιμερ τον νου μουτζουρωμένο,
με κράζουν γηροκόμοι Μπάρμπα-Λάζαρο,
«Δυσσέας τ΄όνομα μου» επιμένω.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014


Βίου Περίληψις
 
Μια Κυριακή της μάνας μου βλαστήμησα,
χαμόγελο, αγκάλη, καλοσύνη,
και πήρα σβάρνα δρόμους με τη γύφτισσα,
γιατρειά μήπως και βρω στη Ρωμιοσύνη.

Τον πρώτο χρόνο ζάρωνα στα Σύβοτα,
τον δεύτερο στης Τρίπολης τη χάψη.
Πως έζησα τα νιάτα μου ξετσίπωτα,
έτσι που να μην βρει παπάς να θάψει;

Θαλασσινά λημέρια με τυλίξανε,
με το πανί το υγρό του Ποσειδώνα.
Της Κίρκης τα κοράσια ξεροβήξανε,
πριν μου πετάξουν μαύρη μια κοτρόνα.

Αυθαίρετο με λέξεις νύχτα πόντισα,
στις αμμουδιές απάνω του Ομήρου.
Φυντάνια με γλυφό νεράκι πότισα,
να γίνουν συμφορά του Πέρση Κύρου.

Για χόρταση δεν ήταν. Φως με μάρανε
και σάπισε τα δώρα μου. Εφέτες
χρυσάφι πληρωμένοι με τουμπάρανε,
ξορίζοντας με κλοτσηδόν στους Γέτες.

Γέρος σχεδόν, στιχάρι, αλληλούια,
Πάτερ ημών και καύκαλα αγίων.
Καιρός να ζήσω κάπως Επικούρεια,
εδώ στα πεδινά  της Πατησίων.

 

 

 

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014


Histoire d΄ un soldat
 
Οπλίτης μια ζωή σε μάχη άνιση,
σαλεύω με τον Πλούτωνα καντρίλιες.
Κηρύττουν οι τρομπέτες κοσμοδιάλυση,
της ήττας μασουλώντας τις παστίλιες.

Τα λόγια της Καλής, ο κυρ-Μονταίνιος,
το ρέμα, τα τσιγάρα Άσσος Φίλτρο,
ο χρόνος να ελαύνει λευκοπένιος,
πασαλειμμένος άλατα και νίτρο

κι εγώ μ΄ένα ρεβόλβερ δίχως κόκορα,
το βόλι περιστρέφοντας στη τσέπη.
να περπατώ σε δώματα στενόχωρα,
και στου Σικελιανού την Άγια-Σκέπη.

Οπλίτης σε ντερβένια, σε ορύγματα,
λυπάνθρωπος σοφράνο στην Αθήνα,
κλινήρης υποδέχομαι τα πλήγματα,
του Νέσσου σκεπασμένος την ποπλίνα.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014


Το Τέλος του Αγώνα
 
Φαρμακερά τα βέλη του Απόλλωνα.
Η μέρα σαν ζητιάνα ικετεύει
κρασί, τσιγάρα. Φως κάποτε πόλωνα,
τώρα ο χάρος ρέστα μου γυρεύει.

Η πτήση ξεκουρδίζεται προς έδαφος,
που τάφος θε να γένει οσονούπω.
Πως του πατρός εξέπνευσε η έλαφος;
Ποιός γροίκησε του σώματος τον γδούπο;

Χθες μόλις Αιγοπόταμοι, Γαυγάμηλα,
της γέννησης το δίκοπο το θάμα.
Στα θέατρα γαυγίζω απαράμιλλα,
παρά του μαυρο-Οιδίποδα το τραύμα.

Τι να σκιαχτώ; Τα μάτια μου επίδεσμο,
κανείς δεν θα τολμήσει να τυλίξει.
Μιχάλη Σπάθη κράζουνε τον σύνδεσμο
και τον καλώ το πέρας να σφυρίξει.