Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012


 

Η  Θεά Περσεφόνη στη οδό Μπενάκη

                    του κ. Νίκου


Απόγνωσης γωνία και Ηττοπάθειας,

απόβλητος προφήτης μιας Χρηστομάθειας,

κινείσαι σα ρεπλίκα, τέρας απάθειας,

ανaμεσίς στους όλμους κάποιας Σεισάχθειας.

Το μαύρο φίδι τρέμεις της αποπληρωμής,

στων ουρανών το δίχτυ εν ώρα επιδρομής.

 

Παρασκευή Μεγάλη σκορπίζεις τα κλειδιά,

ενώ η Περσεφόνη θωρεί σε και μειδιά.

Αγέλαστος η Πέτρα, αγέλαστος και συ,

Μπενάκη μεσημέρι γυρεύοντας ταξί.

 

Συγνώμη ποιος θα δώσει στον άσωτο υιό;

Ότι βαθύ στο δέντρο σέρνεται στο φλοιό.

Στ΄αστέρια να πιστεύεις. Τον Ταύρο, τον Κριό

μπροστά σου θε να βρίσκεις σε φονικό κλοιό.

Προτάσεις, αντιρρήσεις, κράτα στην μνήμη σου

και τα νερά τα στέρφα του αρχαίου Ιλισού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    Αναγγελία μιας κηδείας


Φέρνει ο αγέρας ουρλιαχτά

κι έχω σαν παιδί χάσει το δρόμο,

σοβαρό πολύ τον ανατόμο

βλέπω να μολεύει τα σφαχτά.



Άγκιστρα τις σάρκες μου κρατούν

σε μια στάση βολική εμβρύου.

Άθυρμα Θεού κάπως γελοίου,

τα οστά μου γύφτοι αποπατούν.



Φέρνει βόλτες κάτω από τη γη,

ένας πια αγνώριστος πατέρας.

Της Ιεριχούς κρατώ το κέρας,

μα όσο κι αν φυσώ μόνο σιγή.



Σκούριασαν τα ρούχα από καημό,

στράβωσ΄ο βυθός σώματος μέλη,

φτάσανε τα χρόνια σαν αγέλη,

πείνα να διδάξουν και λιμό.



Ένας θα προσέξει το χαρτί,

κάποιος το σταυρό, άλλος το θύμα.

Λάδι και κρασί, λιβάνι χύμα,

μια ψυχή θα ορίσουνε φθαρτή.

 

 

  Ιάσονας στην αυτόφωρη διαδικασία

Στης μυθικής Κολχίδος τα αυτόφωρα,
μυρίζει ανθρωπίλας ανυπόφορα,
καθώς βαδίζω Ιάσονας στη πρέσα,
για κάποιων αλλονών τα νιτερέσα.
 
Το Δέρας το χρυσόμαλλο δεν βούτηξα.
Στη μάνα μου ομνύω τη ξεκούτισσα.
Δικογραφίες σχίστε… Ξεκουμπίδια…
Γαμώ το Φρίξο αντάμα και τη Μήδεια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ
 
Σκληρά τα χρόνια, μας γυρίσανε τη πλάτη.
-Σχισμένες τσόχες στ΄ουρανού το σφαιριστήριο-.
Μ΄ένα δοκάρι καρφωμένο μες το μάτι,
υψώναμε τις ικεσίες προς τον Κύριο.

Παραδομένες οι ψυχές μας στη κραιπάλη,
τους Δεκαλόγους δεν βαστάξαν, παραστράτησαν.
Με βαλς κυλούσε τ΄ αποτρόπαιο Καρναβάλι
μα πριν προλάβουμε φιλί, Θεοί μας πάτησαν

Γριά τσιγγάνα η Περσεφόνη στο παζάρι,
τα λούνα-παρκ του μαύρου Άδη διαφήμιζε,
μας είχε άχθος γίνει και βαρύ ταγάρι,
τον Θάνατο καβάλα σ΄άτι, αχνά θύμιζε.

Τσιγάρα σβήναμε στο σώμα της αγάπης
κι ελπίζαμε δειλά σε πρόωρη Ανάσταση.
Βοούσε εντός μας μελωμένος ο Ευφράτης
ακόμα μες τις τόσες μια φτωχή Παράσταση.

 

 

ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΔΕΙΠΝΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟΥ ΑΔΗ

            Αφιερωμένο στον κ. Νίκο Περδίκη

με τη θερμή παράκληση να φέρει τις μπύρες.
 
Αυτιάσου τουμπελέκια και νταούλια,
το σώμα πέρασε της Σπάρτης λάδι,
τα βέλη μη σκορπάς στα μαυροπούλια…
Απόψε θα δειπνήσουμε στου Άδη.

Η Ανωπαία ξέχειλη βαρβάρους,
κουτρουβαλούν λες γίδινο κοπάδι.
Στων ουρανών τάξε σφαχτό τους φάρους…
Απόψε θα δειπνήσουμε στου Άδη.

Κατάχλωμη η Ηώ σκαρώνει βρόγχο.
«Έρχομαι» κράζει, «Ηλύσιο λιβάδι».
Αδελφωμένη η ανάσα μας με ρόγχο…
Απόψε θα δειπνήσουμε στου Άδη.

Κρατήσου πάνω μου. Γίνου ασπίδα.
Αντρειώνεται διπλό το λιανοκλάδι.
Κάποτε με φωνάζαν Λεωνίδα…
Απόψε θα δειπνήσουμε στου Άδη.