Ο Θαμώνας
Με ματωμένη τη ποδιά κι ωχρός ο μαιευτήρας:
«Κυρά σε λέγω Παλαμάς, θα γένει και Πορφύρας…»,
κι η μάνα μου με συστολή «Τέτοιας λογής μωράκι,
μοίρα του αναπότρεπτη, θαμώνας στη Μπενάκη».
Βέργα σκληρή ο δάσκαλος, το χνώτο του αμμωνία,
με σαλαγά σα πρόβατο να βγω στην κοινωνία,
μα μια φωνή εν σπλάχνοις μου (μην ήτανε φενάκη;):
«Τραβάς ντουγρού και σίγουρα, θαμώνας στη Μπενάκη».
«Κυρ-Λοχαγέ τι με προγκάς που λίγο κοκκινίζω;
Θαρρείς με τις ιδέες μου καλό κάτι κερδίζω;»
«Με τα μυαλά που κουβαλάς η καταντάς πρεζάκι,
για εξηντάρης φιλελές, θαμώνας στη Μπενάκη!»
Η πρώτη αγάπη κύλησε σ΄ενός παπά το ράσο,
άνθια, κουφέτα, στέφανα κι η πεθερά κουμάσω,
αυτή μαλλί κατάξανθο, εγώ μαύρο γενάκι:
«Ζωντόχηρας σου εύχομαι, θαμώνας στη Μπενάκη…»
Γραφείο σε υπόγειο, πελάτες δικηγόροι,
ολημερίς μου δόθηκε του Τάνταλου το ζόρι,
κι ο Δίας τραγανίζοντας του Πέλοπα τ΄αυτάκι:
«Αιώνια τιμωρία σου, θαμώνας στη Μπενάκη».
Έχω ένα φίλο γκαρδιακό που βλέπω κάθε μέρα,
Νικόλας το βαφτιστικό κι ο λόγος του μαχαίρα,
και σαν τον συμβουλεύομαι: « Που θε να βρω Ιθάκη;»
«Ιθάκη εδώ που στέκουμε, θαμώνες στη Μπενάκη…»