Μέρες με τον Εχθρό μου
Στον Δούναβη τον γνώρισα και στις ακτές του Πάδου
κι άλλες φορές στου Γαλλικού τα σκότεινα νερά,
σαν αγριμιού αποφορά κι οσμή ελαιολάδου,
που ταγκιασμένο χύνεται στων κύκνων τα φτερά.
και φρόντισε τα πόδια σου στους ώμους κερατά,
προτού σου γένει το χτικιό δεύτερη φύση κι έξη,
και πάρεις σβάρνα μόρσιμους εδώ στα Διαβατά».
«Πάρε και μένα σύντροφο να τρώμε το ψωμί,
μέχρι ταχιά να φτάσουμε στις παρυφές της Γάνδης,
σα φιλαράκια μπιστικά που πάγουν μια εκδρομή».
πένσα, νυστέρι, ραφτικά, ζυγό νεκροτομής,
ομνύοντας στα πάτερα Βαρναλικής υπόγας,
μιανής γκαρσόνας γύρεψα το τραύλισμα χλωμής.
πρώτο τραπέζι μ΄αλλουνού να παίζει την ζωή.
Για μένα πια Σχιστή Οδός και μάνα Ιοκάστη
κι υδάτων μαύρων της Στυγός ακοίμητη ροή».