Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014


Μια Κυριακή

Μια Κυριακή θλιβή καθώς την γέννησε,
στις σκάλες το παλτό τ΄αναστημένου
Χριστού, δρεπάνι των κλαυθμών με θέρισε,
σα ρόδες ατσαλένιες κάποιου τρένου,

που τέμνοντας θρακιάδες μες στ΄απόγιομα
τραβούσε για πατρίδα ξεχασμένη
από θεούς κι ανθρώπους.«Σίγα Yo Yo Ma,
η πέμπτη Bach, μπορεί να περιμένει».

Μια Κυριακή θλιβή με τον ασύρματο,
μηνύματα βομβάρδιζα τον Άδη.
«Το χέρι που σε τρέφει σκύψε φίλα το,
σαν θέλεις να την βγάζεις πάντα λάδι».

Δεν άκουσα. Τους Νόμους καταπάτησα
και βρέθηκα με το παλτό στις πλάτες
ίδια φονιάς να τριγυρνώ. «Δυο Cutty Sark
για με διπλά κι ελλέβορο στις γάτες».

 

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014


Ο Γέρος με το Φλάουτο

               Στον κ. Δημήτρη

Ο γέρος με το φλάουτο ξεψύχησε,
Ανάληψης στο Κρατικό Νικαίας.
Μινόρε συγχορδία la μια ήχησε,
σημαίνοντας την πτώση της αυλαίας.

Ο πρώτος ο γιατρός ήρθε ως κοίμηση,
ο δεύτερος, τομή, βηματοδότης,
ο τρίτος Jacob Marley στις τρεισήμισι,
ο τέταρτος hidalgo Δον-Κιχώτης.

Ο γέρος με το φλάουτο κουράστηκε.
Τις φλέβες του δοκίμασε με τζάμι.
Κάποιος ψηλά βαριά τον καταράστηκε
και λύθηκαν του «Φίγκαρο οι Γάμοι».

Παρασκευή απόγιομα τον θάψανε,
με το φλουτί ανάμεσα στα χέρια.
Εδώ οι νεκροτόμοι χείλη ράψανε,
μ΄αυτός φυσά καντέντσες απ΄τ΄αστέρια.

 

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014


Ξημέρωσε στα κόκκινα
 
Ξημέρωσε στα κόκκινα. Μια θύελλα
εντός μου, όπου να΄ναι θα ξεσπάσει.
Τσαούσης ο Θεός ραντίζει πτύελα,
αυτόν που δεν φροντίζει να γεράσει.

Οι μέρες προχωρούν προς την κατάπληξη,
κρατώντας τον ρυθμό με το τυμπάνι.
Την ξέρω από τώρα την κατάληξη.
Ταφί, μια μαυροφόρα: « Που ΄σαι Γιάννη;»

Η λήκυθος σε ράφι κλυδωνίζεται,
συντρίμμι απ΄τα βάρη των αιώνων.
Για πε μια τέτοια μάχη πως κερδίζεται,
σε γήπεδο στημένο παραφρόνων;

Ξημέρωσε στα κόκκινα. Το πνεύμα μου,
σαν άτι γαυριασμένο χλιμιντράει.
Ένας Ερμής υπάρχω ακροκέραμου,
που ώρες για την θραύση του μετράει.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014


Ο Συννεφοπαντελόνης

Μια συννεφιά λυκόσχημη με πλάνταξε,
τους ουρανούς βρωμίζοντας της μνήμης.
Χωρίς αιδώ τα πρόσημα παράλλαξε,
μπροστά στις καγκελόπορτες του Νίμιτς.

Φλεβάρης με σχισμένο το πουκάμισο.
Απόπατοι παντού και σκωραμίδες.
Μπροστάρης σε αγώνα μάλλον άνισο,
ανάσαινα να δω Αλκυονίδες.

Μια συννεφιά πιωμένη χλωροφόρμιο,
με σβούριξε στα βράχια σαν χταπόδι.
Στης Κόλασης περήφανα το στόμιο,
βαστώντας ανοιγμένο ένα ρόδι,

ορθώθηκα με άσμα νικητήριο,
τρεφόμενος ορούς της Περσεφόνης.
Κάτι σκαλιά, ταράτσα, σιωπητήριο
κι αφέθηκα συννεφοπαντελόνης.

 

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014


In Taberna Quando Sumus

 
Τα πάθη των Μηλίων με μαργώσανε,
Παρασκευή σε χασαποταβέρνα.
Γκαρσόνια τον Πολύφημο τυφλώσανε,
απάνω στο «εβίβα» και στο «κέρνα».

Κρασί θολό, οι σάρκες μας σε κάνιστρα.
Δικές μας; Των Βαρβάρων; Ποιος να ξέρει…
Εγώ μηδέν, ο Θέμης τόνο άριστα
κι ένας Χριστός- Σωτήρας με νυστέρι.

Ο μπουζουξής αφήκε το μικρόφωνο
και στρέφοντας στις θύρες τις κτισμένες,
τραγούδησε παιάνα ελληνόφωνο,
με φρένες από κάπνα συγχυσμένες:

«Τα πάθη των Μηλίων δυσανάλογα.
Ως πότε πια καημός θα μας θερίζει;
Ας εγερθούμε Φίλοι. Τα παράλογα,
απόψε δω ξορκίζονται, στου Γκύζη».

 

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014


Ο Ψευτογιάννης
 
Με σφράγισε Θεός με μολυβδόβουλο,
βατεύοντας τη μάνα μου μια Τρίτη.
Τα μάτια, δυο πληγές από παιδόπουλο,
αθέλητα με σπρώξανε Προφήτη.

Ένα σφυρί η γλώσσα μες στο στόμα μου.
Αυτούλες τους; Χωμάτινες υδρίες.
Στις όχθες νηστικός του ξεροπόταμου,
δεν πρόφταινα ξωμάχους με μωρίες.

Και μιαν αυγή,(ποιος τάχα το περίμενε),
πριν νά ΄βγει πετεινός στο μεϊντάνι,
παιδί ουτιδανό είπε: «Περίμενε,
εσέ δεν κράζαν Γιάννη Ψευτογιάννη;»

Με σφράγισε Θεός, μα κόπος άδικος.
Χαμένα όλα τράβηξαν προς γκρέμια.
Σ΄ένα σταυρό τρείς μέρες στέκω άλικος,
με περασμένα χάμουρα και γκέμια.

 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014


Βραδιά Όπερας
 
Μαντάτα θ΄αριβάρουν μες στ΄απόβραδο,
πως πέσανε οι τρίποδες, η δάφνη
μαράθηκε. Στα νύχια το ψαρόλαδο
μια γη, για της Εστίας την αράχνη.

Ανάσα θα κοπεί χρόνων πεντήκοντα.
(Στερνή ταφή και πρώτη στο σαλόνι).
Κληρώθηκε…Στη χήρα τα προσήκοντα
και στο πλευρό στλεγγίδα να δαγκώνει.

Σκισμένα ρούχα, χάπια για την πίεση,
καφές, μπαγιατεμένα κουλουράκια.
Από τη μια μεριά, του λα η δίεση,
από την άλλη, έρμα γεροντάκια.

Μαντάτα θ΄αριβάρουν σαν χιλιάρμενο, κομίζοντας της κοίμησης τα δώρα.
Απογερμένη δίχως ένα η Κάρμεν «ωχ»,
αναμεσίς σε πιάτα και σε φιόρα.

 

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014


Πρόσκληση
 
Βάλε παλτό και ρίξου στον χειμώνα μου,
χορεύοντας της Άρκτου το συρτάκι.
Μην και σκιαχτείς αχό του αγριοπόταμου,
χάνι ζεστό προσμένει σε, γιατάκι.

Έλα σαν ήλιος πρώτος. Πάρε φώτισε,
τους γκρίζους ουρανούς με εκειά την δάδα,
που άδραξε ο Θησέας. Βρες και ρώτησε…
Κάποιος θε να σου πει που πέφτ΄η Ελλάδα.

Φόρα κασκόλ, στραβά τον φίνο πέτασο,
κοθόρνους και κραδαίνοντας ομπρέλα,
με χαμογέλιο μέγκλα, ολομέταξο,
της Βάθη άσε πίσω τα μπορντέλα.

Θα στέκω δω σπηλιά και καταφύγιο,
μονάστηρο παλιό των Φραγκισκάνων,
κηπί μ΄αγριολούλουδα στο Πήλιο,  
Ταύγετος για σε μαζί και Πάρνων.

 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014


Ο Γύρος του Θανάτου
 
Σ΄ενός Κουφού την τράπεζα σιτίζομαι,
πριν έμπω στο βαρέλι του θανάτου.
Χιλιάρα η μηχανή και αντραλίζομαι,
στη κόψη ορατού και αοράτου.

Οι θεατές πληρώσανε αντίτιμο
και μια ψυχή θα πρέπει ν΄αποσβήσει.
Μπατίρισα. Η Φάμπρικα για κλείσιμο.
Επιγραφή: ΠΑΝΣΙΟΝ «Η ΩΡΑΙΑ ΔΥΣΗ».

Της Ειμαρμένης βίδα κι υποχείριο,
σε λούνα-παρκ συχνάζω των ανέμων.
Στα χέρια μου σφικτά το εξιτήριο,
τον πρώτο λόγο τώρα έχει ο δαίμων.

Τη πόρτα μισανοίγω και εισέρχομαι.
(Σανίδια γύρω, λάδια, πριονίδι).
Εις θάνατον… Στερνή φορά προσεύχομαι,
γερμένος στων οστών μου το στασίδι.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014


Η Τρομερή Προφητεία
 
Ευτυχισμένος όποιος παραστράτησε,
τες Εντολές γι΄αστείο όποιος πήρε.
Από χαρτόνι βάρκα καλαφάτισε,
με χάρη περισσή κουπιά της σύρε,

προς τις Ακτές που κρύβουν τα πετάσματα,
τη Νήσο που λησμόνησαν οι πόνοι.
Εκεί θε να γευτείς του Bach ιάματα,
μέσα σε φως που διόλου δεν νυχτώνει.

Ευτυχισμένος όποιος κατανάλωσε,
τα νιάτα σ΄ασωτίες και κρεβάτια.
Ένα δυάρι ζήτα και καπάρωσε,
στης Κόλασης τη γούβα με μια Κάτια.

Αυτοί που σου κουνάνε πάντα δάχτυλο,
Θεοί δεν είναι, ξόανα μονάχα.
Σαν έρθει ώρα γεια στον Πενταδάχτυλο
και στείλε στον αγύριστο τον  Κάλχα.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014


Μέρες Μνημονίου

 
Από νωρίς τα Μάρμαρα πυρώσανε,
με φλόγα οξυγόνου Τυμβωρύχοι.
Τον φύλακα στη σίκαλη πληρώσανε,
να σκάψουν δίχως βιάση με το νύχι.

Του Βασιλιά τ΄ασβέστιο σε λάρνακα,
κραυγάζοντας: «Θανή μητέρα πάντων,
από την Άγια Πέλλα ως τον Χάνδακα,
αφέντρα ορατών και αοράτων,

την Πόλη, τους Θεούς στη λήθη βούλιαξε.
Με το γουδί σε πούδρα γύρισε μας…»
Χρονιάρικο σκυλί προς Άρκτο χούγιαξε
και το καϊμάκι λάσπωσε της κρέμας.

Από νωρίς τα Μάρμαρα φως γάζωσαν,
μοιραίοι Συγγενείς. Μια νοσταλγία,
τις Κόρες σπλαχνολόγχισε που μπάζωσαν,
για νά βρουν απλωσιά ταχυφαγεία.

 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014


Ερμής Ψυχοπομπός
 
Ερμής Ψυχοπομπός με το κηρύκειο,
ποιμήν λευκών αστέρων και ρεμπέτης,
μου γκρίνιαξε:«Που πας βρε μορμολύκειο
και νυν το υποχείριο μιας Καίτης;

Καιρός δεν είν΄ακόμη για χαμόγελα.
Έχεις ψωμιά μπροστά σου. Κάμε κράτει...
Σαν θα πεθάνεις κάποτες ολότελα,
τα λέμε γραϊδίων πρωκτοβάτη.

Προς το παρόν στον πάγκο σου. Αχ ζάχαρη
ο θάνατος, πλην συ με διαβήτη.
Το ξέρω πως διάγεις ζήση άχαρη,
μα θάρρει Κουασιμόδε και Θερσίτη».

Ερμής Ψυχοπομπός ήρθε μεσάνυχτα,
στο γκρέμι μου σταλμένος από λάθος.
Εγώ με τη ζωή δεμένος άρρηκτα,
Αυτός με την οσμή που δίνει ο μπάφος.

 

 

 

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014


Αναχωρητής

Απάνου στα βουνά τα χιονοδίαιτα,
με τρύπιο το δισάκι θα βαδίσω.
«Δυο χαμομήλια πάρτη σου και πίε τα»
λαλεί Θεός «και βάρδα μη σε λύσω».

«Οι Εντολές Σου Νόμος και τις τήρησα,
Παρασκευή, Τετάρτη μήτε λάδι.
Τη σάρκα σε νηστείες την μπατίρισα,
και όλα τούτα γράφε εν Ελλάδι».

«Δεν είναι οι Εντολές το διακύβευμα.
Υπάρχει και Επίκουρος καημένε.
Τη λούμπα δεν τη βλέπεις; Κάργα μύθευμα,
σε μένα θε να βρεις. Στα Πάτρια μένε.

Ψωμάκι, Χλωροτύρι, Οίνος κι Έρωτας,
όσα στη πλάση έχουν σημασία.
Σε πράγματα χαζά κι ας είμαι Δέσποτας,
ανάγκη να το παίζεις αφασία».

Απάνου στα βουνά τα νεφοσκέπαστα,
θερία ας βαδίζουν του Κυρίου.
Καλά ναι τα Βαγγέλια κι αξιέραστα,
μα πιο καλές οι απλές χαρές του βίου.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014


Καλή
Τα δάχτυλα μετρήσανε το λιόγερμα,
γυμνό καθώς το γέννησε η πίκρα.
Τ΄ Ογδόντα, τα φιλιά της τ΄αερόθερμα,
τώρα πια πόδι πάτησε η ψύχρα.

Της Κυριακής οι σύνοικοι μαυρίσανε,
μπεντένια και τειχιά σα Δροσουλίτες.
Σειρήνες μεσοπέλαγα στριγγλίσανε,
ανάσα να δοθεί στους τρωγλοδύτες.

Η μοναξιά μου σκραπ και παλιοσίδερα,
παστώνει τον Μονταίνι με σκωρία.
Χυμένα τα κρασιά τα μοσχοφίλερα,
απάνω στο «Time Warp» του Chick Corea.

Κι αυτή, κάπου σε τρίτο στα Εξάρχεια,
ασκώντας ληξιπρόθεσμη χημεία,
τη συνταγή παλεύει την τρομάρχεια,
ως να την καταπιεί μια τρικυμία.

 

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014


Τελευταία Πράξη

Γραφεία Τελετών θα σε σηκώσουν,
μια μέρα που θα ζέχνει προσευχές.
Σχήμα κενό του λόγου προσεχές…
Νυστέρι, βελονιά πριν σε φορτώσουν.

Παρέλαση. Το ξύλο πρώτο-πρώτο.
(Οι Φίλοι στον περίβολο στητοί).
Στεφάνια, ψαλμωδιές, λιβανωτοί,
φάκα-θανή κι η ζήση το καρότο.

Ποιος είμαι να μιλώ έτσι σταράτα;
Το ξέρεις και το ξέρω. Θα κρυφτώ,
στην άκρη σαν το κλέφτη για να ιδώ,
το δράμα να γυρίζει μασκαράτα.

Γραφεία Τελετών θα σε σηκώσουν.
Ο στίχος μου χωλαίνει. Τι μ΄αυτό;
Συντρόφι μου, σιγά να μην κλαφτώ,
που χώματα βαριά θα μας φιμώσουν.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014


Η Φιλία με τον Άλκη

Αστέρια τρυφερά των παραλίων,
βουτήξτε θαρρετά στην τσιμινιέρα
με λάγνους συριγμούς. Εδώ καλντέρα
και χώρα κυκλοδίωχτη…  Τι πύον,

 σ΄έναν μανέ Σμυρνέικο της Ρόζας;
Απ΄τη στιγμή που Γνώση δεν κατέχω,
κάλλιο άλλος Επίκουρος ν΄απέχω.
Εγώ θεραπευτής, εγώ κι ο τρώσας.

Αστέρια τρυφερά με τρώγει άγχος.
Ποιος άνοιξε τη θύρα της ανάγκης;
Στη Σπάρτη στραβοπάτησε ο Άλκης,
πυρρίχιο χορεύοντας και τάγκος.

Ποτέ λοιπόν χαρές και καλοκαίρια.
Ο θάνατος ριπές-ριπές μαργώνει
τα μέλη μου. Σιμά στο παραγώνι,
των γερατειών θα ζήσω τη μιζέρια.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014


Κιθάρα ραγισμένη

(Εξήντα πέντε είπαμε  κ. Περδίκη;)

Κιθάρα ραγισμένη δεν φοβήθηκα,
να ψάλλω το τραγούδι μου σαν πρώτα.
Φωνή καμπάνα, στις αγυιές μετρήθηκα,
χωρίς να παραλείψω ένα ιώτα.

Γελάσανε οι φίλοι, με προγκήξανε,
τραβώντας το δρομί αντάμα μ΄άλλους.
Το τέρας φάτσα ούλοι φόρα δείξανε,
με λόγια αιχμηρά-παγοκρυστάλλους.

Κιθάρα ραγισμένη δεν σ΄αρνήθηκα.
Τες δυό χορδές σου βρόντηξα με χάρη.
Καματερά η πλάση παλιοπίθηκα,
μια τρύπα φωτεινή το νιο φεγγάρι.

Οι Μοίρες μίζα στρέψαν σαν σαράβαλα,
απάνω μου να πέσουν. Τόσα ξέραν…
Στις τσέπες μου στιχάκια μύρια, τσάγαλα
κι ένας αγέρας μπάτης απ΄το Πέραν.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014


Λάμια
 
Μεσάνυχτα στα χέρια σου με κράτησες,
πιωμένος το κρασί της προδοσίας.
Από τις λόχμες βγήκαν ακροβάτισσες
κι ένας ανοικονόμητος σωσίας

και τρέχανε γυμνοί προς τα παράθυρα
με μάτι λαγγεμένο. Τι χελώνες;
Πουγκί μας, βελανίδια σάπια, άχυρα
και μια σιγή διάτρητη βελόνες.

Μεσάνυχτα τα λόγια μου ψιθύρισες,
που λέγαμε παιδιά στα ονείρατα μας.
Τα πρώτα γιασεμιά με λύπη φίλησες
και στάθηκες στο πρόσταγμα της Λάμιας,

ατρόμητος πολύ σαν μια θεότητα,
ταγμένη στου Επέκεινα τον πόθο.
Τα πάντα πληρωθήκαν καθαρότητα.
Βοούσε  η Αγάπη κάτι νόθο.