Μιά Κυριακάδα
Μια θλιμμένη Κυριακάδα,
μαργωμένη και ρημάδα,
γύριζα στα στρώματα,
ράβοντας μπαλώματα.
Τα σεντόνια μαύρα πίσσα,
στο πικ-απ «η κλέφτρα Κίσσα»,
τα χρυσά μου γύρευε,
έψαχνε και θήρευε.
Έρωτες που πήγαν στράφι,
καλοκαίρια στην Ανάφη,
πιόματα, διαβάσματα,
του Τσιτσάνη άσματα.
Μια θλιμμένη Κυριακάδα,
με μια ζόρικη ζαλάδα
είπα: «Εγώ δε σκιάζομαι,
διόλου δεν ταράζομαι».
Κι ένα μούγκρισμα: « Σωτήρη,
πάει αδειάζει το ποτήρι,
δώσε γειά στις ζάχαρες,
μπρος σου μέρες άχαρες.
Μόνος θα ξαπλώνεις τώρα,
σε κρεβάτια ψυχοφθόρα,
με συντόφι Σύνοψη,
για Πατρός ονείρωξη»