Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

 

Η Θυσία

Φωτιά χοντρή (τα πάντα;) να καούνε,

Λυμπέρης με κατέχει απ΄το πρωί.

Λεπτή πια όσο πρέπ΄ η ακοή

στον βόμβο πυρκαγιάς. Ας μοιραστούνε,

 

το έργο πυροσβέστες και γειτόνοι,

ο Θέμης το φτωχό μου το γατί,

κι αν δυνηθεί τον δίσκο του Satie,

με τις «Γυμνοπαιδίες» που σκαλώνει.

 

Κι η Καίτη του Σφυρίδη δυο βιβλία,

και Robert Walser,λίγο Ουελμπέκ,

τις τρεις χρονιές της λάμψης του Star Trek,

και Λάμπρου Κωνσταντάρα κάθε αηδία.

 

Μονάχα εμέ κανείς να μην γλυτώσει.

(Η Άτροπος τραβά με στη φωτιά).

Υπάκουο σε καθ΄αποκοτιά,

το καύκαλο μου πέπρωται να λιώσει.

 

Φωτιά χοντρή τα (πάντα;) να καούνε,

μα τσίκνα μου οι  Θεοί να μην χαρούνε!

Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

 

1982

Οι ράγες τρίξανε φρικτά κι η Πάτρα πήρε χρώμα

ενός Γραικού που θέλησε θανή δίχως Χριστό,

και κυματίζοντας δειλά στου βαγονιού τη βρώμα,

εγώ στρατιώτης του εχθρού υψώθηκα σε ιστό.

 

Η πόρτα είχε σφραγισθεί για πάντα στους αιώνες,

του σάρακα το έδεσμα, σκωλήκων η  βορά,

και πριν προλάβω να οπλιστώ με Δωρικές κολώνες,

φορά μου πρώτη ένοιωσα το τι θα ειπεί φθορά.

 

«Τεφρός που είναι ο κόσμος μας σαν κεφαλή στον τάκο!»

κραυγή ακούσανε πολλοί μαζί κι ο ελεγκτής,

μονάχα εγώ δεν άκουσα με το  φαιό το  σάκο

στα πόδια μου θεότητα μιας σέχτας ανεκτής.

 

Οι ράγες τρίξανε φρικτά και μπρος μου η Αθήνα,

χωρίς εσένα θύμιζε γυμνή λοφοπλαγιά

και τουρκεμένη εκκλησιά γιομάτη  καβαλίνα

που περιμένει το κερί το μαύρο του ραγιά.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

 

ΟΙ ΠΟΤΕΣ

Πίναμε καϊφέ φαρμάκι,

΄γω κι ο Σπύρος στη Μπενάκη,

εραστάδες στομωμένοι,

κοντοφουστανοκαμμένοι,

του ΄λεγα για κάποια Καίτη,

βίτσα μου ΄λεγε και δέρτη.

 

Ήπιαμε και δυο ουίσκι,

σα μακρύνανε οι ίσκιοι,

τα μπερδέψαμε με βότκα:

-Πάρ΄ το Γιάννο μου αλλιώτκα,

το πουτί πριν σε μουρλάνει…

Εμφανώς τελείς εν πλάνη!

 

Ήπιαμε κι απεριτίφια,

χάνοντας και νου κι αλήθεια.

-Σπύρο κάτι με τσιγκλάει,

και προς ποταμόν με πάει.

-Δεν αξίζει για μια Καίτη,

τέτοιο υδαρές κισμέτι!

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

 

Κάρμεν

Τρελά η  Κάρμεν στρόφαρε σε πορφυρένια τσόχα,

των γηρατειών ξορκίζοντας το μαύρο ριζικό,

κι ήταν Ιούνης και φωτιά και σκουπιδιώνε μπόχα

να σ΄αποδιώχνουν μέτοικο.  Σε λόφο ηβικό

 

μισό φεγγάρι φώτιζε σαν  κίνησε το σπίτι,

τρενάκι που δε γνώρισε ποτές ένα σταθμό,

με τον φαντάρο να ριγά παρά τον επενδύτη,

στου βαγονιού το τράμπαλο, στης ράγας τον κλαυθμό.

 

Εφημερίδες, γεύματα με φίλους σου φουριόζους,

συνήθειες που πάγωσαν...  Τι  βίος ταπεινός,

μ΄απόστημα οδοντικό και βρογχοκοίλης όζους,

κι επίμονες ως ζήτουλες καταρροές ρινός;

 

Και μόλις έφτασε η στιγμή το χώμα ν΄ανεβάσει,

την ύστατη παράσταση στου Γκύζη τα στενά,

απάνω σου χυθήκανε ποτάμια, λίμνες, δάση,

να σου καλύψουν χρόνια πλην μυθικά κενά.

 

Στράτσο η  Κάρμεν  υλικό  κι εσύ μες στη λοκάντα,

«Υλαγιαλή» της μίλησες χωρίς καν να ντραπείς,

κι αυτή μετρώντας δυο φορές αργύρια τριάντα:

«Χοσέ, πλατό σου  ρύθμισε, στροφές τριαντατρείς».