Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013


Ο Νεκρός Ταξιδευτής
 

 
Σαλώμη και ξεσάλωσε η βροχή.

Το κύμα με ταξίδεψε σοφράνο.

Γάλα χυμένο κάτω, γάλα πάνω

και που μια εκκλησιά, μια εσοχή;

 

Ψαράδες μ΄αγκιστρώσαν την αυγή.

Αγκούσες ξένες. Άγαλμα στο βράχο.

Γαύγισε κάποιος γιοκ. Τη Υπερμάχω…

Γύρισε το τροπάρι σε κραυγή.

 

Τη τρίτη μέρα ζύγισαν τα σπλάχνα.

Δεν έβγαλα ο τάλας Ούτις άχνα.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013


Μια εποχή στα χώματα

 
Σεπτέμβρη πια τ΄αστέρια χαμηλώσανε,

γυρεύοντας λιμένα και πορθμείο.

Το ισχνό τους φως με δάκρια παραδώσανε,

να λαμπρυνθεί των Μάγων το χημείο.

 

Διψούσαν τα χωράφια για ενόραση,

για λέξεις δίχως νόημα κανένα.

Μήνες εννιά μαγείρευε η κόλαση,

τον δέκατο μου κλέψανε την πένα.

 

Σεπτέμβρη πια η σάρκα ψευτοπάλευε,

με τα θεριά που χίμηξαν ομάδι.

Πρωτοχρονιά ο νους ασπίδα σάλευε,

δαγκώνοντας της ρίμας το αλφάδι.

 

Ταφόπλακα γυμνή από συνθήματα,

με βύθισε σε χάψη χωματένια.

Την άνοιξη ξεβράσανε τα μνήματα,

ένα παιδί με δέκα πόντους γένια.

 

 

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013


Υποθέσεις

 

Α)

Ωραία τριγύρω η Πλάση,

παράρτημα Κόλασης πρώτο.

Να ζεις ηθικά ρε γαμώτο,

ουρά να κουνάς σαν της Lassie

 

δεν φθάνει. Σαλός ο Πατέρας.

Το άσπρο σε μαύρο γυρίζει.

Αναίτια δες τον αφρίζει,

ως σάπων κι επτάφωτο τέρας.

 

Φιλέκδημε, κλώσσα τ΄αυγά σου,

τσιρότο και βούβα εργάσου.

 

Β)

Ωραία τριγύρω η Πλάση.

Το χώμα πιστό σου συντρόφι.

Βουνά, πεδιάδες και λόφοι

της άμοιρης στήνουν κουμάσι

 

ψυχής σου. Μην στέκεις, κουνήσου.

Σημείωμα κάθισε γράψε.

Τα σάβανα κόψε και ράψε.

Χιτώνα δερμάτινο γδύσου.

 

Φιλέκδημε, άτρεμα χτύπα,

στον μήλιγγα άνοιξε τρύπα.

 

 

 

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013


Το Παράπονο του Νεκροθάφτη

 
Εγώ που διάβαζα μικρός,

Kuntera και τον Márquez,

για δέστε πως κατάντησα,

με βρώμικα πουκάμισα,

να παραχώνω σάρκες.

 

Συντρόφια εσείς απ΄τα παλιά,

Ελύτη και Σεφέρη,

μην στέκεστε αμέτοχοι,

για θα κριθείτε ένοχοι.

Βάλτε κι οι δυό ένα χέρι.

 

 

Επίλογος 2013

 
Τούμπας κραυγή και βρυχηθμός. Το γόνυ

παράλυτο, σωριάζει με στη γη.

Ξημέρωμα λυγρό, μαρμαρυγή.

Σερνάμενος στο πλάγι του Trelawny,

 

τους θησαυρούς χαλεύω του Δυσσέα.

Αλλοίμονο. Τα όρη τ΄αψηλά,

για πνεύματα δεν κτίστηκαν δειλά.

Ες αύριον λοιπόν ότι σπουδαία.

 

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013


Ο Εκδρομέας του Ψυχοσάββατου

 
Τις ψεύτικες δεν θέλω προσευχές,

μου φτάνουν τα γαυγίσματα των σκύλων.

Απόνερα πατώ μ΄ένα παράπονο,

τι μ΄έλιωσε η μέγγενη των ξύλων.

 

Δραπέτης των καιρών,

ανθρώπων και θεών,

εγώ του πικροτάφου ο προδότης,

με τσέπες αδειανές,

στου δρόμου το πρανές,

Θα γείρω του θανάτου ταξιδιώτης.

 

Απόγιομα τινάζω τη βροχή,

καρφιά και λίγο σάπιο ροκανίδι.

Στη πόλη μου γυρνώ μ΄ένα παράπονο,

βαστώντας στο ζερβί σφυρί, κοπίδι.

 

Τα μαγαζιά κλειστά της αγοράς,

του κύρη μου το σπίτι γκρεμισμένο.

Θολό κρασί θα πιω μ΄ ένα παράπονο,

να μ΄εύρουν τα σκοτάδια μεθυσμένο.





 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013


Ο Σατανάς στις πόλεις

 
Ο Σατανάς φυτοζωεί στις αρτηρίες

και στα μεγάλα super market της ψυχής.

Αερικό μιας λιμνοθάλασσας ρηχής,

με των ανθρώπων φύλλο ανοίγει τις πικρίες.

 

Πως στροβιλίζει την ομπρέλα του συμμάχου,

παιχνίδι στήνοντας ενίοτε διπλό;

Ευγενικά θα σε ρωτήσει: «Ενοχλώ

για να σε ρίξει ευθύς στο ζήλο του πυγμάχου.

 

Ο Σατανάς δεν έχει μπέσα. Κρύβε λόγια.

Ξενοδοχεία τον τραβάνε και γιαπιά,

ραφές της θλίψης, παγετοί στην Αραπιά,

ξεσαλωμένοι ποντικοί, κούκου ρολόγια.

 

Τα Χερουβείμ του κάμνουν όλα τα χατίρια.

Τα Σεραφείμ το χουν βουλώσει από καιρό.

Ψηλά το σκόπευτρο, το χέρι σταθερό

και λίγο τύχη σαν τον βρεις στα μοναστήρια.

 

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013


Το φιδάκι ο Διαμαντής

                                   (Χάριν παιδιάς)


Εγώ, της Κλεοπάτρας το φιδάκι,

ασπίς το γένος, κάλαθον οικώ.

Ας μ΄έχουν πεταμένο στα τσικό,

καμάρι μου κρυφό, ψωλή- φαρμάκι.

 

Ωχρά ωλένη μέλλω να  δαγκάσω,

σκορπώντας ένα γύρω συμφορά.

Ασ΄την  για ΄να passage στο Sephora,

τι δεν αργώ τη δόλια να χαλάσω.

 

Οι φίλοι με γνωρίζουν Διαμαντή,

αδενικός μα πλήρως  garantie.

 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013


Ανταπόδοση


Κορμί αφανισμένο περπατώ,

αναμεσίς σε κήπους , σε γραφεία,

κι αν κάποτε ο Γιούδας σ΄ απαρνήθηκα,

στο στήθος  σ΄ έχω φλου φωτογραφία.

 

Στον έρημο σταθμό,

λιβάνι από ατμό,

του τρένου που σε πήρε μακριά μου.

Οι δυο μας αγκαλιά,

κατάμαυρα μαλλιά

και γύρω τα φιλιά πεσμένα χάμου.

 

Δεν έχω μάτια πόλη για να δω,

μια πόλη που σε κρύβει τόσα χρόνια.

Θα γέρασες τραγούδι μου, θα κύρτωσες

και συ όπως και γω σ΄ άλλα σεντόνια.

 

Παλιά μου αγάπη, κέρινο φτερό,

της ζήσης μου μονάκριβο στολίδι,

αν ίσως και βρεθείς μπροστά στο μνήμα μου,

ας το ποτίσεις με χολή και ξύδι.

 

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013


Νυχτερινή Περίπολος

 

Η γέφυρα σαθρή, δεν θα κρατήσει.

Αιώνες μαθημένος στους γκρεμούς,

προσβλέπω σε πικρούς  ξενιτεμούς.

(Οι Βάρβαροι αποτελούν μια λύση).

 

Του Carpenter «Oμίχλη» κι ένα Lada.

Κλειστή να με τρομάξει εμέ στροφή;

Τις νύχτες χαμηλώνει η οροφή

και σώνεται η μπύρα στη Λοκάντα.

 

Ποιος μου ζητά ταυτότητα στα σκότη;

Κομμένα τα αστεία με τον Φώτη…

 

 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013


Das Nachtgespenst  

                                       Αφιερωμένο στον  Ν.  Περδίκη    

 

Τις νύχτες που η φύσις ησυχάζει

και κλαίνε τα σκυλιά της γειτονιάς,

ξυπνώ αγέρας, πλήξης ο φονιάς,

τρυπώνοντας στα σπίτια απ΄το περβάζι.

 

Απόψε που θα λείπει κι η κυρά μου.

( Η μάνα της για Κόλαση τραβά).

Δεν ημπορεί να πάει κάτι στραβά.

Να τα καλά και άριστα του γάμου.

 

Ένας παπάς γυμνή τη παπαδιά του

στα τέσσερα την έχει να βογγά.

Τι νοστιμιές σε τούτον τον οντά;

Απλώνω και γραπώνω τ΄απαυτά του. 

 

Στριγγλίζει η παπαδιά στριγγλά κι ο τράγος

(Ο Σατανάς θα είναι συμφωνούν).

Αυτά τραβάνε κι άλλα όσοι βινούν

το Σάββατο. Μέγα εστί το άγος.

 

Μια κόρη τον Αυνάν τιμά με πάθος,

κλεισμένη στη σοφίτα της. Τολμώ

κι απάνω της πλησίστιος ορμώ,

ως  Σάτυρος, μ΄ αθώος κατά βάθος.

 

Στριγγλίζει… Τι καζίκι;  Ο Κανένας

την άγγιξε και γύρω της κοιτά.

Πόσο Θεέ τα στήθια της στητά,

μα βιάζομαι. Την πόρτα μιας ταβέρνας,
 
 
περνώ και κουλουριάζομαι στον πάγκο,

μονάχος το κρασάκι μου να πιω.

Διαλέγω αγιαννήτικο από τη Χιό

και μάγκα μου δεν θα πλερώσω φράγκο.

 

Ξανθό η ταβερνιάρισσα  κουκλάκι.

Της ρίχνω πεταχτά ένα φιλί.

Στριγγλίζει. Φρικιασμένη απειλεί,

σουφρώνοντας το κόκκινο αχειλάκι.

 

Τρείς της νυκτός κι ακόμη σεργιανίζω

για σάρκα διψασμένος ο τρελός.

Ποιος να ναι τάχα τούτος ο φελλός,

απάνω στη γυναίκα μου; Στριγγλίζω…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013


Ένας Θάνατος

 
Νωρίς προχτές γύρισες σπίτι,

μποτζάροντας απ΄το ζερβί

και κατακόκκινη τη μύτη.

 

Πήρες σβησμένη το βιβλίο

και διάβασες απ΄ την αρχή,

του Ιλαρίωνος τον βίο.

 

Την Κυριακή δεν είχες κέφι.

-Θέλω να μείνω νηστική.

Χόρευε ο χάρος με το ντέφι.

 

Την άλλη μέρα πριν νυχτώσει

σε παραλήρημα βαθύ:

-Κάποιος τον σκύλο να σκοτώσει.

 

Σιμά σου κάθισα μητέρα,

να σου κρατήσω συντροφιά.

Τρείς το πρωί πέρασες πέρα.

 

Έχεις τα χέρια σταυρωμένα.

Σαν Παναγιά χαμογελάς

και είναι όλα πια σωσμένα.

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013


Ένα καιρό



Ένα καιρό τα χρώματα σαλεύανε,

διπλή σειρά στο κέντρο της καρδιάς μου.

Ερωτιδείς τις ενοχές χαϊδεύανε,

με το φτερό το λάγιο του Εράσμου.

 

Ένα καιρό τ΄αστέρι κατηφόριζε,

μ΄ένα στρεβλό στο χέρι του μπαστούνι,

αποκριάς τρελής την πύρα σκόρπιζε

και νυφικά τραγούδια στο καντούνι.

 

Ένα καιρό της ήττας τα φιλήματα,

μια γεύση αφήναν θάλασσας του Νότου.

Βράζανε στον γαρμπή στοιχειά και κρίματα,

ψυχώνοντας τις φτέρνες του Ασώτου.

 

Ένα καιρό χρυσάνθεμα στολίζανε,

κλειστές αυλές, παράθυρα σπασμένα.

Ανασαιμιές τους ουρανούς γκρεμίζανε,

οι προσευχές μην πάνε στα χαμένα.

 

Ένα καιρό οι σάρκες είχαν όνομα,

τα σωθικά επίθετο και ρίζα.

Τώρα τα λόγια μου τα σάπια δόλωμα,

σαν Κυριακάδες κάτω απ΄τη μαρκίζα.