Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013


Η τιμή της αγάπης

 

Το άγημα της μοίρας. Δίχως ρούχα,

βαδίζω στα χαμένα. Πόσα βέλη,

δεν βρήκαν το κορμί τους; Σαν το χέλι,

σε σύμπαντα ξεφεύγω οπιούχα.

 

Μαραγκιασμένα λόγια μιας Δευτέρας

φυγόστρατης. (Βδελύσσομαι τα ζόρια).

Ο Βόσπορος, δυσκίνητα παπόρια

και μεις τετράποδο στις κλίνες τέρας.

 

Ντροπή για μιαν αγάπη ξοφλημένη,

των ποιητών ν΄ανέχομαι  τη χλαίνη.

 

 

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013


Η Πείνα

 
Ταβέρνα, μεστωμένη Ευδοκία,

φασόλια σούπα κι άγιος Καζαντζίδης.

Μαζί μου στο τραπέζι, ο Βακχυλίδης

βουβός. Με το καντάρι δυστοκία.

 

Μες στις βροχές, ανέστιος σφυρίζω.

Μαιζώνος.  Ραϊσμένη τζαμαρία.

Καλή με παραστάτη, Ηγερία

κι ελάφι φτερωτό. Δεν την ορίζω.

 

Βαγόνι, τρίτη θέση προς Αθήνα,

στου Χάμσουν στροβιλίζομαι την <<Πείνα>>.

 

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013


Νύχτες του Φλεβάρη με τον Θίασο

 
Του Σούρλα αργυρώνητοι, πρεζόνια,

μου στρέφουν το μαχαίρι, με προγκάνε.

Κρίτωνες, μες στη χάψη συζητάνε,

ξαπλώνοντας σε λίθινα σεντόνια,

 

με μια μελαγχολία να τους τρέφει

απόκοσμη. (Ακορντεόν Θιάσου).

Άπαντες εν χορώ: <<Να ζήσεις βιάσου,

προτού χυθεί ο χάρος με το ντέφι>>.

 

Φλεβάρης με τον λάρυγγα κομμένο.

Απ ΄τες επτά, σφαλίζω και πεθαίνω.

 

 

 

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013


 Ο Τάφος του Ελύτη
 
 
Γυρέψαμε το σώμα του Ελύτη,

γερά βαστώντας κάμερες της Nikon.

Εσύ, στο κηποθέατρο των Λύκων,

εγώ, στη ξιπασιά του ψωμοζήτη.

 

Γυρέψαμε το σώμα του Ελύτη,

ανόητα σε τάφους μια Δευτέρα.

Ακίνητη στο μάρμαρο γουστέρα,

συλλάβιζε τα ονόματα του Δύτη:

 

ΠΛΑΤΥΣ, ΣΕΝΤΟΝΙΑ, ΙΟΣ, ΑΝΕΜΙΖΕΙ,

ΑΝΥΜΦΕΥΤΗ, ΝΕΦΕΛΗ, ΦΩΣ, ΛΙΚΝΙΖΕΙ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προς Μενοικέα


Το τράγιο σου το κέρας Μενοικέα,

σαν γράφεις τέτοια λόγια του Δασκάλου.

Πετάς, μα ναι τα κόλπα του Δαιδάλου

και κεφτεδάκια ίππου των ΙΚΕΑ.

 

Αυτά συμβούλευα σε τόσα χρόνια;

Της Ύλης το ποτάμι τ΄ αφρισμένο

αλί και σε πετύχει ζαλισμένο,

μ΄εκπτωτικά στις τσέπες σου κουπόνια.

 

Λίγη σταφίδα φτάνει για το δρόμο.

Κάμε ψυχή κι απόδιωξε τον τρόμο…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013


Στα Ψιλά των Πρωινών Εφημερίδων

                  Για τον Δημήτρη Νικηφόρου

 
Φθαρμένος αστρολάβος οδηγούσε,

τα βήματα τα τρέκλια του Δημήτρη.

Άστραφτε κάπου. Σάρκινο αγκίστρι,

σεμνά στην αμαρτία τον ωθούσε,

 

μ΄αψηφισιά και οίστρο σχοινοβάτη.

<<Που χάθηκε το τραμ το τελευταίο;>>

Απάντηση δεν πήρε… Το στηθαίο

καβάλησε. <<Μητέρα μου Εκάτη,

 

πατρίδα των πυρσών και των ανδρείων,

εγώ ο Ανατέλλων και ο Δύων>>.

 

 

 

 

 

 

 

 

Στην Προκυμαία της Πρεβέζης

περπατώντας αργά, με την στηθάγχη

να μου μαθαίνει τρόπους του θανάτου

και συνήθειες, κάρβουνα μιας βάτου

χαλεύω Βιβλικής. Ύστατη μάχη

 

αυτή. Από παντού λυγρές ειδήσεις…

Δίδυμοι πύργοι καταρρέουν Φίλε, 

τα σύμπαντα. Ηνεώχθησαν Πύλαι

και που Οδηγητή να βρεις να χρίσεις;

 

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013


Καβαφικόν Γ

 
Ξένος εγώ πολύ. Αφθώδεις δρόμοι,

μιας Πόλης που δεν στάθηκε δική μου.

Ψυχή, σπηλιά βαθιά του Πολυφήμου,

το νου σου έχε. Πέντε αστυνόμοι

 

στήνουν παγάνα. Τόλμησε στον ύπνο,

ανάστημα για μια φορά να υψώσεις.

Ξημέρωμα, το μάτι σου θα δώσεις,

να βρουν οι νηστκοί στρωμένο δείπνο.

 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013


Ο Σωσίας

 
Η ώρα η βαριά θαρρώ σιμώνει,

να μπάσουνε τα όνειρα νερό.

Απ΄έναν ύπνο βγαίνω ζοφερό…

Στο πλάγι γαυριασμένη Περσεφόνη,

 

τανιέται με φιγούρες μπαλαρίνας.

Ξημέρωσε. Ο κόκορας λαλεί.

Κάποιος πληρώνει πάντα το μαλλί.

Ας είμαι γω, των άστρων ο κηφήνας.

 

 

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013


Γέννηση

 
Επτά το κλάμα ξέσπασε τ΄Απρίλη.

(Του Bach τα Πάθη λέκιαζαν τη μέρα).

Υγράλατος ο λώρος μου. Μια ξέρα

παγάνευε, στενεύοντας την Πύλη.

 

Ο νεκροθάφτης πράος σεργιανούσε,

μπροστά στα παραθύρια της Μητέρας.

Για μια στιγμή σηκώθηκεν αγέρας.

Λίγες το θάμα ώρες θα βαστούσε.

 

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013


Ο δικός μου Θεός

Ο Κύριος της Δόξης μακελάρης,

σε πάγκο δροκοπά στην Αχαρνών.

Ευθύνης άμοιρος δηλώ, απών

γεμίζοντας το γκάζι σ΄ένα Yaris.

 

Δεν πίστεψα στ΄ακόνια, στα χαντζάρια.

Επαίτης ο δικός μου ο Θεός.

Κι αν είμαι κομματάκι τυχερός,

το χέρι θα μ΄απλώσει στα φανάρια.

 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013


Το Φως που καίει
 

 
Του Χρόνου το σκυλί γερά δαγκώνει.

Κοινή ψυχή μου θάρρει, ρίχτου φόλα.

Το λούγκερ βγάλε, ψύχρα πυροβόλα,

στον κρότο του να πάψει το αηδόνι.

 

-Γεράσαμε ανόητα. Τις πταίει;

-Ο ήλιος κυκλοδίωκτος που λάμπει…

-Και τα βουνά πεθαίνουν Χαραλάμπη…

-Φίλε, κατάρα τρις στο Φως που καίει.

 

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013


Καβαφικόν Β

                (Του Λουκά)

 
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω.

Συ πνέμα μπαίνεις δίαιτα βαρβάτη.

Πιπέρι μπόλικο στη κότα και αλάτι,

παιχνίδια με τη Λένα και τη Φρόσω.

 

Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω.

Μαρόνι, savarin, choux, κανταΐφι.

Ας σέρνει με ο χάρος απ΄το τζίφι,

εγώ καμένη γη θα παραδώσω.

 

Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω.

(Του Πλάτωνα βαρέθηκα τις ρήσεις).

Δεν θέλω να μου φέρνεις αντιρρήσεις,

ανάστροφα σαν πάω να σε ζαβώσω.

 

Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω.

Ότι απομένει, δέξου Επιστήμη.

<<Ενθάδε κείται Δήμε το θρασίμι,

επτά που βίωσε ζωές ωστόσο>>.

 

 

 

 

 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013


Απ΄την Σημαία

 
Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.

Το μεροκάματο να μένει, δεν το θέλω.

Ας πλανηθώ στους ουρανούς με τα πουλιά

και σαν μουχρώσει σεργιανώ προς το μπορντέλο.

 

Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.

Αποσυνάγωγος τις στράτες θε να πάρω.

Σκαρίμπα, Βάρναλη και Γιώσεφ Ελιγιά,

να πιω μαζί σας πως γουστάρω ένα τσιγάρο;

 

Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.

(Ένας μαλάκας και μισός τ΄αφεντικό μου).

Θα την αράξω μόνος κάτω απ΄την μουριά,

παρακαλώντας τη συντέλεια του κόσμου.

 

Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.

Ας πάει στον διάβολο το ένσημο. Νισάφι…

Ρετσίνα Μεσογείτικη γουλιά-γουλιά,

ρουφώ και ματαπιλαλώ σαν νιο ελάφι.

 

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013


Ψυρρή 13

Σηκώνεις λιγωμένος το ποτήρι σου,

λες <<στην υγειά μας>> κι όποιος σε πιστέψει.

Μες στον καθρέφτη σάβανα του Ιησού,

προσδίδουν στο κρασί μια σάπια γεύση.

 

Οι κόνδορες περνούν πριν τα μεσάνυχτα.

(Στο σπίτι το παιδί βαριά κοιμάται).

Από παλιά, πορτόφυλλα ορθάνοιχτα,

γυμνάζανε τον σκύλο να  φοβάται.

 

Την ώρα των μεγάλων αποφάσεων,

μ΄ένα ξορκίζεις νεύμα τροχονόμου.

Επόπτης ξεχασμένων παρελάσεων,

το σύρμα σε κρατάει του Διστόμου.

 

Και γω που σ΄είχα κόνισμα πολύτιμο,

φρυγμένος από χρόνων αλουσία,

του Χάροντα πληρώνοντας αντίτιμο,

μπαρκάρω aller,  Ψυρρή -Αχερουσία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013


Γ
 

Την μια στιγμή στη πόλη έχεις όνομα,

γυναίκα, σπίτι, τέσσερα πτυχία,

την άλλη ξημερώνεσαι απότομα,

κομμένος φέτες σε νεκροτομεία.

 

Στο Μόναχο Παρασκευή λουκάνικα,

την Τρίτη στις Βρυξέλλες fritkots, μύδια.

Την Πέμπτη ραντεβού στα γουναράδικα

και την Δευτέρα βουρ για τα τσακίδια.

 

Γενάρη χουχουλιάζεις μπρος στη σόμπα σου,

κάστανα ψήνοντας, ρουφώντας ρούμι.

Τον Μάρτη Χάρος λέγει:<< Φίλε ώρα σου…

Ξεκούνα, τρισκακόμοιρε χαντούμη>>.

 

Έτσι και γω για τα καλά χρεώθηκα,

σε στίχο κάθε τι να περιγράφω.

Από σειρήνες βίου δεν αλώθηκα,

των Ποιητών διαλέγοντας τον τάφο.

 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013


 
Β
 

Μες τους δρόμους Σουμπερίτες και Χίτες,

λούγκερ, πιόμα, κατακόκκινες μύτες.

Στο γραμμόφωνο ρεμπέτικοι δίσκοι

και γω σε μια γωνιά να πίνω ουίσκι.

 

Μέσα-όξω ξυρισμένα κεφάλια,

γαίμα, σπέρμα, ιδρωτάρι και σάλια.

Στο κρεβάτι συ γυμνή οδαλίσκη

και γω σε μια γωνιά να πίνω ουίσκι.

 

Ραψωδίες, Killah Past, Αμφιάλη,

Ναυπηγεία, ταξική διαπάλη.

<<Νοσφεράτου>> στη t.v με Κλάους Κίνσκι

και γω σε μια γωνιά να πίνω ουίσκι.

 

Κοινωνία βουτηγμένη στη τρέλα,

<<φύγε>> λέει μα χυμάει στη Στέλλα.

Τα ξανθά της τα μαλλιά σε κανίσκι

και γω σε μια γωνιά να πίνω ουίσκι.

 

 

 

 

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013


 

Α
Κερκόπορτα θα ανοίξω και προδότης,

Θα βαπτιστώ στη μνήμη των πληβείων.

Εγώ της Αγοράς ο μαύρος κύων,

εγώ και του Κοινού ο εξωμότης.

 

Δεν βάσταξα να ζω με ψευδαισθήσεις.

Μοίρα μου κοπετός, πληγή και ρήγμα.

Των ερπετών συνήθισα το δήγμα,

τόσο που περιττεύουν εξηγήσεις.

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013


Καρδιά μου

Καρδιά μου γυάλινη στη Νύχτα των Κρυστάλλων,

τον φονιά σου μην τρέμεις, κάμε κουράγιο.

Θάλλει κάπου και για σε ένα μουράγιο,

όπου αχός υψώνεται τραχύς στροφάλων.

 

Καρδιά μου χάρτινη, έχουν πυρές ανάψει

οι Σταυρωτήδες και σέρνουν το χορό τους.

Λύκους τώρα τρέφει η πηγή του σκότους,

μα η φωτιά σου δυνατή θε να τους κάψει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013


Στο Τροπικό του Καρκίνου

Τα μαύρα τα πουλιά πάντα ζευγάρι,

χαράζουν της εταίρας τη σαγήνη,

με χάρη μπαλαρίνας των Μπολσόι.

Λειψό αποβροχάρικο φεγγάρι,

τη ζώνη του αδίκως πάλι λύνει,

Δάφνις που θε να μείνει δίχως Χλόη.

 

Και γω από γκρεμνούς αποσταμένος,

μιαν έξοδο γυρεύοντας κινδύνου,

στις πενιχρές συντάξεις των κλειδούχων,

τα χείλη θα ματίσω. Με τι μένος,

στο Τροπικό με πνίγουν του Καρκίνου,

ωκεανοί ποτών αλκοολούχων;

 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013


ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ

 
-Αυτός θανάτω θάνατον πατήσας

κι εγώ σε λάκκο άγνωστος νεκρός.

<<Με το κουτάλι χώμα θε να τρως>>,

τα λόγια τα μισά μιας κλέφτρας κίσσας.

 

Το κομπολόγι ξέχασα στο σπίτι.

Πώς να περάσει γιέ μου η βραδιά;

Μεγάλωσε του κήπου η ροδιά;

Προσέχεις να σφαλίζεις με τον σύρτη;

 

-Πατέρα, τι λαλείς με το καλάμι;

Κιβουριασμένο σ΄έχω στο Μπραχάμι…

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013


Το Σονέτο του Προδότη


Του χαρτοπαίκτη ζήτησα συγνώμη

και χύθηκα στους δρόμους συγχυσμένος.

Ο Άργος στο κατόπι λυσσασμένος,

μου γαύγιζε: <<Θυμήσου την Ιθώμη>>.

 

Οι μάχες τους με είχαν ξετινάξει.

Κάτι ψιλά στις τσέπες, μια γαλέτα.

Καβάλα σε τρελή μοτοσικλέτα,

κάθε ρωγμή του νου μου είχα φράξει.

 

Και πριν να βρω τον Λόγο που λυτρώνει,

τον Λόγο τον γυμνό της πρώτης νιότης,

δίχως αιτία λύγισε το γόνυ.

 

Στριγγλίζανε σειρήνες. Ο προδότης

πασπάλιζε τα δέντρα μαύρο χιόνι.

Η Μοίρα είχε βρει τον άνθρωπο της.

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013


Ο θείος Βάνιας
 

Πλακόστρωτα στενά του Παραδείσου

και σεις φανάρια γόνιμα του νου,

η στράτα μου γραμμή στην Καρκαλού,

με βγάζει και στα δάσα του Θερίσου.

 

Καιρό με πιλατεύανε λιακάδες.

Πως βάσταξα μαθές το τόσο φως;

Στη Κόλαση καλύτερα τυφλός,

παρέα μ΄ένα τσούρμο αδελφοφάδες,

 

παρά στης λησμοσύνης τη σχεδία

ερέτης. Του Θεού καματερό,

ανάμεσα στο Σίγμα και το Ρω

θυμίζω πανικόβλητα παιδία,

 

που γνώρισαν τη πίκρα της ορφάνιας,

στο πρόσωπο του ίδιου τους γονιού.

Ω τσίγκινη φωνούλα τρυγονιού,

μολόγα τους καημούς του θείου-Βάνια…