Το πανηγύρι σχόλασε σα
κρίναν οι Θεοί:
«Εδώ δεν παίζει ψησταριά
και τσίκνα κι ευωχία.
Μονάχα χέρι ξενικό που
γδέρνει κι ελεεί,
τα τζιβαέρια παίρνοντας
για μερμηγκοψιχία».
Παντού περβόλια ξερικά,
συνείδησες ρηχές,
ελιές κι αμπέλια στη
φωτιά, πηγάδια μολεμένα,
κι ο Θουκυδίδης στάση Εδέμ,
γιομάτος αμυχές,
να μουρμουρίζει: «Ατυχώς…Τα
χέρια μου δεμένα».
Εγώ βοσκός οδήγησα με
πέτρα στο νεφρό,
τρακόσες πόρνες σε μοτέλ
στις λάγνες Θερμοπύλες,
που σα ντουβάρια
πέφτοντας σ΄υπόστρωμα τεφρό,
τον πρώτο τους τον έρωτα
χωρέσαν σε αγκύλες.
Το πανηγύρι σχόλασε. Το
λέγ΄ορθά κοφτά,
κι ας έχω νιτερέσα μου
σ΄αυτό το δόλιο χώμα.
Τους μουλωχτούς το
τίμημα τους βρίσκει μουλωχτά,
πριν κουρνιαχτός να
γένουνε και των σκωλήκων βρώμα.