Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017
Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017
Η Παρδαλή
Οι κουβέντες μετρημένες
και τα σούξου μούξου του,
με του Ρουφ τους Μπραντπιτάδες.
Εις υγείαν του κουτού,
και ψημένη τη ρακή.
Τι ψυχή θα παραδώκεις,
μούμια Αιγυπτιακή;
τον Λευτέρη λακριντί,
μου σφυρίξανε πως έχεις,
ανεψιά της Lady D.
δε θα πας και Μερσεντές,
Ελλαδίτσα ΄δω καημένη,
που όλα καραγκιόζ μπερντές.
κι άιντε κόψε τον λαιμό,
για τα σένα πριτς μη πέσω,
αυτοχτόνος σε γκρεμό.
κάποια θα μου κουνηθεί
και συ τράβα όπου κέφι
κάνεις κι έχεις τσιμπηθεί.
Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017
Δεν γράφω
Δεν γράφω για τις μέρες τις μεγάλες.
Ο κόπος μου γι΄αυτές τις ταπεινές,
που βάσανο η ζήση κι οι αγκάλες
ωχρές, σα΄φημερίδες περσινές.
ανάβει Παντογνώστης Φωτεινός,
σε κάθε μια ερώτηση και ράκη,
σκορπίζει ο γαμπρός ο αλλοτινός.
Γι΄ αυτές άς γράψουν άλλοι πιο καλοί.
Εγώ δηλώνω επάγγελμα χασάπης
και στρώνω απ΄εντόσθια χαλί.
γαυγίζοντας τον κύρη του σπιτιού,
τη φύτρα του, Θεό και δέκα μείον.
«Αλιά μου, θα σε κάμει του αλατιού».
Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017
Ταφή
Την ώρα της επαίσχυντης ταφής,
τι θέλω τους φακούς της επαφής;
Σκοτάδι ο Θεός κι εγώ σκοτάδι,
κι ας είναι μεσημέρι και Τετράδη.
που φόρτωνα συχνά στις Ικαρίες,
ακούω να δουλεύει απάνω φτυάρι,
με μπρίο, με ρυθμό πολύ και χάρη.
βοριάδες με ξεσέρνουν αληγείς,
σφυρίζοντας: «Ανάσταση δεν έχει,
γι΄αυτόν που τον Παράδεισο αντέχει».
να προσκαλούν κοπάδια οφειλέτες,
μια φλύδα ας με χωρίζει από το χώμα
και των Μακαρισμών την νοσοκόμα.
Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017
Με τους τριακό του Λεωνί,
σιμά στις Θερμοπύλες,
τρελό θ΄ανοί ένα μακελειό,
να τεμαχί γκοτζίλες.
να βλέπει Σαλαμίνας,
όπου με θειό –Θεμιστοκλή,
κασέλες αθερίνας,
από εφημερίδες,
θα σεσουλιά καθημερνώς,
να τρώ καλά οι κιοτήδες.
μπροστά στην Αλαμάνα,
με Διά θε να σουβλί αρνιά,
για την Γραικιά πουτάνα.
Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017
Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017
Στην Οστεοθυρίδα
Ωραία εδώ που τα περνώ,
στην οστεοθυρίδα,
με τα σκορδάκια μου κλειστά,
χαμηλωμένη φρύδα.
τον χρόνο και Μεγάλη,
σιμώνει μια μεσόκοπη,
που μουρμουρά «Μιχάλη»
δακρύζοντας σα βρύση,
που δεν την σφίξανε καλά.
Κάποιος να της μιλήσει,
τι μου ΄γινε τσιμπούρι,
και γαϊδουρίσο φόρτωμα.
Δεν λέγω καλαμπούρι,
στην οστεοθυρίδα.
Έχω την ησυχία μου
κι αράχνη παλλακίδα.
Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017
Κάρτα Μέλους
Δε πιθυμώ Παράδεισους,
με γιαλαντζί Αγίους,
να μουρμουράνε προσευχές,
σε ήχους βου πλαγίους.
τσιτάτα Επικτήτου,
χέρια, κεφάλι και κανιά,
κινώ του Παραλύτου.
με πιάνει το μεράκι
και χαλβαδιάζονας πυρές,
στρίβω διπλά μουστάκι.
γρασίδια κι ασφοδέλους.
Άλλα γομάρια πιο πιστά,
κάρτα να λάβουν μέλους.
Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017
Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017
Η Πόρνη με το Λαγούτο
Στην Ελευσίνα κάποτε λουλούδι θαλερό,
που δεν δοκίμασε ποτέ του μαρασμού το κνούτο,
απ΄το λεπίδι μάτωσε μιας πόρνης το ιερό,
με πέταλα ραντίζοντας μαλλιά της και λαγούτο.
από τις λόχμες πέταξε γεράκι προς την δύση
των Ιδεών, θυμίζοντας καλόγερο σαλό,
που ΄χει τον νου του αδειανό μα την καρδιά σε στύση.
και μην σκιαχτείς για θάνατο χλωρό να μου μιλήσεις!
-Για κάποια που δεν άφησε στιγμή τη χέρσα γη,
είναι κομμάτι δύσκολο να της ΄ξηγάς για πτήσεις!
και πήρε την το μούχρωμα με τα καφέ-σαντάν του.
Την έψαξα στην Αγορά με βλέμμα και μ΄αφή,
για να την βρω ξημέρωμα σ΄έν΄αμανέ του Στράτου.
Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017
Η τελευταία ημέρα του Νεστόριου Ευμολπίδη
Η Κόρη σαν λαχάνιασε απ΄την τρελή φυγή
απάνω σ΄αετώματα και σε χλωρές ταράτσες,
τον άνεμο λογχίζοντας του έδωκε πληγή,
και με το γαίμα στέγνωσε πουκάμισο και κάλτσες.
για κάποιαν επανάσταση που άργησε στο δρόμο
και μιαν Ελένη τσίλικη φερμένη απ΄τα Φηρά,
που με την ομορφάδα της κατέλυσε τον Νόμο.
ωραίες ατενίζοντας προσόψεις του θανάτου.
Μα που της Κόρης ο μαστός;. Μουρτζούφλης και αργός,
τις περιπτύξεις βλόγησε ενός μπερμπάντη γάτου.
με τον πατέρα σε κουτί, την μάνα μ΄ ανθοστήλη,
και τότε απ΄το σακίδιο τραβώντας τον φανό,
της Περσεφόνης φώτισε μικρά, μεγάλα χείλη.
Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017
Κυψέλη
Ο χρόνος με λιανίζει κι όμως φίλο,
ακόμα τον φωνάζω και συντρόφι.
Πως μ΄έμπλεξαν μαθές οι Χοιροτρόφοι
και λάθεψα το πλοίο για την Δήλο;
παιάνες. Μ΄αρρωστούν οι παρελάσεις.
Σωρός τα δευτερόλεπτα, εντάσεις
χυδαίες προμηνούν καθώς καπνίζω,
σε στίχους που σπιθίζουνε σκοτάδια.
Εδώ θα κάτσω ακίνητος στη βάρδια
του μπαλκονιού, να καρτερώ τον πεθαμένο
και μια χυδαία λάμψη από βιτρίνες,
με φέραν Προμηθέα εν Αθήναις,
το ήπαρ να μου τρώγει η ανία.
ο θάνατος σημαία μ΄υποστέλλει.
Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017
Ο Ανάποδος
Στον φίλο μου κλειστή καρδιά
και στον εχθρό νισάφι,
γαμπρό κιμπάρη της γκαβής,
η αδελφή στο ράφι.
στ΄αγιάζι ανοιγμένα.
Θέρος… Χριστουγεννιάτικα
λαμπάκια αναμμένα.
το κάτω και το πάνω,
βαγόνια με λευκή ουρά,
στις ράγες αεροπλάνο.
Ντεκαρτικές ιδέες,
μ΄άλλες θα ζήσω εφεξής,
λιγότερο εδραίες.
Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017
Στην Ηλεία
Κάποια μου ΄πε στην Ηλεία,
ήλιος, άμμος, παραλία
και χορτάρι απ΄το φίνο,
πίνοντας τον καπουτσίνο.
Κάποια μου ΄πε στην Ηλεία,
ήλιος, άμμος, παραλία
και χορτάρι απ΄το φίνο,
πίνοντας τον καπουτσίνο.
την περνάς και δίχως μία,
αραγμένος σε ξαπλώστρα,
΄πα στο κύμα και τη μόστρα.
άκου φίλε μου Ηλία,
πως κατέχει τόσο στρέμμα,
που θολώνει σου το βλέμμα.
ψάχνεται για γαλουχία,
και για σύζυγο κιμπάρη,
να φροντίζει το κηπάρι.
που ανθεί η Γεωργία,
έλα με τον Λια κουμπάρο,
δυό τρυγόνια μ΄ένα σμπάρο».
Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017
Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017
Ένας Χάρτινος Κόσμος
Χάρτινο κόσμο από τα πέντε κατοικώ,
με κάτι εξώφυλλα ταγμένα να ξεφτίζουν,
βάρκες συρμένες σ΄ακρογιάλι Αττικό,
που χινοπώρου αφροί αλύπητα ραντίζουν.
Παίχτη κι Ηλίθιο συνέχεια με κράζει,
Πότη ο Φάλαντα, ο Χάμσουν Νηστικό
κι ο ροδο-Ρίλκε Ντουίνο αινίγματα μου βάζει.
Παρασκευές σχεδόν αλλόκοτα Μεγάλες,
ένα ζεϊμπέκικο ερήμην αορτής,
γυρίζουν βόλτα με τα χέρια τους διχάλες.
παίρνουν την θέση τους ξοπίσω από «Επαίνους»,
πριν να βουτήξουν αυτοχτόνοι στα χαλιά,
και τους σηκώσει ο ποιητής τσαλακωμένους.
Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017
Μονομαχία στην Αχαρνών
Τον «Πότη» δες του Φάλαντα,
που παραχώνει τάλαντα,
κι εμέ του Πάθους τον στεγνό,
που και νερό να πιω ξεχνώ,
στην Αχαρνών μεσάνυχτα,
με μάτια μας μισάνοιχτα,
για το θρονί των Ουρανών,
(εν μέσω Σύρων κι Αφγανών,)
αμάχη να σηκώνουμε,
μητρώα να λερώνουμε,
ποιον μουστερή από τους δυο,
ο Γιαραμπής θα ορίσει Γιό.
Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017
Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017
24 Ώρες
Ξεπόρτισα στις πέντε ξημερώματα,
σκατά σκυλιώνε, λασπουριά και χώματα.
Κατά τις έξη πάτησα Πετράλωνα,
που κάποτε για μια Καλλιόπη καύλωνα.
Επτά…Παπάδες είδα να προσέρχονται,
στες εκκλησιές και είπα: «Δε κουρεύονται».
Οκτώ κι οι δρόμοι γέμισαν παραίτηση,
εννιά και τρέχαν μάγκες γι΄απολέπιση.
Στις δέκα ο ζητιάνος παραφέρθηκε,
σαράντα σέντσια του δωνα, δεν δέχτηκε.
Κοντά στις εντεκάμισυ μυστήριο,
λιβάνι μύριζε τ΄οβελιστήριο.
Νταν δώδεκα ο Άμλετ κι πατέρας του,
δυό νότες κλειδοκύμβαλου ασυγκέραστου.
Στις μία ο ήλιος έκαιγε(τι Κόλαση;)
και πήρε να θολώνει μου την όραση.
Μπιζέρισα και γύρισα τρεκλίζοντας,
(χαρβαλωμένο στόρι ο ορίζοντας),
στο σπίτι, στο σπιτάκι, στο κουμάσι μου,
εκεί που κάποτε ήτανε του Άσιμου.
«Που βόσκει η συμβία μου;» απόρεσα,
παντούφλες μ΄αρκουδάκια μαύρα φόρεσα
και χύθηκα φαρδύς-πλατύς στ΄ ανάκλιντρο,
ανοίγοντας ασκό οίνο πεντάλιτρο.
Επέστρεψε στις τέσσερις κουρούμπελο.
(Φαγούρα φοβερή πάνω στο κούτελο).
Ως τα μεσάνυχτα μηδέν απάνταγε,
κλειστό το στόμα της σα Σφίγγα κράταγε.
Πρώτου της έκαμα βαθμού ανάκριση,
δίχως μια στάλα οίκτο και διάκριση,
στις τέσσερις εδέησε: « Έχω γκόμενο…
Με τέτοιον άντρα πράγμα είν΄επόμενο».
Και κλείνοντας ξυπνός εικοστετράωρο,
εμέ και δαύτη απόστειλα στο διάολο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)