Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

 

Λυκόνικος


«Φίδι ο φίλος» πάντα λέγανε οι παλιοί,

που ΄χανε γνώση από  δαγκώματα της κόμπρας,

κι είχανε μάθει τη ζωή απ΄την καλή

κι απ΄την κακή μεριά, την καυτερή σαν σόμπα.

 

Και δεν μονιάζανε ποτέ και πουθενά,

με ποιητές ιδίως, μακριά κι αλάργα,

και της ζωής τους εμπαζώναν τα κενά,

καπνό, χασίσι,γαλανές και οίνο κάργα.

 

Και μόνο ένας, κάποιος Νίκος μιά φορά,

που οι λαθρόβιοι τον ξέραν και σα «Λύκο»

είπε αυτός να κάμει τη διαφορά,

και της καρδιάς ν΄ανοίξει διάπλατα τον οίκο.

 

Μπήκαν πολλοί, χυδαίοι, πρόστυχοι, σαλοί

και του πατήσαν την καρδιά με τα παπούτσια.

Είχε στρωμένο αυτός, το πιο καλό  χαλί,

κι αυτοί σκορπίζανε στο διάβα τους κουκούτσια.

 

Σαν κάποτε στης πόλης μέσα τον λυγμό,

εκεί που σμίγει η Φειδίου με  Μπενάκη,

στήσεις τ΄αυτί,  θ΄αφουγκραστείς τον συριγμό,

της προδομένης αορτής του από φενάκη.

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

 

Το Βύθισμα

Δεν μπόρεσα τον ήλιο να βαστάξω

στα χέρια μου τα μιά ζωή ψυχρά,

κι αγχώδης κατεβάζοντας το γείσο,

λογάκια τέτοια έφτυσα πικρά:

 

«Τον θάνατο τον θέλω μες στα φώτα,

να βλέπω το δρεπάνι του Κριτή,

τους χάρτες να θωρώ, να βάζω ρότα

που σώο θα με βγάλει σε ειρκτή.

 

Θανή αξίζει μόνο μες στο φάος

του θέρους, τι κρατάει μιά στιγμή.

Μπροστά μου, να ξανοίγεται το χάος,

κι από παντού ν΄ακούγονται τριγμοί.

 

Έτσι το θέλω εγώ κι έτσι θα γίνει…

Αλλοίμονο, μιλώ σαν το Θεό,

που έρεβος ευδόκησε να δίνει

και τέλειωμα στους ούτιδες  φαιό».

 

Δεν μπόρεσα τον ήλιο να κρατήσω,

σκοτείνιασε η Πλάση και σκληρά,

μου δόθηκε η διάτα να βυθίσω,

το δέμας μου στην σκότεινη πυρά.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

 

ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΤΙΧΟΥΣ

Με πέντε στίχους…Τόσο εξαγόρασα,

τη λεφτεριά στη μαύρη Σικελία,

και βρίσκοντας σκαρί ο ούτις μπόρεσα,

να φύγω από των δούλων τα κελία.

 

Με στίχους πέντε από «Εκάβη»!… Γροίκισε,

τον κοπετό τ΄ αφέντη μου τ΄ωτίο,

κι απέκει στην καρδιά του οίκτος  κύλησε,

που  μού ΄πε: « Σ΄απαλλάσσω απ΄το φορτίο».

 

Και να ΄μαι στην Αθήνα!  Πρώτα έτρεξα,

στην Αγορά να βρω τον Ευριπίδη.

Τον βρήκα γεροντάκι και του έλεξα:

«Στους πόδες σου προσπέφτω ιδές σαρίδι.

 

Εγώ με πέντε στίχους άνδρας γέγονα

και πάλι, συγκινώντας τον οχτρό μου,

λογάκια ολοδικά σου που τα λέρωνα,

από το δύχτι μάκρυνα του τρόμου.

 

Το χέρι σου φιλώ  Πατέρα μάκαρα,

που μ΄έσωκ΄ απ΄την τόσην υγρασία.

Για πέντε μόνο στίχους, πίσω μπάρκαρα,

κι εσύ με τόσους, C.I.F  γι΄αθανασία».

 

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

 

Δικαστικός Υπάλληλος


Το ΄χα κρυφό ακόμη κι άπ΄τη μάνα μου…

Υπηρετούσα στο Πρωτοδικείο.

Τις Παναγιές, σ΄αυθαίρετο του Κάλαμου,

χειμώνες, στων ρητών το κυλικείο.

 

Χρόνοι φονιάδες μες στη χάψη πέρναγαν.

Βουνοί τυφώδεις οι δικογραφίες,

τη πίκρα τους εντός μου όλη ξέρναγαν,

ανοίγοντας πληγές στις ουτοπίες.

 

Και μόνη απαντοχή γύρω στες μιάμιση,

την ώρα που λυγούσε η δυστοκία,

μολύβι και χαρτί με διαγράμμιση,

ρίμες, στιχάκια  σαν αλωπεκία.

 

Κι όταν η τρίτη ώρα κατεδάφιζε,

παραγραφές, ποινές και προθεσμίες,

ο θάνατος λιμάρης «στάσου» άφριζε,

πυρήνας που επιφέρει λευχαιμίες.

 

Το ΄χα κρυφό δεν λέγω παραμύθιασμα,

το ΄χα κρυφό ντρεπόμουν και λιγάκι,

τα χέρια είχα, το μυαλό για νοίκιασμα,

κι  εξήντα ιδού υποψήφιο γεροντάκι.

 

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

 

Συνάντηση με τον κυρ-Αλέξανδρο

                                            (Αφιερωμένο στον κ. Θέμη Μαυροκέφαλο)


Τον κυρ-Αλέξανδρο αντάμωσα ένα δείλι,

σε καφενείο να σκοτώνει τον καιρό,

λίγο θλιμμένο, με κομμένο πάνω αχείλι,

και τσακισμένο το ζερβί του το φτερό.

 

Γλυκά τον κοίταξα, του είπα: «Καλησπέρα…

Έχεις τη πένα σου ακόμα ζωντανή;

Χρόνια περάσανε και γέρασε η σφαίρα,

και μόνο οι λέξεις σου απόμειναν φανοί.

 

Μ΄απλά φωτίζουνε μια πόλη που πεθαίνει,

κάτω από γκρίζους, θυμωμένους ουρανούς.

Τι να σε κάμουν οι ανθρώποι εσέ τον πένη,

σαν μίλια έχει ξεστρατίσει τώρα ο νους;»

 

Κι ο κυρ-Αλέξανδρος κατέβασε τα μάτια,

κι είδε το πάτωμα το λασπουριά λερό:

«Γι΄αυτόν που ξέρει, είν΄ μπροστά τα μονοπάτια,

που ακολουθώντας τα τον πάνε στο νερό.

 

Άσε λοιπόν τις λιγωμένες καλησπέρες,

και φράσεις γέμισε του βίου τον ασκό.

Δεν έχεις πιά την ηλικία για βεγγέρες.

Δες την Αθήνα σαν μια νέα Δαμασκό».


Τον κυρ΄Αλέξανδρο αντάμωσα ένα δείλι.

«Αυτός να ήταν ή το φάσμα του;» ρωτώ.

Το καφενείο είχε μόνο χαμομήλι,

και χαλασμένο όλο γρόμπι παγωτό.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

 

Ύπνος

Καθεύδουμε στο έμπα της ζωής,

καθεύδουμε στο έβγα με ληγμένους

τους ασβεστοποιημένους κωδικούς,

στο άπειρο εν τέλει εισηγμένους.

 

Και μάλλον είναι κάτι φυσικό

για όλους, πλην μας βάζει σ΄αγωνίες.

Οι οφθαλμοί γαρίδα το λοιπόν,

στων ύπνων τις γλυκιές κατατονίες.

 

Μορφέας με το κόρνο του καλεί.

Τ΄αυτιά σας με κερί καλά βουλώστε.

Ψηλά, πολύ ψηλά την κεφαλή,

μην γείρει…Αναστήματα ορθώστε!

 

Καθεύδουμε στο έμπα της ζωής,

καθεύδουμε στο έβγα. Τις βελέντζες

τινάξτε από πάνω σας μωρέ,

τι σέρνονται βλεφάρων ινφλουέντζες.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

 

Καλή Χρονιά

«Καλή» στην πόρνη εύχομαι «χρονιά»

και χύνομαι στους δρόμους με τ΄αγιάζι.

Ο Κρόνος καθισμένος σε περβάζι:

«Εδώ θε νά ΄βρεις οίκτο και μονιά.»

 

Τον οίκο του καλούν «Απελπισιά».

Αρούρηδες, κοριοί όλοι δικοί του,

Απόλλωνος γωνία και Ιπίτου,

σαν άσυλο ανιάτων κι εκκλησιά.

 

Με βήματα γοργά τον προσπερνώ.

Μου φτάνει το περίστροφο που σέρνω.

Καιρός πολύς που γέρνω κι όλο γέρνω,

προς ένα πυθαγόρειο κενό.

 

«Καλή» στην πόρνη εύχομαι «χρονιά»

κι εκείνη με προγκάει; «Ξεκουμπίσου!»

Μα εγώ ακούω « Τάλαν υποκλίσου,

στον χρόνο τον αφέντη και φονιά».

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

 

Μυρτώ


Μέρες σαράντα διάβηκαν μα σώμα μου βαστάει,

αυτιά γρικάνε τη βροχή, το βήμα το συρτό,

απάνω στο πλακόστωτο εκείνης που κρατάει,

σκουτάρι μελανόχρωμο και την ελέν΄Μυρτώ.

 

Μ΄αδίκως πιάνει τ΄άρματα… Πάνου στη γη κι αν στέκει,

γοργά η πτώση θε να ρθεί  σιμά μου  να στρωθεί,

μαζί να κάνουμε μονιά  κάτω απ΄το ίδιο πρέκι,

ορθοί στη πρώτη μας ζωή, στο τάφο μας ορθοί.

 

Corona

Είναι οικτρά η εποχή,

ναρκοθετών τας έννοιαι,

κι ας έχει νου του ο καθείς,

σοβούν και νευρασθένειαι.

 

Ότι για λόγον με ειρμόν,

με συνοχήν και χάρη,

καφέ σου βράζουνε ζουμί

και κόλυβον σιτάρι.