Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Ο Παγοπώλης του Έρωτα
Αποτέλεσμα εικόνας για The kokoschka paintings
Ο Παγοπώλης πέταξε τη γόπα του στο δρόμο
κι ανέβηκε τις σκαλωσιές να βάλει τη θηλιά.
Μια βάρκα μισοβούλιαξε πέρα στη λίμνη Κόμο,
δίχως νοτιά το φύσημα, μέσα σε αντηλιά.


Κι ήμουν παιδί τετράματο, φιγούρα ταγκιασμένη,
μ΄εντόσθια να γκρατσουνάν αριέτες της Καλής,
μα στέγνα η αγάπη της σα δύση κουρασμένη,
που με το ζόρι φώτιζε ήλιος πορτοκαλής.


Ο Παγοπώλης σφάδαζε δεμένος στην αγχόνη,
αλλάζοντας τα χρώματα της τέφρας τα επτά
και σα ψυχή του πέταξε του Μάρτη χελιδόνι,
αρχίσαν τα μαρτύρια για μένα τα σεπτά.


Παρασκευή γενήθηκα για να πεθάνω Πέμπτη
κι αυτή που τόσο πόθησα στον κόσμο ζωντανή
θε ν΄απομείνει να ρωτά αν όντως μ΄ονειρεύτη,
πριν ένα «Ναι» της κρένουνε του Ιβύκου οι γερανοί.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Η εύρεση του γηραιού Βέρθερου
Αποτέλεσμα εικόνας για old dead lover paintings
Σε μια γωνια θα δεις τα ξεροκόκαλα,
πιζάμες φορεμένα με τη ρίγα,
σκόνη παντού, μαμούδια, σκόρπια φρόκαλα
και το τραπέζι τίγκα ψόφια μύγα.

Στο κομοδίνο χάπια για την πίεση,
ληγμένα από πέρσι τον Δεκέμβρη,
τον σκούληκα τον άσπρο σε παρέλαση,
προς της κουζίνας το χυμένο αλεύρι.

Τον Πλάτωνα στο ράφι χαρτοπόλεμο
θε νάβρεις και του Τέλεμαν τα «Πάθη»,
μια συνταγή σβησμένη για πονόλαιμο
κι ένα κλεισμένο ρόδο που εμαράνθη.

Μην και σκιαχτείς, το σπίτι κλειδαμπάρωσε.
Λέξη Αγαπημένη σε κανένα!
Φτάνει εσύ να ξέρεις και καμάρωσε,
που κάποιος σκοταδιάστηκε για σένα.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Ο Αρθούρος Ρεμπώ στην Αθήνα
Αποτέλεσμα εικόνας για ρεμπώ αρθούρος paintings
Τους στίχους μου θα γράψω με νυστέρι,
απάνω στης γοργόνας τον μαστό.
Δεν είμαι προικοθήρας να νοιαστώ,
για της λιποταξίας το μαδέρι

που έσπειρε την ήττα στα μυαλά σας.
Ευαγγελίου πέμπτου το παιδί,
με τρόπο ολωσδιόλου αναιδή,
στο ύψος θα σταθώ μορφής κι ανάσας,

ενός Ρεμπώ ταγμένου σε ουσίες.
Ω χρόνε δρυοκολάπτη των θυρών!
Εγώ, Αρθούρος σύμπαντα πληρών,
την μήτρα που οικούν οι απουσίες,

ωχρός θα εμβολίσω δίχως βιάση.
(Οι μέρες Πυθαγόρεια κουκιά).
Του χάροντα κι αν τρέμω η μπουκιά,
στο τέλος εϊβαλά, αυτός θα χάσει.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Χιονίζει
Αποτέλεσμα εικόνας για snw death paintings
Χιονίζει τακτικά τις Κυριακές,
απάνω στα μαλλιά μου ναφθαλίνη.
Για γεύμα δυο νερόβραστες φακές,
για δείπνο του Βενέζη η «Γαλήνη».

Οι μέρες βαρελότα Πασχαλιάς,
δεν συντηρούν χαρά. Τι τυραννία,
η λάμψη της τρανής γαρουφαλλιάς;
Καθώς η σάρκα μου κυλά σαν λιτανεία

που έχασε τον δρόμο τον σωστό,
αυτόν που οδηγεί στους Πάνω Τόπους,
πουλί λαλεί: «Ισχνό το ποσοστό
μητέρων που γεννήσανε Ανθρώπους».

Χιονίζει τακτικά τις Κυριακές,
μαργώνοντας βαθιά ψυχή και σώμα.
Το ήπαρ υποσκάπτω μέ ρακές,
ταχιά κέλα να βρω μέσα στο χώμα.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Ο κυρ-Θανάσης
Αποτέλεσμα εικόνας για amsterdam whores paintings
Ένας Έλληνας στη Χάγη,
βράζει ποντικούς να φάγει
κι ένας άλλος στην Ουτρέχτη,
σκορδαλιά παντζάρια ορέχτη.

Και στου Άμστελ τα κανάλια,
μασουλίζοντας στραγγάλια, 
βουαλά κι ο κυρ-Θανάσης:
-Κάτσε μάτι να χορτάσεις!

Μες στο Ρότερνταμ σε πίτσα,
ζύμες ξεφουρνά μια θείτσα.
Στο Ντεν Χέλντερ και στη Γκούντα,
Πυργιωτάκια πίνουν φούντα.

Και στου Άμστελ τα κανάλια
στα βιτρινοκαρναβάλια,
βουαλά κι ο κυρ-Θανάσης:
-Φόρα μπες και δεν θα χάσεις!

Χάρλεεμ, Κρόνιγκεν και Μπρέντα,
την εβγάζω με Μερέντα,
Λάιντεν, Φλέβολαντ και Έντε,
άρτο τρώγω κάθε πέντε.

Και στου Άμστελ τα κανάλια,
με δερμάτινα σανδάλια,
βουαλά κι ο κυρ-Θανάσης:
-Πήδα μάγκα πριν γεράσεις!

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Τα Λόγια και οι Πράξεις
Αποτέλεσμα εικόνας για acts and deeds paintings
Τα λόγια μου σεμνά και μετρημένα,
θυμίζουν ανεπαίσθητες ρωγμές
μιας Τρίτης, στα μισά του Τριωδίου.
-Που πήγαν οι μαθήτριες του Ωδείου;
-Μπροστά στα εικονίσματα χλωμές.

Οι πράξεις μου της Κόλασης καντόνια,
(πυργίσκοι στην ομίχλη γοτθικοί),
σ΄ανάπηρου καρότσι καθισμένες,
με λέσια ηδονών αγκαλιασμένες,
τελούν μια λειτουργία ηβική.

Τα λόγια μου καντάρια ναφθαλίνη,
γεμίζουν της καλντέρας τα κενά.
Σκληρά που ξηγηθήκανε τα χρόνια...
Πόσο τσιμέντο δρόμος ως τη Σόνια;
Τι ξύδι κι η ρομπόλα της Κανά;

Οι πράξεις μου καιρό τετελεσμένες.
Άλλο δεν μένει τίποτα να πω.
Ξυλοπαλτό τη σάρκα μου τυλίγω.
Ποιός πίστευε πως θα ταν τόσο λίγο,
το νήμα της ζωής και ποταπό;

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Ο Τάφος και η Ταβέρνα
Αποτέλεσμα εικόνας για tavern and graveyard paintings
Ο τάφος συνορεύει με ταβέρνα
κι εγώ μες στο καράβι του Ρεμπώ,
εξίσου μεθυσμένος λέγω: «Κέρνα...
Ο χάροντας γκαρσόν έχει ρεπό,

απόψε που ναι  νύχτα μαγεμένη.

Μεζέ και εκλεκτό στους ναυαγούς.
Τριχιά με τη ζωή χοντρή με δένει.
Παιδί ενός Θεού αιμοσταγούς,

τους στίχους μου σκορπώ στους πέντε ανέμους

και πίνω μια οκά στη καθισιά,
τι μπούχτισα της σάρκας τους πολέμους,
τη φτώχεια και του πλούτου τη βρισιά».

Ο τάφος συνορεύει με ταβέρνα.

(Ασώτου, τρεις η ώρα Κυριακή).
Ο θάνατος δαγκώνει με σα σμέρνα
που ψάρεψα και θέλω τον πλακί.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Σχιστό 2016 μ.Χ
Αποτέλεσμα εικόνας για Σχιστό
Σφαγμένος μες στα μνήματα των ξένων,
τον ύπνο προλογίζω του λαγού,
σχεδόν σαράντα μήνες δίχως ταίρι,
με την ανασεμιά του Ιαβέρη
στο σβέρκο μου. Σφυρίχτρα ξεναγού

παράγγειλα σ΄Αυλές και σε καντόνια,

προβάροντας επαίτη φορεσιά.
Κυκλώπεια μπροστά πολυβολεία,
εκμισθωμένα στη μελαγχολία
και στου πατέρα-Κρόνου τη χωσιά.

Με της ακινησίας την κραιπάλη

και των απελπισμένων το σφυρί,
κάθε καθρέφτη γύρισα κομμάτια,
πριν να φορέσω κάπα μαύρη, γάντια,
του χάροντα πριν χάψω το τυρί.

Λερός καθώς το θέλησε η μάνα,

φτηνός καθώς το έφερε η ζωή
στραβά την ανεμότρατα ορίζω,
στους δαίμονες ουρλιάζοντας «Κερδίζω
τι έχω μειωμένη ακοή».

Το σώμα εκθετήριο για ήττες.

(Σ΄ωάριο ανέμελα  γυρνώ).
Συ που γρικάς, φωνήεν μην πιστέψεις...
Ακολουθεί το όνειδος της στέψης
κι ένα ταφί προς το Σχιστό κοινό.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Ο Μήτσος
Αποτέλεσμα εικόνας για black dog paintings
Ένα καιρό που τα σκυλιά, είχαν φωνή και λόγο,
νέρος ο Μήτσος μπάσταρδος απόκοντα με παίρνει
και μες στ΄αυτί γαυγώντας μου είπε: «Σου δίνω ψόγο,
ότι ο κόσμος ο κακός πολύ σε παρασέρνει

κι όσο που ήσουνα χρυσός κι είχες τις χάρες όλες,

ωσά και με αγρίεψες και φάλτσο πήρες δρόμο.
Κι αν είναι να σαι σκύλαρος προσεχτικά τις φόλες,
γιατί τα τακιμάκια σου μπέσα δεν έχουν, νόμο

κι εκεί που σε ταγίζανε κι εκεί που σε ποτίζαν,

κλωτσιά γερή στα πισινά σε δίνουν κι αλαργεύουν,
τι το κεμέρι που χανε στην άκρη και τοκίζαν,
αναμεσίς στα φρόκαλα ματαίως πια χαλεύουν.

Κακός Βοριάς βροντοκοπά, πικρός Νοτιάς φυσάει

και η ζωή που κάποτες χορός και παιχνιδάκι,
πολλά στραβά εγύρισε και τους θνητούς τρυπάει,
με μια ψυχράδα που ευθύς σε στρέφει γεροντάκι».

Αυτά ο Μήτσος χούγιαξε και μου δειξε τα δόντια

και σα μια πέτρα έσκυψα στα χέρια μου και πήρα,
γύρισε και μου πέταξε λέξεις στερνές ακόντια:
«Καθαρματίδη Άνθρωπε, μυαλά σου και μια λίρα».


Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Ένα Μεσημέρι
Αποτέλεσμα εικόνας για walking paintings
Ένα μεσημέρι
στην οδό Διδότου,
έπαθα χουνέρι...
Κυριακή Ασώτου,

γύριζα ρεμάλης
ψάχνοντας για χόρτο,
μ΄όπλο υπό μάλης
μια μποτίλια πόρτο.

Έξω στη λιακάδα
μπρος σ΄έναν εσπρέσσο,
είδα την Ελλάδα
να φιλά τον Νέσσο,

και να του γυρίζει
λόγια σαν και τούτα:
-Πιάσε ρωγοβύζι,
στη μαρμίτα βούτα.

Προς τη Μασσαλίας
μέσα σε Τογιότα,
να σου κι ο Καλλίας
μ΄αναμμένα φώτα,

να με προσπερνάει:
-Άκρη Πρωταγόρα,
φίδι πριν σε φάει...
-Άιντε ρε προχώρα...

Λίγο παρακάτω,
δυο λατερνατζήδες,
καιομένη βάτο
θύμιζαν κι Ατρείδες,

στρέφοντας Τσιτσάνη
με τη μανιβέλα.
Ένας μάγκας: -Φτάνει
με τη κατσιβέλα...

Και στο Κολωνάκι
ξάπλα στη πλατεία,
σκυλογεροντάκι
μ΄Ιησού καρδία,

γαύγιζε για αγάπη
μασουλώντας φόλα:
-Αι ντουνιά ζουλάπι,
ντο ρε μι φα σολ λα.

Γύρισα την πλάτη,
τάχυνα το βήμα,
κι έσπειρα μ΄αλάτι, 
τη μισή Αθήνα.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Τάφοι
Αποτέλεσμα εικόνας για επιτάφια στήλη
Τάφοι των προγόνων μου χαμένοι,
σ΄ένα γυρολόγο που πεθαίνει
δώστε αγκαλιά, σμάρι τα φιλιά.
Ζευς Σωτήρ και μύγες ανασταίνει.

Βράχια της Λεσίνας αγιασμένα,

πάνω σας θεόρατη αντέννα,
πιάνει μια χαρά σήμα. Η φθορά,
σήμερα πρωτάγγιξε κι εμένα.

Τάφοι των προγόνων μου σκαμμένοι,

που ναι τα κτερίσματα καημένοι;
Που ναι τα σπαθιά; Που τα χαϊμαλιά;
Που και το κατάχρυσο σας χτένι;

Όλα τα σηκώσαν τυμβωρύχοι.

Χρόνος τα κοκάλια τώρα λείχει.
Ήρθα μοναχός σαν ωδής αχός,
μόνο βιος μου κάτι γλίσχροι στίχοι.

Τάφοι των προγόνων μου γερμένοι,

σ΄ένα μπαγαπόντη που μακραίνει
κάπως βιαστικά, είδη βρεφικά
πρέπουν του  παρά το μαύρο γένι.