Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014


Χθεσινή Αγαπημένη
 

Ορθώνεσαι σαν σάρκα φονευμένη

από σαλό τσιγγάνο. Πως να πω

και πάλι, με τι στόμα, σ΄αγαπώ

Καλή; Χθεσινή μου Αγαπημένη,

 

δεν έχω σπίτι πια στην Αμφιάλη.

(Καλύτερα λοιπόν να μην φανείς).

Αστέρες με κατέχουν απλανείς.

Μπορείς να τους χαζεύεις με το κιάλι.

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014


Όρκος
 
 
Λίγα τα ψωμιά μου ανεμίζομαι.

Οι στίχοι μου κι εκείνοι μετρημένοι.

Σαν τι μπορεί κανείς να περιμένει

από γυμνό; Στη Μούσα ορκίζομαι

 

και στα οστά τα μαύρα του Σεφέρη,

τις μέρες τις στερνές να τραγουδήσω

με τη φωνή αντρίκια. Γω να ντύσω

του Χάρου το ζερβί μ΄ένα μαχαίρι.

 

Μην κλάψεις


Μην κλάψεις για του έρωτα το πύον,

για το πουτί, το στήθος της μην κλάψεις.

Ένα κερί στη μνήμη σου ν΄ανάψεις,

κλεμμένο απ΄τις τσέπες των Αγίων.

 

Έχουν οι Κήρες τρόπους να σε θάψουν,

χωρίς να χρειαστεί μια χούφτα χώμα.

Θα ΄χεις γκρεμό χορτάσει μαύρο χρώμα,

σαν γείρεις όπως-όπως να σε ράψουν.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014


Ένα Μεσημέρι Στο Βουνό

 
Το Βουνό θα μιλήσει μεσάνυχτα.

Μια βροντή φέρνει πάντα ελπίδα.

Χαλασμένη του νου η πυξίδα,

της καρδιάς μου τα φύλλα ορθάνοιχτα.

 

Ρότα πάλι πτωχών προς Αμέρικα.

Σκουπιδιάρες σαρώνουν τους δρόμους.

Κυνικούς, Σοφιστές χρυσοστόμους,

τους κρατάνε ομήρους μαγέρικα.

 

Το Βουνό θα μιλήσει με δόκανα.

Οι σπηλιές μαθημένες στο αίμα.

Σαν διαλέξω, μονάχα την κρέμα

κι ότι ως τώρα ο ούτις δεν πρόκανα.

 

Αλπικά μεσημέρια φυγόδικα.

Μασουλώ κάτι κράκερ διαίτης.

Της Θεάς ανασαίνω επαίτης,

ποινικό απαγγέλλοντας κώδικα.

 

 

 

 

 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014


Τόσο νωρίς

Τόσο νωρίς τα Φώτα ναυαγήσανε,

στις θάλασσες τις ήμερες του Νότου.

Μονόξυλα, καιρό λάθος μετρήσανε,

για να χαθούν μια νύχτα στη Διδότου.

 

Νεκροταφεία, ντοκ, φτερά δυσκίνητα,

ψυχές σα κουρδισμένα στρατιωτάκια,

κάτι σκυλιά ξοπίσω απ΄αυτοκίνητα

και γω με μαδημένα τα μουστάκια,

 

σε μπαρ αισχρολογώ. Δίχως επίσκεψη

της Μούσας. Άσπρο πάτο… Ποιος με φθείρει;

Με χάρτινη αιδώ, πολύ περίσκεψη,

ορθρίζω. Καλημέρα χαρακίρι.

 

Τόσο νωρίς τα Φώτα ναυαγήσανε,

αφήνοντας κηλίδες και σαβούρα.

Γαμπρό τα χρόνια τσίλικα με ντύσανε,

πριν με βουλιάξουν αύτανδρο στα Γιούρα.

 

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014


Στρωμνής Λόγος
 
Τι κατάκειμαι; Η δε νυξ προβαίνει.

Στον Οίκο του Πατέρα κεραυνός.

(Λάμψη, φλόγα, βροντή, μαύρος καπνός).

Το βάραθρο στυγνό μπροστά μου χαίνει.

 

Τ΄αηδόνια με προγκάνε. Να σωπάσουν…

Των όπλων η κλαγγή μόνη ελπίδα.

Ο βίος, μολυβιά σε μια σελίδα.

Οι Σύντροφοι οφείλουν να γεράσουν.

 

Την ηλικία έχω, τον βαθμό μου.

Να ψάχνω άλλης πόλης Στρατηγό;

Βαρέθηκα να τρώγω, να σιγώ.

Καιρός την αραβίδα μαρς επ΄ώμου.

 

Τι κατάκειμαι; Η δε νυξ προβαίνει.

Γίνου καρδιά μου σιδερογροθιά.

Την πρώτη εγώ ας ρίξω μπαλωθιά.

Αυτός που λάθρα ζει, αύριο πεθαίνει.

 

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014


Οι Σκαφτιάδες

Ανάσα μια η μέρα των Δακρύων.

(Στην τσέπη χαρτομάντιλα σωρός).

Πως στάθηκα μαθές τόσο μωρός;

Τι γύρευα στα μπλοκ των μειρακίων;

 

Αργά πολύ στον Οίκο να γυρίσω.

(Τα χώματα σαν φίλοι με καλούν).

Την πόρτα μου σκαφτιάδες κουρταλούν.

Στα έργα τους καλό να τους αφήσω.

 

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014


Ο Γυμνός Στρατιώτης

 
Στρατιώτης μια και δυό στα χαρακώματα,

χρισμένος μ΄ορυκτέλαια της βίας,

γυμνώθηκα κουβέρτες και παπλώματα

για τις χαρές μιας άκοπης θυσίας.

 

Βραγιές του νου σπαρμένες στιχουργήματα

ποτίζω νικοτίνη, δίχως Μούσα.

Τον Άνθρωπο τον κάνουν τα ενδύματα,

συχνές αστροφεγγιές, σεμνή μια ρούσα.

 

Αριστερό μου μάτι σκέτο φώσφορο,

πληγές σαν σκέψεις φαύλου μολυσμένες.

Στις εκκλησιές αψέντι βρίσκεις, πρόσφορο

και πόρνες, προσευχές κεκορεσμένες.

 

Δεν θα κλαφτώ. Οι όχθες δυσανάλογες,

για τον γυμνό που δέχτηκε κανόνες.

Ανοίγοντας φτερά, ρητές παράλογες,

Θα δώσω σ΄Αθλοθέτη και Αγώνες.

 

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014


Θα ξεχάσω
 
Τους ήλιους θα ξεχάσω του Αυγούστου

και τις βαθιές του Μάη ρεματιές.

Εδώ στων ασεβών τις εσχατιές,

το να θυμάσαι πια, έλλειψη γούστου.

 

Το σπίτι θα ξεχάσω των ανέμων,

την άσχημη της κλίνης, τα προικιά:

Δυο τεντζερέδες, τέσσερα βρακιά

και τους φθαρμένους δίσκους με τον Lennon.

 

Του Mahler τον «Τιτάνα» θα ξεχάσω

και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

(Ο κόσμος μου υπήρξε φυλακή).

Τέτοια ζωή στο βρόντο να τη βράσω.

 

Τα πάντα θα ξεχάσω. Μες στο χώμα,

οι έλικες στομώνουν για καλά.

Παν οι βεγγέρες παν και τα φτερά,

Χάρος μονάχα τώρα με μια γόμα.

 

Ο τάφος μου

 

Φρεσκότατος ο τάφος μου, ημέρας

τις σάρκες θα βολέψει μια χαρά.

Για δύο και μισή για τρείς παρά,

της παρουσίας μου θα γένει πέρας.

 

Φρεσκότατος ο τάφος μου, τσιφλίκι.

Εδώ θα την αράξω για καλά.

-Κιβούρι ακουμπήστε απαλά,

νεκροπομποί ανάλγητοι, μουζίκοι.

 

Φρεσκότατος ο τάφος μου. Οι φίλοι

εντός μου συνωθούνται ζωηρώς.

Τη συγκατάθεση μου σιωπηρώς,

τους δίδω με χαμόγελο στα χείλη.

 

Φρεσκότατος ο τάφος μου, σκαμμένος

με τέχνη θαυμαστή μηχανικού.

Πίσω αφήνω μέρες πανικού

κι ευτάκτως κείμαι, ντιπ αποθαμένος.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014


Χαιρώνεια 338 π.Χ

 
Δριμάρη θε να μάθεις πως με βόλησαν,

οι Θεσσαλοί με τόξα και σφενδόνες.

Τα λόγια σου ποσώς με παρηγόρησαν:

«Ο Λυσικλής μισεί τους Μακεδόνες».

 
(Μαλλιά κυματιστά σχεδόν αχτένιστα,

το μάτι δυνατό, -λάμπα θυέλλης-),

κάμε θεριού καρδιά κι απλά μηδένιστα.

Ο ουραγός υπήρξα της αγέλης.

 
Δριμάρη θε να μάθεις τα καθέκαστα.

Το τρένο της φυγής μου της μεγάλης,

σαν αφιχθεί στη Πόλη, (δες το αδέκαστα),

καλό για με ν΄αρχίσεις ν΄ αμφιβάλλεις.

 
Τώρα σκασμός. Τα φάρμακα χυθήκανε,

δοξαστικά στου αίματος τους δρόμους.

Ο εαυτός: «Θνητέ στο φως ανίκανε,

με ποιο ποδάρι πάτησες τους Νόμους;»

 

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014


Στο Ίδρυμα

         Του κ. Θανάση Ροΐδη


Στο Ίδρυμα οι πόρτες σφαλιστές.

(Ο Φύλακας κουφός, κλειδιά βροντάει).

Οι μέρες μου βυθίζονται στο τσάι,

που μισοήπιαν χαύνοι Σοφιστές.

 

Χαλεύω με κουρέλι τη στολή,

τα τσίγκινα παράσημα μιας ήττας.

Εδώ θα ξεψυχήσω σαν Ακρίτας,

χαριστική αιτούμενος βολή.

 

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014


Στην Αναμονή

 Τα καλοριφέρ ξεπατωμένα.

Ψυχή μου μαργωμένη πως βαστάς;

Όρος σιμά… Η ταν η επί τας.

«Σαν τι να ορεχτώ από σένα;»

 

Πλανίζει ο μαραγκός της γειτονιάς.

Στάζει ο ιδρώς στα ροκανίδια.

Θα του πω τα ίδια και τα ίδια.

Θα μου πει: «Ελόγου σου ο φονιάς».

 

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014


Στο Καθαρτήριο

 
Απισχνασμένο φως της Αναστάσεως,

σκορπίζει αποτσίγαρα στου Γκύζη.

Εσύ παρά την θύραν της Κολάσεως,

κι αυτός –Άρχων Μυγών- να μη σ΄αγγίζει.

 
Μέρες σαράντα κατοικούσες δώματα,

με ζέον αγιασμένα και φορμόλη.

-Ποιος ήσουν Ξειν πριν μπεις χλωμός στα χώματα

κι ερωτευτείς τ΄ωραίο περιβόλι;

 
-Τεφρές φωτογραφίες του πλανόδιου,

μιας Κυριακής του Μάρτη  ξεροβόρι,

συμπλέγματος καμπύλη οιδιπόδειου,

ο Θάνατος εγώ  μαζί κι η Κόρη.

 
Πάνω αστερισμοί να ξεροβήχουνε,

στα φθισικά της νιότης τα τοπία.

Κάτω τρεις Άργοι χέρια να σου λείχουνε,

στερνή φορά γυρεύοντας θωπεία.

 

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014


Βλέπω
 
Βλέπω ταχιά τα μάτια να γυαλίζουνε,

σα λύκου λιγωμένου για πατρίδα,

φωνητικές χορδές να ονοματίζουνε,

μιας φρέσκιας συμφοράς την πινακίδα.

 

Τους ποιητές να σέρνουν τα ποδάρια τους,

στα χνάρια πάνω δύσοσμων προγόνων,

ν΄αποπατούν ανάπαιστους ανάλατους,

πιωμένοι μέσα σ΄Αίθουσες των Θρόνων.

 

Βλέπω φωλιές φιδιών, μήτρας ραγίσματα,

δικανικούς αγώνες, ταλαντεύσεις,

της θάλασσας καημούς και παιχνιδίσματα,

εικονικών πλαγγόνων συνευρέσεις.

 

Σοβιετικές ανάσες να θολώνουμε,

μιας Kodak μηχανής τον ζουμ φακό της,

τους Γραμματείς του Ογδόντα ν΄αργολιώνουνε,

στο χώμα που πατούσε ο Καταδότης.

 

Πρώτα ψυχή, τα δάχτυλα κατάλληλα

να χειρισθούν κανόνι-προβολέα,

πριν οπλισθώ με λέξεις του Καβάσιλα

Βυζαντινές, κατά του Εισβολέα.

 

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014


Ο Φανοκόρος
 
Χορταριασμένα δειλινά στην Εξορία,

βάζω τα βρώμικα και παίρνω τα σοκάκια.

Οι φανοστάτες στη σειρά σαν στρατιωτάκια,

ψάλλουν τον « Άμωμο», το « Δεύτε» στεντορεία.

 

(Του κλεφτοφάναρου η φλόγα πάει να σβήσει).

Στ΄αστέρια μόνο παρηγόρια θε να βρούνε,

των βάλτων οι κολίγοι. Βλέπεις ενοχλούνε,

όσοι απέρχονται γενναίοι πριν την Δύση.

 

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014


Στη Σκάλα
 
Κατέρχομαι τη σκάλα ρωμαλέος,

για να χαθώ στης λήθης τις στοές.

Ο τάφος μου γυμνός από χοές,

ασπρίζει απροκάλυπτα ωραίος.

 

Κουτσά -στραβά τα λόγια μου τα είπα.

Ο ρόλος; Κατιμάς. Και τι μ΄αυτό;

Σιγά που θα καθίσω να κλαφτώ.

Το Θέατρο λαμπρό έστω και τρύπα.

 

Μαρτιού αστροφεγγιές στο κοιμητήρι,

θα μου κρατούν τα βλέφαρα κλειστά.

Στην ώρα τους πλην γλίσχρα τα μιστά,

ίσα για του μηνός το ψωμοτύρι.

 

Κατέρχομαι τη σκάλα. Αχ ποτάμι!

(Αργοσαπίζουν βάρκες στα ρηχά).

Σκυλί που στο φεγγάρι αλυχτά,

ας βολευτώ με λίγη ασπαρτάμη.

 

 

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014


Μεγάλη Παρασκευή



Πορεύτηκα στα χώματα της κοίμησης,

σαν λοχαγός ωραίος των Μηλίων,

Παρασκευή τεφρή της κατακρήμνισης,

με την καρδιά να στάζει πυρ και πύον.

 

Παρασκευή Μεγάλη στα παράθυρα,

η σκύλα βγήκε πάλι να τηράξει,

τον γόνο της Μαρίας και του Πάνθηρα,

ερχόμενο τη μήτρα της να φράξει.

 

Παρασκευή σπαρμένη με τσιγγάνικα

βιολιά και καραμούζες του θανάτου,

οι πεθαμένοι γιούρια με τα τσάμικα,

απάνω στις φροντίδες του αποπάτου.

 

Και γω που τόσο άνανδρα ευτύχησα,

να πλεύσω το σκαρί εν νηνεμία,

για μια στιγμή κοχύλι φάλτσο ήχησα,

πριν να πεθάνω γέρος στη Λαμία.