Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012


  Η ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ

 

Στη Μήλο με λιανίσαν Αθηναίοι,

στη Κάνδανο πυρφόροι Γερμανοί,

βροτοί σαν δίνουν σ΄ άλλους τη θανή,

στομώνει ο Θεός κι άγρια κλαίει.

 

Ο Πέρσης που μου βύθισε στο στέρνο

καβάλα πάνω σ΄ άτι το παλτό,

δεν γνώρισε ποτέ την Ερατώ,

το χωραφάκι εκειό που πια δεν σπέρνω.

 

Τις σάρκες μου τις κόψαν Σταυροφόροι

στης Πόλης τα καντούνια μια νυχτιά.

Με βρήκε κρεμασμένο στην συκιά,

παράξενο καρπό του Μάλχου η κόρη.

 

Στη Δρέσδη να κοιμάμαι στο κρεβάτι

με πέτυχαν οι βόμβες. Ο λοιμός

που χύθηκε καμπούρης και σιμός,

πήρε πρώτον  εμέ, τον Πολυκράτη.

 

Τη μια Σωκράτης, άλλες Θηραμένης,

Γιωργάκης στου Φαλήρου τις ακτές.

Άνευ αιτίας και χωρίς να φταις,

τι κρίμα σαν Θανάσης να πεθαίνεις;

 

             Ψυχή και Σάρκα


Η σάρκα μου φλιτζάνι και καφές

λάμια ψυχή, ψυχρή σα νεροζούμι.

Σιμώνει ο Χριστός: <<Τάλιθα Κούμι>>…

Τσίπουρο νοτισμένες οι Γραφές.

 

Η σάρκα μου ποτήρι και κρασί,

το θολωμένο εκειό της αμαρτίας.

Στο αίμα το νωπό της Υπατίας,

υψώνω γαϊτανόφρυδο θρασύ.

 

Η σάρκα Νοβαλζίνη και Ντεπόν

μιάς άλλης εποχής σκάβει τον κήπο.

Σαν έρθει το κακό εγώ θα λείπω,

στη κρύπτη καλεσμένος των λεπρών.

 

Η σάρκα κιβωτός και φυλακή.

Παγιδευμένο σώμα. Ηρωίνη,

ζητεί το πνεύμα σώμα σαν αφήνει.

Πώς να βαστάξει Λύκου υλακή;

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012


Το τραγούδι του κ. Μάνου

Φοίνικας στη Δήλο, κυπαρίσσι στο Μοριά

και σκυλί δαρμένο στου Ολύμπου τα χωριά,

κάθε Πέμπτη σκύβω στης αγάπης τη πηγή,

λίγο μόνο πίνω και βυθίζομαι στη γη.

 

Πικροκαλοκαίρι, γιέ του ήλιου του φονιά,

έρημη σκηνή θεάτρου τώρα η γειτονιά,

γέρασες ξανθούλα, θολωμένο μου κρασί,

κάρβουνο το μάτι σου εκειό το θαλασσί.

 

Χάραμα. Τ΄αστέρι ενός λείψανου κερί,

ν΄αρνηθεί το γλίσχρο βιός του δύσκολα μπορεί.

Το φορώ στο πέτο προς του χάρου το λουτρό,

περπατώ με γέλιο κι ας με πάρουν για τρελό.

 

Έλατο στη Πίνδο, κουτσουπιά στον Ασωπό

κι αρμυρίκι στέκω σε ακτή στον Ωρωπό.

Φτάνει το καΐκι του θανάτου και βαθύ

τραύμα μου δωρίζει πριν στα πέλαγα χαθεί.

 

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012


           ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ



Στο τσιγκέλι του χασάπη νοσταλγώ,

ανεμώνες κι ένα ολόγιομο φεγγάρι,

της Μητέρας το παλτό και το φουλάρι,

το λιμάνι της Κολχίδος, την Αργώ.

 

Μεθυσμένος με Λημνιώτικο κρασί,

τη παλιά τη Περσεφόνη παίρνω νύφη.

Σα κοιμάμαι θέλω φίδι να μου γλύφει,

τις πληγές που χω στο στήθος το δασύ.

 

Αν και μπούχτισα τη τσίκνα των Καιρών,

συνεχίζω με τα μαύρα μου τα πιόνια,

να λερώνω της Αγάπης τα σεντόνια,

στα φωσάκια τα δειλά της Αχαρνών.

 

Λίγα χρόνια. Τα πολλά δεν ωφελούν.

Φέρνουν όνειδος, κατάγματα της μνήμης.

Ποντισμένος στα νερά κάλλιο μιας λίμνης

παρά Νέκυες με μένα να γελούν.



 





 

 

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012


        ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

Ψυχή, ακονισμένη στης Ανάγκης

τον άσπλαχνο σα θάνατο τροχό,

κατάξερος για μένα ήσουν Γάγγης

και Ηπειρώτικο χωριό, φτωχό.

 

Ψυχή, τελειώνει ο χρόνος. Απομένει

άνοιξη μια, μοιραία και δειλή.

Λουλούδια δε θ΄ ανθίσει, βήμα σέρνει,

γυρεύοντας το ύστατο φιλί.

 

Ψυχή, μ΄ έναν αγέρα μανιασμένο

να σπρώχνει το σκαρί σου στο χαμό,

μου γύρισες με στόμα μουδιασμένο,

πως δε θα βρεις ποτέ σου αναπαμό.

 

Ψυχή που το κορμί μου βασιλεύεις.

Κηρύσσω επανάσταση. Μ΄ οργή,

μακριά πετώ αυτά που μαγειρεύεις.

Τη μητρική σου μπούχτισα στοργή.

 

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012


ΕΓΩ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ



Πατώ της ακηδίας το μπουτόν

αγόγγυστα. Δε λέει να ξεκολλήσει…

Τα χρέη τα παλιά, έχω ξοφλήσει.

Ελθέτω η Βασιλεία των Κουτών,

 

στις άγονες του νου μου ρεματιές.

Γεννήθηκα νωρίς, πτωχός και πένης.

Τ΄ αλλόκοτο παγώνι  περασμένης

χαράς που σεργιανούσε εσχατιές,

 

τη σκόνη αποτινάζει των φτερών,

τη λάσπη απ΄ το μάτι το σβησμένο

κι εγείρεται σαν πρώτ΄ ανδρειωμένο,

πλην άπραγο, εν μέσω επαιτών.

 

Ας πάψω. Περιττός ο λυρισμός…

Εξυπερύ, πριν ξεχυθείς προς τ΄ άστρα,

της σάρκας μου κομμάτιασε τη γλάστρα

και φθέγξαι τον απόρρητο χρησμό.

 

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012


ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ ΤΑΡΑΤΤΕ

 

Μου πες:<< Ρε τρισκατάρατε,

μάζευτα, πάρε δρόμο,

τα πόδια σου στον ώμο…

Μη μου τους κύκλους τάραττε>>.

 

Μαζί σου χρόνια τέσσερα,

δε κοίταξα γυναίκα,

εσένα είχα Μέκκα

και θηλυκό μου Καίσαρα.

 

Σπίτι-δουλειά και τούμπαλι,

παντόφλα πιζαμούλα,

πάπλωμα και χουχούλα,

στο πλάι σου ατσούμπαλη.

 

Κι αντίς να λες ευχαριστώ

να με θωρείς στα μάτια,

πετάς να φύγω αλάτια,

παιδεύεις με σαν το Χριστό.

 

Μα λάθος μ΄έκοψες κυρά.

Καλός μα και καμπούρης.

Αν και βαριά καψούρης,

ένστικτα κρύβω μοχθηρά.

 

Γι αυτό λοιπόν στο διάβολο

κι ακόμα πάρα πέρα,

΄πιστρέφεται η βέρα,

μέχρις εδώ το ντράβαλο.

 

Παπάδες πύλας άρατε,

και ψάλατε στη φθείρα,

μέλλουσα ζωντοχήρα:

<<Μη μου τους κύκλους τάραττε>>.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012


          Τελευταία Ώρα


Πίσω απ΄ το τζάμι το θαμπό,

μ΄ ένα παράπονο πεζό,

τη γλώσσα βγάνω στους καιρούς

και στους Ολύμπιους Θεούς.

Γυμνή μα στέρφα η  Ιζαμπώ…

Πίσω απ΄ το τζάμι το θαμπό.

 

Πένητες τρέφει ο ουρανός,

μπαγιατεμένο, μαύρο φώς

κι εγώ με ξύλινη ψυχή,

σε λίμνη ανοίγομαι ρηχή,

από αγάπες ορφανός…

Πένητες τρέφει ο ουρανός.

 

Δρόμοι κατάσπαρτοι γκρεμό.

Θηλιά στολίζω το λαιμό

και μ΄ ένα λούγκερ στη καρδιά,

υπογραφή φαρδιά-πλατιά

βάνω στης γης το κορεσμό…

Δρόμοι κατάσπαρτοι γκρεμό.

 

Ανάσα δύσκολη, πνιχτή.

Το παρελθόν σα μολευτεί,

μήλο σαπίζει και καρπό

του Παραδείσου. Τι να πω,

εδώ στου Χρόνου την ειρκτή;

Ανάσα δύσκολη, πνιχτή.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012


       Μονόλογος του Αντώνη                                                     

                                         Στον κ. Νίκο Περδίκη, αντίδερο ταπεινό για τα   <<Σοκκάκια>> του,

με την ευχή άμποτε να του μοιάσω.

                  

Πουκάμισο φορώ τσαλακωμένο,

λερό από του χρόνου τη βρωμιά.

Οι νύχτες μου αδέσποτα κορμιά,

το ριζικό μου με λουρί δεμένο.

 

Τη βέρα τη χρυσή ακουμπισμένη

στο πάγκο του σαράφη νοσταλγώ.

Τέσσερα χρόνια τώρα ναυαγό,

με τρώγει μια αλμύρα κακιασμένη.

 

Δεν έχω νου για κίβδηλες αγάπες

που μια φορά ταλάνιζαν κρυφά

τα μέσα μου. Απόνερα γλυφά

ανάκατα κρασί μες σε καράφες,

 

ποτίζουν με Θεοί από χαρτόνι,

το θάνατο βαφτίζοντας ζωή,

από νεκρό γυρεύοντας πνοή,

Άδωνη μια φορά που λεν Αντώνη.

 

                 Πρωτοβρόχι

 

<<Άσε το πέπλο της βροχής το μαύρο,

την Πλάση να σκεπάζει. Σαν εταίρα

που πέρασε η μπογιά της, βλέμμα λάβρο

ραντίζει πριν απ΄ όλους τον Πατέρα.

 

Οι λούμπες καταδέχονται ποδάρια,

άλλες φορές πουρνάρι από το Μπέλλες,

γλυκές απαντοχές, ψαριών κουφάρια,

σκυλιά, Σαρακοστές και καραμέλες.

 

Άσε της ήττας το πικρό μαγνάδι,

το στήθος να καλύπτει που στερεύει.

Παρηγοριά βυζαίνει κάθε βράδυ,

ο Τιμητής κι αμήχανα σαλεύει.

 

Τα σύννεφα δεν γνώρισαν τη μπέσα.

Δακρύζουν με τη πρώτη ευκαιρία,

σπογγίζοντας τα μάτια τους σε τρέσα.

Χειμώνες ενοικούν την Εσπερία>>.

 

Μιλώ στον εαυτό μου σα σε ξένο

που χάθηκε στης Σμύρνης τα σοκάκια.

Γιαγκίνι πίσω, μπρος σπασμένο φρένο.

Του Χάροντα γελούν και τα μουστάκια.

 

Σημαίνει του Βοριά το ξυπνητήρι.

Καιρός είναι στο θάνατο να κύψω,

αυτόν που θα με κάνει νοικοκύρη,

τη μοίρα μου πακτώνοντας στο γύψο.

 

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012


      Το Περιστέρι Του Φινέα


Υψώσου περιστέρι του Φινέα,

τις Συμπληγάδες λόγχισε τις Πέτρες.

Όσο κι αν κλαψουρίζουν οι επαίτες,

μην τους γροικάς. Ζωή δίχως οξέα

 

προσπάθησε να ζήσεις. Μεσημέρια,

ο Δαίμονας συνήθειο να γαυγίζει

παιδιά χλωρά, μωρά στο ρωγοβύζι,

κατόπι να κουρνιάζει στα μαδέρια.

 

Τανύσου περιστέρι του Φινέα,

πτήση δειλή σε σένα δεν αξίζει.

Η Τραμουντάνα πάντοτε ξυρίζει,

φτερά που ΄ν δανεικά. Λαμπρή η θέα,

 

πάνω απ΄ της πατρίδας τ΄ ακρογιάλι.

Μάθε αν ζει η μάνα στο κονάκι.

Τα ρούχα της πορφύρα, για με ράκη

σαλεύει στα μπεντένια με το κιάλι;

 

Λυπήσου περιστέρι του Φινέα

τους Ναύτες και ποτέ να μη γυρίσεις.

Είναι καλό θανάτους να γνωρίσεις

πέντε, παρά κακά να φέρεις νέα

 

σ΄ ανθρώπους που δεν στέργουν παρηγόρια.

Χίλιες φορές στις Πέτρες να τελειώσεις.

Έτσι κι αλλιώς είν΄ άφευκτες οι πτώσεις

και χάμω μας τραβούν τα πανωφόρια.

 

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012


           Σαράντα μέρες

 

Σαράντα μέρες στου πατέρα μου τη κάσα,

δεν τρώγω, δεν μιλώ, δεν ανασαίνω.

Κορδέλα το σαγόνι διπλοδένω,

ότι ο θάνατος με έπιασε στα πράσα.

 

Σαράντα μέρες με τον κύλικα συντρίμμια,

της Κόλασης μετρώ το πατητήρι.

Κομμένο μπρος του βίου το γιοφύρι

και αγέλη πίσω μου ξενίστηκα αγρίμια.

 

Σαράντα μέρες τα νομίσματα στο χέρι

σκουριά μ΄αφήκαν τέτοια που δεν βγαίνει.

Ακοίμητος ο σκώληξ δε χορταίνει,

είτε χειμώνας είναι είτε καλοκαίρι.

 

Σαράντα μέρες στο κιβούρι μου ξερνάω.

Ποιός είδε λάδι την Αχερουσία;

Βάζω φωτιά να παίξουν τα ηχεία:

<<Του Άδη ειπέτε μπλιο πως δε γερνάω>>.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

               ΜΑΥΡΟ ΓΑΛΑ

Βυζαίνω της ανάγκης τ΄αλμυρό

το γάλα που κατάμαυρο ποτίζει,

την έρημο εντός μου. Τι σκληρό,

από τον θάνατο μου να κερδίζει

 

η Φύση λίγα κόκαλα ξερά

και μια Ψυχή βαριά σακατεμένη.

Απ΄τους Θεούς κανείς τι να προσμένει,

παρά ένα ζεύγος νάιλον φτερά;

 

Κι αυτά για να πετάξει ταπεινά,

τις νύχτες στου Παράδεισου τη πύλη.

Λεφούσι εκεί στριμώχνονται οι φίλοι,

κρατώντας αγιοκέρια πάμφθηνα,

 

το <<σ΄αγαπώ>> να φτύσουν σα βρισιά,

τη <<καλημέρα>> πασατέμπου τσόφλι,

και ήσυχοι να γείρουν στο κατώφλι.

Ο κόσμος όλος τώρα Κηφισιά,

 

μιας Άνοιξης ημέρα γιορτινή,

Ανάστασης ημέρα με τη γύρη.

Τελειώνει τραγικά το πανηγύρι,

μεγάφωνα γαυγίζουν τη Ποινή.

 

       ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

 

Τα πρώτα μου φτερά από χαρτόνι,

τα δεύτερα μυρίζουν χασαπιό,

κρασί του Μιθριδάτη θε να πιω,

κρασί που όσο κι αν πιεις δε σε σκοτώνει.

 

Η δίψα μου, ακόρεστη για θλίψη,

για λαβωμένους, άταφους νεκρούς.

Ο δρόμος πάντα προς τους Εμμαούς,

στρωμένος δέκα ημερών τη σήψη.

 

Ο Χορευτής βαλσάρει της Σελήνης,

ομνύοντας σε Άγνωστο Θεό,

λαβώσει εντός του έχει Αχαιό,

που τόλμησε τα λόγια της ειρήνης.

 

Μαζί του νηστικός και γω στροφάρω,

-θαλάσσης γύρω σάλος, ταραχή-,

μέχρι που με το φρόνημα τραχύ,

της μοναξιάς να γδικιωθώ τον Τσάρο.

 

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012


Στοχασμοί ενός υπαίθριου φωτογράφου


Πως άφησα να φύγουν τόσα όνειρα,
σκυλιά δίχως λουρί μες το χειμώνα;
Θρεφτάρια μια φορά τα τρισκακόμοιρα,
σ΄ορθοπλαγιά ψοφάν του Κιθαιρώνα.


Τι μου φταιξε της μοίρας το κατάστιχο
με σινική μελάνη λερωμένο;
Ξεφούσκωτο με κύλισ΄ένα λάστιχο,
σε ποταμό θολό, κατεβασμένο.


Ο κόσμος μου, χωριό που ξεκληρίστηκε,
αντάρτης που του πήραν το κεφάλι,
κι αν κάποτε στα ψεύτικα ορκίστηκε,
μπαρκάρει πια μ΄αβάπτιστο ποστάλι.


Μιας χαραυγής το άλικο αυτόφωρης,
με στέριο νου τραβώ φωτογραφία,
μαθαίνοντας στα κάλλη ανυπόφορης
πλαγγόνας, Βιβλική Γεωγραφία.

 

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012


              Έλα Μετά

 

Το νου σου εδώ.

Πως κοροϊδεύω να πιστεύεις, πόσο ανόητο.

Μην τη καρδιά μου σεργιανάς στο απροχώρητο.

Απόδιωξε με,

μα έλα μετά κι αγκάλιασε με.

 

Φυλακισμένος στ΄Αλκατράζ της ανημπόριας,

θύμα μιας όμορφα στημένης κατηγόριας.

Χάρη γυρεύω κι ένα λόγο σου προσμένω

μα καθώς πάει θε να μ΄εύρει πεθαμένο.

 

Πως το μπορείς;

Την ίδια νότα συνεχώς δεν την βαρέθηκες;

Να βλαστημάς στιγμή και ώρα που ερωτεύτηκες;

Κομμάτιασε με

μα έλα μετά και ταίριαξε με.

 

Να μαι μακριά,

πως το βαστάς, πως το αντέχεις, τι σου έκανα;

Τι τα χεράκια σου για μένα τα χεις δρέπανα;

Αχ θέρισε με

μα έλα μετά και ανάστησε με.

 

Θα ξαναπώ,

Βοά η ζωή για μας τους δυό <<για πάντα ένωση>>

κι αντί γιατρός ηλεκτρική γίνεσαι εκκένωση.

Βασάνισε με

μα έλα μετά και γιάτρεψε με.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012


 Της Τέχνης τα φαρμάκια

 

Μπουμπουνίζω τη μουργκάνα

κόντρα στο μπαγλαμαδάκι,

ξυρισμένο το μουστάκι

και μαλλί βαμμένο αφάνα.

 

Γιάλα, όπλες, όχου, να

΄φήστε μάγκες τα γιοφύρια,

πιάστε τα ψηλά βουνά.

 

Κει που χέσαν οι ρεμπέτες,

κι οι παλιοί καλοί μαστόροι,

φύτρωσαν κομπιναδόροι

και του μπουζουκιού επαίτες.

 

Μες σ΄αυτούς και γω αντάμα,

κοροϊδεύω τον καιρό μου,

με το όργανο επ΄ ώμου

και τη κάπα φίσκα ράμμα.

 

Τριγυρίζω στην Εκάλη

σαν μπουχτίζω Κολονάκι,

μπερδεμένο κουτσαβάκι

και της Ρεμπετιάς ρεμάλι.

 

Ένα φόβο κρύβω μόνο,

μη τρακάρω Βαμβακάρη,

τι μακρύ έχει ποδάρι,

μάτι που γυαλίζει φόνο.