Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013


Δεν ήταν πάντα έτσι
 

 
Κλινάρι με προσμένει λερωμένο

κι ένα φλιτζάνι πίκρα. Θα βιαστώ,

της πόρνης να μαλάξω τον μαστό,

με το αρχαίο γάλα το κομμένο.

 

Συρτάρια ποτισμένα υγρασία,

πατώματα στρεβλά. Παντού καρφιά.

Συγχώρα μου την τόση ακεφιά

και της πατρίδας την λεηλασία.

 

Δεν ήταν πάντα έτσι. Μαυροφόρες

προφήτισσες, μονάχα ακουστά

τις είχα. Των αγγέλων τα κρουστά,

μακριά κρατούσαν μόρτες, νεκροφόρες.

 

Στον ήλιο σπαρταρούσαν τα χωράφια,

καλά καμακωμένα. Συμφορές

δεν φίμωναν τις μέρες. Εκδορές

φέραν λαφριές, της νιότης τα ελάφια.

 

Μα γύρισαν τα πράγματα. Κοτρόνια

στα χέρια πια κρατώ. Ψυχή θα βρω,

σηκώνοντας με βίντσι τον σταυρό,

να μακελέψω νύφες και αγγόνια.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013


Στοχασμοί μιας λαϊκής πόρνης
 


Τέλος δεν έχουν τα πικρά μαντάτα.

Σκορπίζονται στην πόλη σαν νεκροί

που μπούχτισαν τον τάφο τους. Θα βρει

πόρτες κλειστές της λησμονιάς η γάτα,

 

από τεφρό γυρίζοντας κυνήγι.

Στην εκκλησιά σαράντα μοναχοί,

γυρεύουν ριζικό και διδαχή,

σε κίβδηλο λαχνό που απόψε λήγει.

 

Κι εγώ με κορεσμένο το αιδοίο,

φυτεύω το κορμί μου σε φτηνά

κρεβάτια. Σιγανά και ταπεινά,

πορεύτηκα ως τα τώρα. Μπάτη βίο,

 

μου δώρισε της μοίρας το καράβι

κι ένα φανάρι άσβεστο για νου.

-Έλα σιμά γιαγιά- Φραγκογιαννού

και φρόντισε το τέλος μου να λάβει,

 

τη λάμψη που αξίζει αντρειωμένος

οπλίτης στου θυμού την ταραχή.

Στη στέρνα πέταξε με κι ας βραχεί,

το ρούχο που μου έραψε ο Ξένος.

 

 

 

 

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013


            Μανδάμ

<<Ο τρώσας και ιάσεται>> μανδάμ,

κηρύττω άνευ φόβου και σαρδάμ.

Οι τρόποι σας, το μπούστο σας, το στυλ σας,

στα πρόθυρα με φέρανε της λύσσας.
 

Ποιος λίμπερη σας άφηκε μανδάμ,

να κάμετε το Σύμπαν Γης Μαδιάμ;

Με λειώσατε ως να μουν κατσαρίδα,

απ΄τη στιγμή την πρώτη που σας είδα.


Προσθέστε λίγο αίσθημα μανδάμ

κι ας πάρουμε μαζί τούτο το τραμ.

Εις τας ακτάς φθηνά ξενοδοχεία,

συμβάλλουν στης σαρκός την ευωχία.

 
Θαρρώ με κογιονάρετε μανδάμ.

Την τύχη βλέπω να χω του Σαντάμ.

Ένα πρωί γραμμή για την αγχόνη,

κι εσείς αιτία λέγω θα στε η μόνη.

 
Υβρίζετε; Νισάφι πια μανδάμ.

Βροντάει η καρδιά μου σαν ταμ ταμ,

μα πέτρα θα την κάμω και κοτρόνα

κι ας χαίρεστε τα λέπια σας γοργόνα.

 

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013


Η Δικηγόρισσα

 

Περαστικός απ΄την Φειδίου,

στο τσακ να βγάλω κόρυζα

κι άξαφνα έκλειψη ηλίου,

μια δικηγόρισσα.

 

Calvin Klein μαύρη τσάντα,

πρώτη μούρη Κόλαση,

πριν κηρύξω  Ιντιφάντα,

ζήτησα ακρόαση.

 

Λόγια πετούσα βοτσαλάκια

κι αυτή σαράντα κύματα

με βυθισμένα καραβάκια.

Ω πόσα θύματα.

 

Μέτρα δύο παρά κάτι,

σκόρπιζε αρώματα.

Πως μου γυάλισε το μάτι,

αν και στα τελειώματα;

 

Περαστικός απ΄την Φειδίου,

<<τι ψάχνω;>> αναρωτήθηκα,

σαράντα τρείς βαθμοί Κελσίου,

μα εγώ δεν ψήθηκα.

 

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013


Ο Τελωνοφύλακας

Πτώση χόρτασα με δόσεις

ζώντας στη μεθόριο.

Συνεχείς οι ταλαντώσεις,

μ΄έφτασαν στο όριο.

 

Φοίτησα σε λάθος πόλη

πάθη και αισθήματα,

σαν τυφλός μες την ασβόλη,

με κρυφά οιδήματα.

 

Στων οστών μου το πηγάδι,

γκρεμισμένο φιλιατρό.

Οι βαθιές πληγές του Άδη

δεν χρειάζονται γιατρό.

 

Φώτα κίτρινα τα βράδια,

δείχνουνε τα σύνορα.

Στου αόρατου τα χάδια,

κλείνουν ματοτσίνορα.

 

Άγουρα φιλιά στο στόμα,

ώριμα στο μέτωπο.

Δεν αλλάζω ούτε κόμμα

ως να βγω σε ξέφωτο.

 

Γέλια γύρισαν σε δάκρυ

και χαρές σε στέφανα.

Ξεχασμένος σε μιαν άκρη,

πριν δυό χρόνια πέθανα.

 

                     Ενύπνιο


Αψιά μελαγχολία στη Χαλκίδα.

Οι θάλασσες παρθένες. Καφενεία

ολόφωτα να τέμνουν τη πενία

μιας εποχής ολάκερης. Σε είδα

 

στιχάκια να σκαρώνεις πλεχτορίμα,

βουτώντας το φτερό σου στη μελάνη.

Σου γύρισα: <<Τι φτιάνεις μπάρμπα-Γιάννη;>>

Μέτρα πιο πέρα έσερνε το βήμα,

 

στρατιώτης βουτηγμένος σ΄άγρια πλήξη.

Γραφεία κηδειών, ντοκ φρικαλέα,

μπλόκια. Με μάτια πάντα νυσταλέα,

έκανες για μποτίνια, κάποια νύξη

 

αόριστη. Συ Μέγας Τελετάρχης

και γω ένα παιδόπουλο κρυμμένο

στις φούστες της μάνας. Κέρινο τρένο

σφύριξε, πάει. Ξυπνώ. Δεν υπάρχεις.

 

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013


               Η  Πρόσκληση


Εκατοστά ο θάνατος πιο πέρα

μια δεύτερη μου γένηκε σκιά.

Κλαδεύω κάθε μέρα τη συκιά…

Εις μάτην. Σαν λουστρίνια του πατέρα,

 

γυαλοκοπούν οι Νήσοι των Μακάρων,

καλώντας με να πλέξω το σχοινί.

Περπατησιά μας ένωσε κοινή.

Συλλάβισε τα ονόματα των φάρων

 

κι αν θες για το αγύριστο ταξίδι

κινάμε. Οι καιροί ου μενετοί.

Τα λέσια μας το Σύμπαν απαιτεί,

πλυμένα με νερό γλυφό και ξύδι.

 

Δειλιάζεις; Το περίμενα. Μελέτη,

κάμει το πράγμα δύσκολο  πολύ.

Χρειάζεται να πιείς λικέρ χολή

και μαθημένη είσαι στο σερμπέτι.

 

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013


Μέση Ηλικία

Απάνεμο λιμάνι που να βρω;

Ολόγυρα, σωρός σπασμένες πλώρες.

Χαρτοπολτός γεννήθηκα σε μπόρες

και πάνω σε ρυτίδες πλάνο γκρο.

 

Βοριάς με μακελεύει με  μπαλτά.

Στο Μετς σκυλιά, στο Γκάζι κουκουβάγιες.

Που μίσεψαν οι μέρες μου οι άγιες;

<<Στης Κόλασης τον πάτο>> απαντά,

 

το φάσμα του Σωκράτη σοβαρό,

μ΄έναν στατήρα κίβδηλο στο χέρι.

Ακροβατώ στου χρόνου το μαδέρι,

δίχως το φως εκείνο το ιλαρό,

 

που λάμπρυνε το ρούχο της ψυχής

και άναβε του νου την μπριγιαντίνη.

Ήρθε η στιγμή να κύψω στην οδύνη

και να χαθώ στις δίνες της σιγής.

 

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013


   Θάνατος στη <<ΣΩΤΗΡΙΑ>>


Το μαύρο βάζω το πουκάμισο,

κάθε που στην ψυχή μου σουρουπώνει,

με χάρη μια σκιά το σιδερώνει,

για σε που ήσουν το άλλο μου μισό.

 

Που μίσεψες; Προς τι τέτοια σπουδή;

Απότιστα μου άφηκες λουλούδια…

Φαγώθηκε η αγάπη, μόνο φλούδια

και δέντρα δίχως ρίζα στο Γουδί.

 

Το σίδερο αψύ του κεραυνού,

πηγάδι εντός μου άνοιξε και φρέαρ.

Βαριά η Πασχαλιά, γλυκύ μου Έαρ,

με βρήκε στ΄ ακρογιάλι τ΄ουρανού,

 

με χέρι μαργωμένο απ΄το κακό,

να παίζω αναμνήσεις  κομπολόι.

Μπροστά πάνε οι θλίψες μου κομβόι

και πίσω εγώ παλιό μοτοσακό.

 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013


Καλέ μου Νίκο


Κονταίνει το σχοινί καλέ μου Νίκο

και συ ρωτάς ο μήνας πόσο πάει.

Ησύχασε. Νερό βράσε για τσάι.

Δύσκολο να ξεφύγεις απ΄τον Λύκο

 

πολύ. Τρόπο θα βρει να σε δαγκώσει.

Έφαγα τη βροχή με το καντάρι,

πριν ψυλλιαστώ το πώς ένα κουφάρι,

παραδομένο στου Καρπού τη βρώση,

 

να περπατά μπορεί μέσα στο άστυ,

να βγάζει το καπέλο στις κυρίες,

ν΄ακολουθεί σεμνά ξένες κηδείες

και άλλα τέτοια κόλπα σκέτη λάσπη…

 

Ανάσταση μου λες και να σορόπια.

Σε κόλπους Αβραάμ όποιος ελπίζει,

από χαρές μπορεί να πλημμυρίζει

προσωρινές πλην μαγειρεύει λόπια.

 

Μια κουταλίτσα ζάχαρη για μένα

αρκεί. Τι με κοιτάζεις μ΄απορία;

Στων Χαροκόπων μένε τη χορεία,

τι δεύτερη δεν θα υπάρξει γέννα…

 

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013


               ΧΟΝΤΡΟ ΑΛΑΤΙ


Αλάτι στις πληγές χοντρό θα ρίξω

και στους Θεούς μια κούφια μπαταριά.

Δεν θέλησα, δεν βάσταξα τον γύψο…

Χίλιες φορές το παν σε μια ζαριά,

 

στις λέσχες τις κρυφές με το καντήλι

και τα χλωμά, φιλέρημα γκαρσόν,

να παίξω μεθυσμένος από Απρίλη,

εγώ ο ριζοτόμος των δασών,

 

παρά να βολοδέρνω μες τον χρόνο,

σαν κάποιος που κατάφορτος πληγές,

σήκωσε χέρι, μίλησε για πόνο,

μολύνοντας με στάχτη τις Πηγές.

 

Αλάτι στις πληγές χοντρό θα ρίξω

και θα χυθώ στον κόσμο. Πανικό,

δεν πρέπει μήτε μια στιγμή να δείξω.

Ότι δικό μου; Ήταν δανεικό…

 

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013


                     Ανταρσία
Click for larger picture...
Μαιζώνος, Μάρτης, άδεια καφενεία,

ψιλόβροχο, μπουρούδες χολιασμένες,

εταίρες ένα γύρω κουρασμένες.

Κυλάει μπρος στα μάτια σου η ταινία

 

κι εσύ Οπλίτης με φθαρμένες σόλες,

την άνοιξη προσμένεις που δεν θα ρθει,

μετρώντας στο ζερβί σου μόνο λάθη.

Σκυλί σακατεμένο απ΄τις φόλες,

 

σε παίρνει μ΄άδειο βλέμμα στο κατόπι,

γυρεύοντας το χάδι που σκοτώνει.

Ο Κύριος κανέναν  δεν γλυτώνει.

Πριν το μπαστούνι, έδωκε το τόπι.

 

Και όλα ποτισμένα υγρασία,

σαν φάλτσα χορωδία σε προγκάνε.

Τα Σύμπαντα χαρούμενα μαδάνε,

καλώντας σε στην ύστατη ανταρσία.

 

                   Η Προδοσία

 

Μικρά νεκροταφεία ξεχασμένα

σε Καζαμίες. Δύσκολοι καιροί

για Πρίγκιπες. Γυρεύω με κερί

του Άδη τα σκυλιά τα λυσσασμένα.

 

Ποιόν άγνωρο νεκρό να πρωτοκλάψω;

Ποιάς μοίρας να χτυπήσω το πορτί;

Χαροκοπιό μου τάξαν και γιορτή

κι όχι τον επικήδειο να γράψω

 

φίλων που πήραν τ΄άγριο μονοπάτι

με τρύπιες τις σημαίες και λερές.

Πέτρες με τέμνουν πάντα κοφτερές

και που να βρω σπαθί και παραστάτη,

 

να κάμω της ζωής ένα γιουρούσι.

Το σπήλαιο της Λήθης κατοικώ,

μακριά να μένω από θανατικό.

Τυχαία δεν με βγάλαν Πήλιο Γούση.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013


                      Οι στίχοι


Οι στίχοι αίμα, στρώσανε σεντόνια,

ποτίσανε χωράφια, ντύσαν κόσμο.

Μοσχοβολούσαν ρίγανη και δυόσμο

ένα καιρό. Στου Άδη τα καντόνια

 

τώρα, δέντρα του Ιούδα θαλερά,

τα λάβρα σκιάζουν πνεύματα της νιότης.

Πόσες φορές μπορεί ο παλαπόντης

να σε γελάσει; Κι αν άλλαξε φτερά,

 

το πέταγμα το ίδιο θε να κάνει,

αλλόκοτο βαρύ και μουδιασμένο.

Σε τούτο το σταθμό δε φτάνει τρένο

κι ο Παγοπώλης έχει πια πεθάνει.

 

Οι στίχοι σπέρμα, μπαίγνιο μιας πόρνης,

καταιονίζουν  πένθιμους αιώνες,

λίγο πριν πάρουν πάλι τις σφεντόνες,

παιδιά χανσενικά της Περσεφόνης.

 

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013


Ο Σκύλος της Αγάπης

 

Βασάνιζα το Σκύλο της Αγάπης

για χρόνια. Τι μου έφταιγε κι αυτός;

Σορόκος με μαστίγωνε καυτός

κι ένας καιρός με χάραζε χασάπης,

 

αμείλικτα. Σαν μήλο μολεμένο

με στοίβαζαν χλωρό  στις λαϊκές,

δυσοίωνες μορφές αρχαϊκές.

Άλλες φορές παιδάκι ορφανεμένο,

 

σε κέντρα σεργιανούσα ποντισμένα,

κυκλάμινα κρατώντας στο ζερβί.

Οι μαστροποί με φώναζαν Ραβί

κι αγόραζαν ματσάκια. Σαπισμένα

 

τα ξύλα μου, σιχαίνονταν τ΄ αλάτι.

Καλή κι η άμμος ήταν της ακτής.

Δεν  έμελλε ποτές κατακτητής

να γένω. Μια ζωή στο μονοπάτι

 

αλγούσα με τις τσέπες βατεμένες,

από της μαύρης φτώχιας τη πυγμή.

Αξία, είχε πάντα η στιγμή

κι οι άθικτοι των τύψεων υμένες.

 

Βασάνιζα το Σκύλο της Αγάπης

για χρόνια. Δεν μου βγήκε σε καλό.

Τώρα τα μύχια πνεύματα καλώ.

Τι κρίμα να τα κράζει κάποιος κάλπης;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013


Δεν τρέφει αυταπάτες

 

Δεν τρέφει αυταπάτες. Ο καιρός,

σα τρένο στοιχειωμένο θα περάσει

αλλόκοτο πολύ, μες από δάση.

Στο πρώτο το βαγόνι τρυφερός,

 

ο ποιητής με πένα μισερή,

δεν ξέρει πως τους στίχους του να κλείσει.

Τι το θελε κι αυτό το ερημοκλήσι,

και προπαντός  το  άσβεστο κερί;

 

Δεν τρέφει αυταπάτες. Ούτε μια

ανάσα της ψυχής του δεν θα δώσει

ζωή όπου ανάγκη. Πώς να τρώσει,

λίγη μελάνη τόση ερημιά;

 

Πώς να σκοτώσει δράκους με νυχιές;

Τα όπλα του φτωχά καθώς του πρέπουν.

Καλοκυράδες γύφτισσες τον σκέπουν,

ολημερίς ματίζοντας τριχιές.

 

Δεν τρέφει αυταπάτες. Της θανής

το κάρο πάντα έρχεται στην ώρα.

Ωραία θα ναι να ξεσπάσει μπόρα,

το ξόδι του να μην το ιδεί κανείς

 

κι ένα να γένουν λέξεις δανεικές,

με των υγρών χωμάτων την αλμύρα,

σπασμένη στο πλευρό του να ναι  η λύρα

και γύρω της κορδέλες νεκρικές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013


Το τέλος του ταξιδιού


Ξερνούν στην Ελευσίνα  τα φουγάρα,

της Περσεφόνης τέφρες. Μια βροχή,

δε λέει να γυρέψει ανακωχή.

Volkswagen, Citroen και Grand Vitara

 

την Ιερά βρωμίζουνε τη στράτα,

με λάδια και με φρένων μολυβιές.

Πρησμένα λέσια, Shell, ισχνές ελιές

και στα ρηχά κονσερβοκούτια  <<ΤΡΑΤΑ>>,

 

σαϊτεύουν τη Μητέρα. Στη θαμπάδα,

καβάλα στ΄άλογο του ο Περικλής,

μιας ειμαρμένης άθυρμα τυφλής,

ανάβει στο κροτάφι του λαμπάδα.

 

Μπροστά μας πόρνη απλώνεται η Αθήνα,

χωράφι πετρωμένο και αργό.

Ξεφλούδισε σαν θέλεις ένα αυγό,

τι με κοψε μια λόρδα Κατερίνα.

 

Μελαγχολία σέρτικη. Βραδιάζει

στις δόλιες μας καρδιές. Δεν ωφελεί,

να σκέφτεσαι συνέχεια το κελί,

που ορθάνοιχτο προσμένει μας στο Γκάζι.