Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014


Καληνυχτιά
 
Καληνυχτιά σ΄αφήνω και πορεύομαι,
για σπήλια λαγγεμένα από λύρα.
Τον θάνατο σα πρώτα εμπιστεύομαι,
αυτός πια τ΄αποκούμπι μου και μοίρα.

Πρωτοχρονιά βροντώντας το κηρύκειο,
σε βρώμικα τραπέζια καφενείων,
θε ν΄ακουστεί ψαλμός κι απολυτίκιο:
«Εσύ ο μολυντής Ελευσινίων ».

Και ξαφνικά στα δεύτερα πατώματα,
γραμμόφωνο στριγκό θα πάρει φόρα,
ρεμπέτικα παλιά και Ηπειρώτικα:
«Για πού τη ρότα δόλιε-Πυθαγόρα;»

Καληνυχτιά σ΄αφήνω. Λίγο έμεινε...
(Καθώς μου πρέπει μάτι σαν κοπίδι).
Όση ψυχή εντός μου φίλε κέρινε,
σου δίνω να ταιριάξεις αντικλείδι.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014


Χειμερινά Παράπονα
 
 
Χειμερινά παράπονα μου μήνυσες,
με το βιολί του γκιώνη το σπασμένο.
Από κοντά λυκόσκυλα οι θύμησες,
γαυγίζανε τ΄αγρίμι το κρυμμένο.

Λυμφατικές μορφές, απολυτήριες,
τους ουρανούς λογχίζανε των Στύρων.
Με νίκες στο δισάκι πάντα Πύρρειες,
άλλαξα παρανόμι μου σε Χείρων.

Μπροστά σου εν σαρκί μα δεν με γνώριζες.
(Τα χρόνια κουβαλάνε αλλοιώσεις).
Δίχως αγκάλη, ένα καλώς όρισες,
τον Χωρικό πιλάτευες με δόσεις.

Χειμερινά παράπονα… Πως λιάνισα
τα μέλη μου απάνω στη πορφύρα;
Ψυχή ορειβατούσα, καπετάνισσα,
το λέφτερο σου δίνω. Ζήσε χήρα!

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014


ΛΑΪΚΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ

Σε τάφο μέσα έδωσα παράσταση
λιβανισμένος: «Τύχη της Μαρούλας».
Σ΄αυτά τα μέρη, φάρσα η Ανάσταση,
μόνο βηματισμός μιας ταραντούλας

και προβολές κυρίως μεσονύχτιες:
«Βιρδιάνα», «Σιωπή», «Άρχων του Σκότους».
Στη Λίμνη συνωθούνται κολυμβήτριες,
που ψάχνουν τον χαμένο αδελφό τους.

Η μύγα δεξιώνεται τα σφάγια,
πριν κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου. 
Απόψε σκοτεινιάζει στα καρνάγια
κι απάνω στα ποδάρια του Ανταίου.

Σε τάφο μέσα έδωσα παράσταση
πλην τώρα περιμένω τους Κριτάδες,
να πάρουνε στα χέρια την κατάσταση,
χώμα νωπό πετώντας μου οκάδες.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014


Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη

                         (του Λευτέρη)
-Τις Κυριακές κουρδίζω ανεμόμυλους
και παίρνω σεβνταλούδες δέκα-δέκα.
Άλλες φορές μαζί με ιερόσυλους,
βατεύω Σάρα, Μάρα και Ρεβέκκα.

Χορεύω στο ταψί Άρκτο πεντάχρονη.
Αυτιά μου; Τεντωμένα στα κλαρίνα.
Γυναίκα δολερή και τρις παράφρονη,
πίστες γιατί γερεύεις απ΄τον Κύνα;

Τους τύμβους λευτερώνω λίτρα χώματα,
να φτάσω στην πυρά και στο χρυσάφι.
Τι να μου πεις Λατίνα… Βούλω στόματα!
Τα βάζουν οι μαϊμούδες με το ελάφι;

Στο χέρι Πρόκλος, Πλούταρχος για πρόγευμα,
Επίκουρος για γεύμα, Πλάτων δείπνο.
Δώσε φωτιά, μπενζίνα και οινόπνευμα,
Λυμπέρης να σε κάψω απά στον ύπνο.

Μανιάκι, Μαραθών, Ισσός, Γαυγάμηλα!
-Για basta mascalzone. Fuori τ΄ άρβυλα!
-Απόγονος εγώ τρανός του Έλληνα!
-Πλην τώρα μαγερεύω σε με σέλινα!

 

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014


 Το Ταξίδι
 
Μια χαραυγή με μάτι ασυγκίνητο
και σταθερό το πνεύμα του μετώπου,
στο χαλασμένο θά ΄μπω αυτοκίνητο,
τους μύθους να γυρέψω του Αισώπου.

Ο Θεριστής,(γλυκιά μου συμπαράσταση),
καρτερικά θα κρένει στο κατώφλι:
«Λόγος κενός να ξέρεις η Ανάσταση,
κρόκος μηδέν κι ασπράδι… Μόνο τσόφλι».

Της πλήξης τα ενδύματα τα πένθιμα,
σε κάδους θηριώδεις πλυντηρίων,
με σκόνη από ήθη κι από έθιμα,
Υπαπαντής θα λάμψουνε στο Δίον.

Κι εγώ που τόσο πόθησα τη θύελλα,
το χιόνι, την αντάρα, το σκουλήκι,
τα κέρδη μου μονάχα λίγα πτύελα
και χάρβαλο κουδούνι «ΕΥΡΥΔΙΚΗ».

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014


Μ΄ένα φλιτζάνι τίλιο

Μ΄ένα φλιτζάνι τίλιο φθινοπώριασε,
στης δόλιας μου καρδιάς το θυρωρείο.
Δεν έχει Σινεάκ, το μπλε ξεθώριασε
και τις Μαινάδες πήραν με φορείο.

Οι τύμβοι πια ξεράσανε το χώμα τους,
απάνω στης Γλυκέρας τα ποδάρια.
Για φυλακή μαζώξανεια φυλακή προσέλαβανκίο Άωταγμα αόμματους,
και νεκροθάφτες τάγματα με φτυάρια.

Μ΄ένα φλιτζάνι τίλιο γηροκόμησα,
νοτιάδες, λαβωμένα καλοκαίρια.
Του Κάλχα το κουσούρι κληρονόμησα,
μαζί με τενεκέδες πεφταστέρια.

Δυσσέας στη Γραβιά , Κόρη στο  Ζάλογγο,
κι αποσφαγμένος  Foley με το λάζο,
μιας Ψησταριάς λερό τιμοκατάλογο,
στο Instagram τις νύχτες ανεβάζω.

 

 

 

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014


Στου Υμηττού τη χάψη

Στον Υμηττό οι θλίψες περισσέψανε
και γένηκαν  πουλιά της καταιγίδας.
Μες σε σπηλιά τελώνια με βατέψανε,
να λασπωθεί η ρόδα της πατρίδας.

Παρασκευή, των σπλάχνων ο καλόγερος,
με πήρε στο κυνήγι ως τους φράχτες.
Από τη γέννα κι ύστερα παλιόκαιρος,
χιόνιζε πυρ ανάκατα με στάχτες.

Στον Υμηττό χαλεύοντας Ανάσταση,
έβαλα μπρος μιας μνας καρμπυρατέρι.
Φως πάλι φως! Τα χέρια σε ανάταση,
κρατήσανε σφικτά το πρώτο αστέρι,

την άρραφη ραντίζοντας θνητότητα,
κρασί και χρωστικές από τα Σπάτα.
Ήταν νυχτιά σα βγήκα με σεμνότητα,
μια Παναγιά γυμνόποδη στα βάτα.

 

 

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014


Προκάρδιον Άλγος
 
Δίχως μια λέξη πάγια ζαλώθηκα,
Σάββατο Μέγα πριν την εκκλησία.
Πήρα σβουνιές, ατός μου μουτζουρώθηκα
και τρέχοντας προς τη φωτοχυσία

των Ουρανών με τα σπορτέξ σαν άνεμος,
για μια στιγμή παρέλυσε η γλώσσα.
Μπροστά μου σκαλωσιά και υψικάμινος,
ανδράποδα, βιολιά, bandiera rossa

και μια θηλιά ταγμένη σε αιώρηση
ως να ‘γνεφε: «Την κάρα σου αρνήσου».
(Πανέτοιμος εγώ για αναχώρηση,
στις τσέπες μου συνάλλαγμα της Νήσου

και χάρτης οδικός). Πυροτεχνήματα
τα τέλη συνοδεύανε με χάρη.
Ο Ρέφερι μου γκρίνιαξε για βήματα,
κλωτσώντας το σκαμνί ίδια μουλάρι.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014


Α-Ω

Των γλυκασμών δεν βάσταξα τα κύματα.
«Δεσμώτης του ιλίγγου», «Mamma Roma».
Ολάκερη ζωή με αποστήματα-
παράσημα στο πνεύμα και στο σώμα.

Ένας πατέρας, έρμαιο της Ποίησης,
μια μάνα, λογχισμένη από πάθος.
Εγώ, το διακύβευμα της κύησης,
εγώ και των Σφιγγών ο χρονογράφος.

Απέριττο σαλόνι… Επιβίωση
ανάμεσα σε δίσκους και βιβλία.
Η πιο συνηθισμένη αντιβίωση;
Ο Τσέχωβ, το σκυλάκι κι η κυρία.

Ήρθε καιρός τα στόματα να ράψουμε,
με κέρινη κλωστή Σάββατο Μέγα,
μα πριν πυροτεχνήματα πετάξουμε,
από το Άλφα πιάσαμε Ωμέγα.

Των γλυκασμών δεν βάσταξα τα κύματα.
Λιγώθη η καρδιά μου από λύρα.
Μ΄ένα παλιό χωνί: «Πέσατε θύματα»,
στη γύρα βγήκα σφάζοντας για μπύρα.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014


Γυμνοπαιδίες
 
Γυμνά παιδιά, κιτάπια επτασφράγιστα,
στων Ιδαλγών τις τρύπιες  Ουτοπίες.
Βάστα καρδιά… Εγώ με τόνο Άριστα,
τόσων ετών πως χάλασα φιλίες;

Σικελιανός των Άστρων και της Ποίησης,
εντός μου κάθε δείλι ξαποσταίνει.
Πενήντα χρόνια κύλησαν… Της μύησης
το χνώτο, σαν νεκρός βρωμά και  ζέχνει.

Η στράτα η μεγάλη προς Ερέτρια,
σε τσιμινιέρα τώρα τερματίζει.
Ψυχή, της σάρκας δούλα κι υπηρέτρια,
τι να ΄ναι αυτό που τρώει σε και σαπίζει;

Γυμνά παιδιά μια μέρα θα γυρίσουνε
πλευρό και χαρτωσιά μέσα στη βλέννα,
με θλίψη μεστωμένη να μιλήσουνε,
για σένα Περσεφόνη και για μένα.

 

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014


M/S ADES

Μια μαργωσά στα μέλη και μια οίηση,
σα φλόγινη γραβάτα στο λαιμό μου.
Αύγουστος ήταν, γιόρταζαν τη Κοίμηση
κι εγώ αποκαρώσεις του λοστρόμου.

Της πρώτης μου αγάπης ο ατσίγγανος,
(ασπρόμαυρη σεκάνς μεσοπολέμου),
μ΄ένα βιολί καμπούρης και αμήχανος,
κανοναρχούσε ξόρκια καταδέσμου.

Αντώνης, γύρω τούμπες από κύματα.
Ψυχοπομπός, το Άλφα του Κενταύρου.
Άχρηστα τώρα, είπα τα ενδύματα,
πιωμένος μια μποτίλια «Αίμα Ταύρου».

Ρίχνοντας κάβο Σμύρνη ξημερώματα,
με βρήκε το κακό κάτω στ΄αμπάρι
κι αντίς φωλιά διπλή στα αετώματα,
τη Κυριακή μου μοίρασαν το στάρι.

 

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014


As time goes by

Ποστάλι σκουριασμένο τ΄άγιο σώμα της,
βαθιά σε κάποια θάλασσα του Νότου.
Μιας  λυγμικής αγάπης και αόμματης,
το θύμα εγώ στο πέντε της Διδότου.

Τις νύχτες μπρος σε νοτισμένους άτλαντες,
το στίγμα της γυρεύω δίχως ζέση.
Οι Μοίρες, διακονιάρισσες ατάλαντες,
μυρίζουν κλινική και  γάτας λέσι.

Ένα καιρό στα λυρικά μου ρέματα,
καπνίζοντας «Καρέλια» μαγεμένος,
δεν γνώριζα του μέλλοντος τα αίματα,
κουδούνι, διευθύνσεις και το γένος.

Αλί μου, ξάφνου βρέθηκα αιχμάλωτος,
με τις εκστάσεις πια σταφιδιασμένες,
στη λησμονιά δυσοίωνα ευάλωτος,
να ξεσκονίζω κρύπτες σκονισμένες.

Ποστάλι βυθισμένο τ΄άγιο σώμα της,
με δυο σειρές λαμπιόνια αναμμένα.
Στα χέρια μιας πλαγγόνας συνονόματης,
ξεψύχησα τα είκοσι κλεισμένα. 

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014


Τα Τραύματα
 
Τα τραύματα βαθιά, θανατηφόρα.
(Μιας Λύκαινας το δόντι κακουργεί).
Εσείς των ηδονών οι πλαστουργοί,
μασώντας κολχικό και μανδραγόρα,

σεμνά τη βάρκα του καμπούρη Αντρέα
τοξεύστε κατεπάνω στον καιρό.
Λαφρύ της αλκυόνας το φτερό,
γοργόνες στιγματίζει τον Βορέα,

πριν να χυθεί στη θάλασσα της φτήνιας,
με μιαν αναισθησία παιδική.
Μελάνη πια δεν έχω σινική,
μονάχα σεμπερβίβα απ΄τη Ρήνεια

και κάπαρη της Σέριφος. Που χώρα,
που άνεμος, που σμίλη, που σκαρμός;
Παντού τυμβαίος τώρα γλυκασμός
και τραύματα βαθιά, θανατηφόρα.

 

 

 

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014


Κατάσταση Πολιορκίας
 

Σβήσε το φως, τραβήξου απ΄το παράθυρο,
οι Λύκοι πήραν πάλι πάνω χέρι.
Μας τάγιζαν  καιρό με σκέτο άχυρο,
πριονισμένο είχαν το μαδέρι.

Πέτρες οι Φίλοι πάνω μας σηκώσανε
και βάψανε με φούμο τους φεγγίτες.
Μια χαραυγή φιλί του Γιούδα δώσανε,
πριν στείλουνε ζυγιές τους Φαλαγγίτες.

Σβήσε το φως, τη λάμπα πυροβόλησε,
πάρε πανί και ριξ΄το στο φεγγάρι,
τον θάνατο σα φίλο καλωσόρισε
και Ανδροκλής μπρος στάσου στο λιοντάρι.

Την εποχή ποτέ κανείς  δεν άλλαξε.
Φυγή το πεπρωμένο πια δεν έχει.
Κρασί της λησμονιάς στ΄αυτί μου στάλαξε
και κούρνιασε σιμά. Στη πόλη βρέχει…

 

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014


Το Ποδήλατο

Ο δρόμος θα τελειώσει μπρος στη θάλασσα
και στης Γοργόνας το φθηνό πορνείο.
Η ρίμα βγαίνει μόνο με το χάλασα
κι εγώ στο ρήμα αυτό πάντα ομνύω.

Ο δρόμος θα τελειώσει τόσο απότομα.
Που φρένο; Που ποδάρι; Που χωράφι;
Μονάχα να ΄ναι θέρος, να ν΄απόγιομα,
μην πάγουνε τα κίβδηλα χαράμι.

Ο δρόμος θα τελειώσει καθώς άρχισε.
Με κλάματα, με βλέννα, με βελόνη.
Κι αν πνεύμα του Θεού εντός μου άνθισε,
του Σταυρωτή δουλειά του να σταυρώνει.

Ο δρόμος θα τελειώσει… Το ποδήλατο,
βαμμένο με το φούμο της χηρείας,
φθαρμένο από τα χρόνια και αφύλακτο,
ντεκόρ σε μια σκηνή αυτοχειρίας.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014


Περιμένοντας τον Αφέντη
 
Κουτσά-στραβά τα βήματα με φέρανε,
στις τρίλιζες της Άγιας-Ελευσίνας.
Ο Φιλοκλής μ΄ένα ραβδί με ξέρανε
και μ΄άφησε να χάνομαι της πείνας.

Λίγο κρασί, μισό βρωμολουκάνικο
και τρύπιο ρουχικό άνευ αξίας
η συρμαγιά. Το ξύλο; Κρίμα κι άδικο,
ακόμα και για σκλάβο της Καρίας.

Τ΄Αφεντικό αξίζει τα Μυστήρια.
Η χέρα του θ΄αγιάσει κάποια μέρα.
Για Υπερμάχω φευ τα νικητήρια,
τη σήμερον ανάγκη να΄σαι λέρα.

Ας το βουλώσω. Μάλλον το παράκανα.
(Υπάρχουν και αυτιά που με ακούνε).
Τη βγάζω μια χαρά με λια και λάχανα.
Των δούλων η δουλειά, να υπακούνε.

 

 

 

 

 

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014


Weekend
 
Στα Πούλιθρα νυχτέρι με τον Πύρρωνα:
«Η πέτρα γράφε, όνομα δεν έχει.
Γεράκι πε την, Άστρος, Πανταβρέχει.
Οι Δώδεκα σε θέλουν μόρτη κι είρωνα.

Κατσίκια χλαπακιάζεις, λες ανέκδοτα.
Τα γιόματα χουζούρι σα μια γάτα.
Τους λόγους σου προσέχεις γκρέμια, βάτα,
γουστάρεις μα δεν ζεις κομμάτι έκδοτα.

Γυνή σεμνή, παιδάκια τρίχα μούλικα,
τη μάνα σου τη κράζαν Ευθαλία.
Μα φευ  στα πέριξ έπεσε σταλία,
και πούλησες τους δίσκους με τον Πούλικα.

Τη συμβουλή μου άκου! Φέρσου ψύχραιμα!
Κανείς ποτέ καλό δεν σου χρωστάει.
Σκυλιών το μπαίγνιο πάντα καταντάει,
όποιος τσαρδί δεν στήνει στα υπήνεμα.

Στους κολλητούς δος κλώτσο , χτύπα έρημο.
Εκεί ανθεί ο κάκτος μυριαγκάθια.
Δεν μπούχτισες κονέ με κατακάθια;
Μιας μέρας κύμα μαύρε κι είσαι Ψέριμο».

Στα Πούλιθρα νυχτέρι με τον Πύρρωνα,
τρεις ώρες με τ΄αμάξι απ΄τον Βύρωνα.