Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

 

Ο Αδηβάτης

Μια Παρασκευή Μεγάλη,

μ΄άδεια από τον Μιχάλη,

κάμνω κρίση να γυρίσω,

γόρδιο με σε να λύσω,

Φρύνης δέκα στο Παγκράτι.

-Δεύρο έξω Αδηβάτη!

 

Στενεμένος στο παλτό μου,

μ΄ένα σκώληκα επ΄ώμου,

-Εξοδούχος πύλη,  ρίχνω

και αναζητώ  το λύχνο

του τσαρδιού σου στο Παγκράτι.

-Δεύρο έξω Αδηβάτη!

 

Τι κι αν στέκω ξεγραμμένος,

ξέσαρκος, μαραγκιασμένος;

Η αγάπη δεν μου λείπει,

και βαρώ με καρδιοχτύπι,

Φρύνης δέκα στο Παγκράτι.

-Δεύρο έξω Αδηβάτη!

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

 

Οι κρύπτες

Πέρασα πουρνό την πύλη,

(πλαστικό με χαμομήλι),

κι έπινα γουλιά-γουλίτσα,

και καμάκωνα μια θείτσα:

-Ανεψιέ σαν θέλεις χάδια,

κρύπτες ψάξε και σκοτάδια!

 

Πέρασα κι απ΄την «Τιφλίδα»,

όπου χόρευε σα Λήδα,

με τον κύκνο της αντάμα,

μια κυρά και μια μαντάμα:

-Μορφονιέ σαν θέλεις χάδια,

κρύπτες ψάξε και σκοτάδια!

 

Πέρασα κι από το «Τρίτο»,

ξετυλίγοντας τον μίτο,

και μου γνέφει μια ΄κλησάρα,

που την λέγανε Βαρβάρα:

-Εδωνά δεν έχει χάδια,

κρύπτες μόνο και σκοτάδια!

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

 

Ο Λευτέρης

Στο γραφείο του δεκάξι,

μια ψυχή πως να πετάξει,

που φτερό της σουρωτήρι,

καθ΄απαντοχή της φθείρει;

Και μια λάμπα μέρα-νύχτα:

-Σα σκυλί Λευτέρη αλύχτα!

 

Στο γραφείο του υπογείου,

βάσανα τραβώ αγίου.

Τι κορμί στιγματισμένο,

από λασπουριά φτειαγμένο;

Και μια λάμπα μέρα-νύχτα:

-Σα σκυλί Λευτέρη αλύχτα!

 

Στο γραφείο χαψωμένος,

χεροπόδαρα δεμένος,

σκώτι και καρδιά μου τρώγω,

βρώμικο ψωμί με βόγκο.

Και μια λάμπα μέρα-νύχτα:

-Σα σκυλί Λευτέρη αλύχτα!

 

Στο γραφείο του δεκάξι,

αχ Θεός! να με φυλάξει,

τον καιρό μου να περάσω,

και ταχιά να πάγω πάσο.

Και μια λάμπα μέρα-νύχτα:

-Σα σκυλί Λευτέρη  αλύχτα!

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

 

Ο Θωμάς

Στο κρυφό το καφενείο,

ο Θωμάς και τρείς απόστολοι,

κουβεντιάζουν μ΄ατρεμιά

ψυχική. Άνδρες σφικτόκωλοι,

 

δεν νογάνε γιατριλίκια…

Η πατρίς; Παραλογίζεται.

Κι όπως στέκουνε γλαροί,

κάποιος άθελα φταρνίζεται.

 

Κι ο Θωμάς γλυκά του κρένει,

-εις υγείαν φίλε τρίφιλε,

-τι κατάρα φοβερή,

μου μπουμπούνισες θρασύδειλε;

 

Στο κρυφό το καφενείο,

οι ευχές δεν έχουν πέραση,

τι ΄ναι όλοι Ηρακλείς,

στης ψευτιάς την υπερκέραση.

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

 

Το κεφάλι μου

Το κεφάλι μου το κλούβιο,

παστωμένο με ψαρόκολλα,

κάθε μέρα με τσιγκλά,

λίγο σου ΄μεινε και τόμπολα.

 

Πόσο λίγο; το ρωτάω,

πίνοντας το καφεδάκι μου,

μέχρι να σωθεί σαλέ,

η ψευδαίσθηση του άλκιμου.

 

Τώρα τα ΄πιασες του λέγω,

απ΄την ώρα που γεννήθηκα,

κάθε μιά φθορά κλωτσώ,

και ουδέποτε νικήθηκα.

 

Το κεφάλι μου το κλούβιο,

μαθημένο στη προπέτεια,

τέλος θα ΄χει τραγικό,

τούτη εδώ η περιπέτεια.

 

Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

 

Ο Τάσος

Με τον φίλο μου τον Τάσο,

που δουλεύει σε κασάδικο,

ανταμώσαμε πουρνό.

Α! ρε Τάσο, δεν είν άδικο,

 

να χωρίζεις παντρεμένους,

τόσο δυνατούς στον έρωτα,

να ζωγρίζεις και παιδιά,

αναμάρτητα κι αλέρωτα;

 

Και μου λέγει, τήρα Γιάννο

όταν ψάλλεται ο Άμωμος,

πούλος γίνε, κλείν΄αυτιά,

για να σώζεσαι αν κι άχρωμος.

 

Τον φιλόσοφο αρνήσου,

κι άσε τα πεζά ερωτήματα.

Σαν με θέλεις συντροφιά,

έλα βόηθα στα ντυσίματα.

 

Κι από τότε με τον Τάσο,

πάντα τη δουλειά μοιράζουμε.

Δε ρωτάμε τι και πως,

κι όλοι λέγουν μας πως μοιάζουμε.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

 

Την επομένη των Γενεθλίων

Των ανθρώπων τα πατήματα γρικώ,

των ανθρώπων που φοράνε πάντα μαύρα,

των ανθρώπων που σαν άγριο ιππικό,

φέρετρο μου θε να σέρνουν μες στη λάβρα.

 

Των ανθρώπων τα πατήματα Χριστέ,

που θυμίζουν λίγο Χιώτη, Μαίρη Λίντα,

παπιγιόν και άσπρο γάντι ως είθισται,

κι έκλεισ΄αλιά μου εχθές μόλις τ΄εξήντα.

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

 

Δεύτερες σκέψεις


Μια Πασχαλιά στο Μπούρτζι,

κονόμισα σπαθί,

κι απίκο στου Δικαίου,

(θα είχα λωλαθεί),

 

ορκίσθην τρις να θύσω,

Τουρκιάν  ανηλεώς,

κι ευθύς μετά εις την  Πόλη

του Λεωνίδου γιός,

 

δρομαίως να εισέλθω,

εγώ ο ραδινός,

μα μου ΄μεινεν η γλύκα…

Ο τάφος μου κοινός,

 

εδώ εις το Μανιάκι,

χωρίς ένα σταυρό,

κι ας λέγουσι πως Έθνος,

κρένει με θησαυρό.

 

Να μου ΄λειπεν η Δόξα,

τ΄ορδί και ο παππάς…

Κάλλιο δειλός στ΄Ανάπλι,

χεσμένος, ντιπ λαπάς,

 

παρά στου Κάτου Κόσμου,

να στέκω τα στενά,

σα καπνισμένος τσίρος,

με βόλι στα φτενά.