Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012


 

Τελευταία ανακοίνωση

 

Θολό φεγγάρι

που ν΄το λιοντάρι;

Ψυχή - κουβάρι,

κορμί – κουφάρι.

 

Πεύκο κολόνια,

θλίψη γαλόνια,

χιόνια στα κλώνια,

καπνός τ΄ αηδόνια.

 

Έφτασ΄η ώρα του χωρισμού

που να βρω δρόμο;

Είναι τα χρόνια κατακλυσμού,

μου φέρνουν τρόμο.

 

Σημαδεμένος,

τόπος καμένος.

Γυρνώ σα ξένος,

φαρμακωμένος.

 

Κέρινο βράδυ,

φωτιά στ΄Αρκάδι,

βάζω σημάδι,

γλόμπους στον Άδη.

        CINE <<ΑΡΓΩ>>

 

Με βήμ΄αργό ως την <<Αργώ>>

σεργιάνισα. Στη χώρα

τη μαγική που μια φορά,

πήρα τα πρώτα δώρα.

 

Εκεί που << Κάποτε στη Δύση>>,

μια πινακίδα <<Μιτσουμπίσι>>.

 

 

Με βήμ΄αργό ως την <<Αργώ>>

περπάτησα στην μπόρα

κι είδα να στρίβει ολόφωτη

πληγή, μια νεκροφόρα.

 

Μπροστά μου πέρασε σα σφαίρα,

είχε μαζί και τον Πατέρα.

 

Με βήμ΄αργό ως την Αργώ,

πως πέρασε η ώρα;

Πλάι στο κουτί της να θρηνεί,

τυχαίνω τη Πανδώρα.

 

Έκλαιγε για τα περασμένα,

για την <<Αργώ>> και για τα μένα…

 

Με βήμ΄αργό ως την <<Αργώ>>

κι απέ κει κατηφόρα,

καμπούρη έχω σύντροφο

και παραστάτη τώρα.

 

Με εισιτήριο στη τσέπη

για της <<Αργώς>> την Άγια Σκέπη.

 

 

Σημ. Καμπούρη λέγαμε τον ταμία του κινηματογράφου <<ΑΡΓΩ>>, λόγω της εξαιρετικής του κυφότητας. Κατά τα άλλα υπήρξε ένας εξαίρετος κύριος, πάντα όμορφα ντυμένος και καθαρός με μιαν ευγένεια στο πρόσωπο και στις κινήσεις που σε καθήλωνε. Αιωνία του η μνήμη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012


     Ό Άσωτος

 

-Ψήσε μάνα ένα τσάγι

κι έλα κάτσε δω σιμά.

Πιάσε τα πατερημά,

η πληγή αίμα ξερνάει.

 

Μ΄έδιωξε από το σπίτι,

στα καλά καθούμενα,

νήμερα Χριστούγεννα,

με σκυλόβριζε <<αλήτη>>.

 

Τι της έκαμα μανούλα,

μήτε που κατάλαβα.

Ζέστανα το Ζάσταβα

και μπουχός απ΄τη Μαγούλα.

 

Γκόμινες ποτές δεν είχα

πάνω από τέσσερις.

Τρύπιος τώρα τέντζερης

με κομμένο πια τον βήχα.

 

Ήμουν σπίτι-καφενείο

πάντοτες στην ώρα μου.

Θύμωσ΄η Θοδώρα μου

και τα πήρε στο κρανίο.

 

Κάμε μάνα μου τη χάρη,

πάνε παρακάλεσε.

Βάλε μύλο, άλεσε,

τι σου γίνομαι ταγάρι.

 

Βάλε παραμύθι μάνα

πως θ΄αλλάξω πάραυτα,

για θα πάω άκλαυτα

από την κρεμανταλάνα.

 

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012


 

Άτυχος έρωτας

 

Στ΄αγκίστρι καρφωμένος σπαρταρώ

του Ήλιου. Κι αν πεθαίνω, δε με μέλλει.

Γένηκα φευ στο στρώμα σου μπιζέλι,

μια Πυραμίδα δίχως Φαραώ.

 

Κοντά σου ορφανή ήμουν σκιά,

φάσμα κυφό στο λίκνισμα της μέρας,

πανάκι βατεμένο μπάτη αγέρα,

σε άντρο κορασίδων μια γριά.

 

Δεν ήταν έτσι πάντα. Μια φορά

μου χάριζες Μαγιάτικα στεφάνια.

Πως μ΄έριξες στο πάτο, στην ορφάνια

ακόμη ο νους μου ο γλίσχρος δεν χωρά.

 

Θ άντέξω… Χορτασμένος συμφορές

ανάβω της καρδιάς το καμινέτο,

ένα καϊφέ να φτιάξω νέτο σκέτο,

γυρεύοντας χρησμό στις Αγορές.

 

 

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012


Συνέργεια σε Απόδραση Κρατουμένων



Στο Κηπουρό, ποιος δίνει σημασία;

Έτσι κι αλλιώς στο κλάδεμα ενδίδει,

κάθε που σέρνεται τυφλό το Φίδι,

απά στη πρώτη τ΄Άγχους υγρασία.

 

Ρούχο στενό. Κιστέρνα μουχλιασμένη.

Φιλήδονο το στόμα συλλαβίζει

Επίκουρον από το ρωγοβύζι

ως τη στερνή ανάσα… Τι απομένει;

 

Λυγρή αυδή ως Επιτάφιος θρήνος,

κάποιου που παραδέχτηκε την ήττα,

χαλώντας τη ζωή του για μια Ρίτα…

Μαζί του γερασμένος Αρλεκίνος,

 

στραβοπατώ και παίρνω την ευθύνη

των λόγων που θα πω: <<Δότε μοι ώτα,

τιμόνι στρέψτε, την άλλη πάρτε ρότα,

τι μύρισε ο Τόπος ναφθαλίνη>>.

 

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012


         Επιθανάτιος Ρόγχος

 

Το σώμα ασθενεί,γαυριά το πνέμα,

της άνοιξης το τίμημα βαρύ.

Μιλώ στου Χάρου τ΄άσαρκο φαρί,

μην και σκιαχτεί τ΄Αχέροντα το ρέμα.

 

Αλλόκοτη σιωπή ορμά στους τοίχους,

πίσω γυρνά σα ρόγχος και κραυγή.

Ίσως κι αντέξω τη στερνή αυγή,

της Κόρης τους δυσοίωνους βοστρύχους.

 

Σεμνά πατώ τι γκρέμια τα γιοφύρια.

Δυό μέτρα βάθος είναι αρκετό

ν΄αρχίσει η Μάνα-Φύση κοπετό,

μεμιάς ξεχνώντας λόγια νικητήρια.

 

Ψύχος βαθύ, ισχνές οι αναμνήσεις.

Ο κόσμος μου σε κρίσιμη καμπή.

Στων φάρων τη στερνή αναλαμπή

της σάρκας μου τη λύση θα μισήσεις…

 

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012


            Καθαρτήριο

 

Καπνίζουν της Ανάγκης τα φουγάρα

σα πρώτα στιγματίζοντας καρδιές.

Φτάνουν οι λύπες σμάρι, καραβιές

με κούκο ναυτικό απά στη κάρα.

 

Λίγα τα Ναι, περίσσεψε το Όχι

κι αυτοί που το ΄παν χώμα και σποδός.

Η ίδια καθώς πάντα επωδός:

<<Ιχθύς είν οι ψυχές κι ο Νους απόχη>>.

 

Πλαγγόνες στα στενά με χέρι στέριο

μια κι όξω εκτελούν τους τυχερούς

διαβάτες. Βέρα, δίσεχτους καιρούς

για μάς τους ταπεινούς, Λουτρό κι Αέριο.

 

Αβάσταχτη σιωπή κοσμεί τους τάφους

των ζωντανών που μέτρησαν σπυρί-

σπυρί της Αφροδίτης το μηρί,

πριν μεταμορφωθούν σε Λωτοφάγους.

 

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012


 

Ο Δυσσέας στη Καλλιθέα

 

Παράθυρο κλεισμένο στο Βοριά,

φθαρμένο από του χρόνου το σκαμπίλι,

στα δώδεκα μονάζω τα χωριά,

κρατώντας παραπόδα καριοφίλι.

 

Σκοτάδια με τυλίγουν ζοφερά,

μ΄ ανάβω που και που τον αναπτήρα.

Σπασμένα των αγγέλων τα φτερά,

κάθε πρωί στοχεύουν λάθος μοίρα.

 

Ένα καιρό ταξίδευα γυμνός,

σε πράσινα νησιά σαν το Δυσσέα.

Ο ήλιος μαύρο μάτι κι αχινός,

μου χάρισε σκιά στη Καλλιθέα

 

κι ένα κλωνί θαμπό βασιλικό

που σαν Μεγάλη μύριζε Τετάρτη.

Από φθηνό ήμουν πάντα υλικό

κι η Ιθάκη μια μουτζούρα μες το χάρτη.

 

Δαβάκη, σαν αητός ποδηγετώ

τη θλίψη και γυρίζοντας σελίδα,

κιμπάρης στης ζωής το παγετό,

κερνώ έναν εσπρέσο την ελπίδα.

 

 

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012


 

Ιερά Οδός

 

Την καταιγίδα μην παρακαλάς.

Τα λόγια και το σάλιο σου χαλάς.

Άκου και μένα.

Στρέψε το βλέμμα, τέντωσε τ΄αυτιά,

από τη φαύλη τ΄Άδη εσχατιά,

θα ρθει μια γέννα,

 

που θ΄αφανίσει πρώτα τον Καιρό,

της Δήμητρας κατόπιν το Ιερό,

στην Ελευσίνα.

Εσύ ο Ξένος, άστεως φυγάς,

σταφύλια της οργής πια δεν πατάς.

Μήνα το μήνα

 

ελπίζεις πως θ΄ανθίσουν οι αγροί

και πάλι. Μιλεούνια οι νεκροί

κάνουν καντάδα.

Ανάγκη να βαδίσεις την Οδό,

κι ας είν΄ το χώμα ανάκατο σποδό.

Φτωχιά Ελλάδα…

 

 

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012


 

      Απόγνωση στα ντοκ

 

Λέξεις νεκρές, βιβλία σκονισμένα,

κηδείες που ξεχάστηκαν γοργά,

αισθήματα μ΄αλμύρα τοκισμένα,

ανοίγονται σα πλοία φορτηγά

 

στα πέλαγα γυρεύοντας σημάδι,

άλλες φορές νερό κι αυτό πικρό,

πορεία προς το άγνωστο αλφάδι

κρατώντας. Στης ανάγκης τα βιτρό

 

ομνύουν κάθε τόσο ταχυδρόμοι,

λίγο προτού να σφίξουν τη θηλιά,

ατίθαση τινάζοντας μια κόμη-

σφενδόνη προς των άστρων τα φιλιά.

 

Κι εγώ με κούκο ναυτικό ζηλεύω,

τα κόκαλα π΄ασπρίζουν στο βυθό,

κύμα φιλεύω φλούδια πασατέμπο,

μην και μ΄αφήκει φευ ν΄αναληφθώ.

 

 

 

            ΣΥΜΠΟΣΙΟ

 

Στο χέρι λούγκερ κι η πληγή στ΄αριστερά,

αντίς για γαίμα ύδωρ λάλον αναβλύζει,

έρωτες, τάφους κι αρκετό γαμήλιο ρύζι,

πέτρας βερνίκι απ΄ τα πρώτα μου φτερά.

 

Σβηστό φανάρι εν τω μέσω της νυκτός,

γηροκομεί τις πιο ρηχές μου αναμνήσεις.

Καιρός να δέσεις τον καημό, καιρός να λύσεις

κι ας σκορπιστεί μέχρι τα πέρατα πηχτός.

 

Βακχεύει εντός μου η αρχαία συντροφιά,

από του Χάους τον αυλό σα μαγεμένη.

Τα σβήνει όλα ο Βοριάς, όλα τα παίρνει,

τον Όλυμπο, τη Θήρα, την Αγιά Σοφιά.

 

Αποσταμένος περιμένω να φανεί,

το πρώτο άστρο με επίδεσμο στο χέρι.

Θα χει πεθάνει μα καθένας πως να ξέρει

πως άδειοι μένουν κι ορφανοί οι ουρανοί;

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012


 

Παραινέσεις για τον καιρό της Πανούκλας

 

Δαγκάνουν τα βουνά, γδέρνουν οι λόφοι,

στις πεδιάδες καίνε τον Ιούδα.

Μονάχα μια ελπίδα κι αυτή φρούδα,

να πορευτείς αντάμα με τον όφι,

 

σα να ΄ταν ξεχασμένος κάποιος φίλος,

οχτρός που πισωγύρισ΄απ΄τα σπλάχνα

για να κουρνιάσει πάλι δίχως άχνα,

φιλέρημος στου φιλιατρού το χείλος.

 

Γυρεύουν κι οι ορίζοντες ανάσα,

καρδία που ν΄αντέχει μες το στήθος

πλήγματα μύρια. Της κραυγής τον λίθο

σα βρέφος κράτησε κάτω απ΄τα ράσα

 

και κάμε τον μουγγό για τον κουτσάφτη,

διήρη αρματώνοντας για χώρες

μεσημβρινές. Εκεί και θάλλουν Κόρες

ευαίσθητες στα βάσανα του Ναύτη.

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012


          Ωδή εις θάνατον

 

Τον φτύσαν κατά πρόσωπο γιαγιάδες,

παιδιά, γερά τον περιφρόνησαν.

Υψώνοντας το βλέμμα στις Πλειάδες,

άγουρες κόρες αυτοκτόνησαν.

 

Άλλοι πάλι ορμώντας μεσ΄τα γκρέμια,

στη ζήση δώκαν κάποιο νόημα,

τ΄Αλόγου χαλαρώνοντας τα γκέμια,

βαρέθηκαν και φύγαν κάπως πρώιμα.

 

Γράψαν για δαύτον ποιητάδες στίχους,

την κεφαλή του ρόδα στόλισαν,

φίλο τον κράξαν, βασιλέα του ψύχους.

Έτσι κάθε μυστήριο το λυσαν.

 

Και με ρωτάς εγώ αν τον φοβάμαι

κι αν γόνυ κάμπτω στη ρομφαία του;

Τα λόγια χάνουμε. Σαν τι μιλάμε

φάσμα απ΄τη μεριά τ΄Αθέατου;

 

 

         Ψυχής αναζήτηση

 

Ποιο να είναι το κόστος μιας ψυχής,

επιπλωμένης και με πόρτα ασφαλείας,

απηλλαγμένης φόβου, πάθους και δειλίας,

άνευ ουδεμίας αμυχής;

 

Πάλιωσ΄η δικιά μου για καλά.

Αρμοί τριζοβολούν, σαράκι τρώει το ξύλο,

ένα μαρμάρινο λιοντάρι απά στη Δήλο,

που αιώνων πίκρα κουβαλά.

 

Πώς να ξεντυθώ το παρελθόν;

Τα ξεσχισμένα της νιότης υποδήματα,

προικώο μου αφήκαν φρικτά οιδήματα,

ίνα εύρη ο θάνατος ελθών.

 

Βασιλεύει τ΄άστρο της νυκτός,

κοπάζει εντός μου η αρχαία τρικυμία.

Είναι απλά ο βίος σύνθετη χημεία

και αγέρας κόλασης πηχτός.

               Ψυχή

 

(Στη Μαρία Φ.)

 

Λιπαντικά χρειάζεται η ψυχή

να έβγει απ΄το σώμα, να πετάξει.

Την άχαρη ζωή ν΄αφήσει πίσω της,

το παρελθόν το γκρι μήπως κι αλλάξει.

 

Τα δέντρα χαιρετά, τους κήπους, τα νερά,

την άνοιξη που μπαίνει μεσ΄τη πόλη.

Πια πίσω δεν κοιτά κι ανοίγει τα φτερά,

αργά-αργά προς τη μεγάλη Σχόλη.

 

Ένα κρασί έχει ανάγκη η ψυχή

να ζαλιστεί, να χάσει το στρατί της.

Ξεχνώντας το τι έζησε, να γελαστεί.

Στους ουρανούς να αναστηθεί κομήτης.

 

Ένα φιλί γυρεύει η ψυχή

κι ένα παλιό παλτό για να φορέσει.

Παγώνει η μοναξιά κάθε χαμόγελο.

το δίκιο της να βρει πώς θα μπορέσει;

 

Τα δέντρα χαιρετά, τους κήπους, τα νερά,

την άνοιξη που μπαίνει μεσ΄τη πόλη.

Πια πίσω δεν κοιτά κι ανοίγει τα φτερά,

αργά-αργά προς τη μεγάλη Σχόλη.

 

      Χωρίς Ανάσταση

 

Κρατούν οι μέρες Άγια Λόγχη

και που πληγώνουν το πλευρό.

Μέσα στου χάρου την απόχη,

βάζω πατούμενο σεβρό

 

κι όλα τ΄αφήνω όπως πάνε,

τους καζαμίες δεν ρωτώ,

στόματα κρύα με φιλάνε,

σ΄αυτή τη τρύπια κιβωτό.

 

Κρατούν τα χρόνια το σφουγγάρι,

όξος κερνούνε και χολή

μα εγώ κοιτάζω το φεγγάρι

κι ας είναι η εικόνα του θολή.

 

Εντός μου σκάβω πάλι πέτρα.

Βούρκος τ΄αθάνατο νερό.

Μάγος απλώνω μαύρη μπέρτα

σ΄αστείο νούμερο ρετρό.

 

Κρατούν τα χρόνια το καλάμι,

πορφύρα ντύνουν το κορμί.

Μια ανάσα Γολγοθάς-Μπραχάμι,

φτάνει να υπάρχει η  αφορμή.

 

 Χαμηλό βαρομετρικό

 

Είπαν χαλάει ο καιρός.

Κουρνιάστε σπίτι.

Δεν έχει απόψε καφενέ

κι αποσπερίτη.

 

Πάτε στις γυναικούλες σας

Να σας ζεστάνουν.

Πριν καν το καταλάβετε,

θα σας πεθάνουν.

 

 

Χωθείτε στα κρεβάτια σας

Από τις έξη.

Πιείτε ένα τσάι με κονιάκ

και ότι βρέξει.

 

Έρχονται μπόρες δυνατές

θανατηφόρες.

Κάποιοι από εμάς αλλοίμονο,

μετράνε ώρες.

 

Είπαν χαλάει ο καιρός,

πως θα χιονίσει.

Της ιστορίας ο τροχός

Θα σταματήσει.