Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014


Μια Κυριακή

 
 
Μια Κυριακή που τα πουλιά θα πέφτουνε,

νεκρά στην υψικάμινο της Γκέμμας,

πισθάγκωνα οι Κήρες θα με δέσουνε:

« Τον ύστατο χρησμό για ξήγησε μας».

 

Με το κασκέτο του σαλού στο χέρι μου,

καρδιά εκτεθειμένη σε προθήκη,

θα μουρμουρίσω άσματα του έρημου

στρατιώτη, πριν της σάλπιγγας τη φρίκη.

 

Οι λαγκαδιές θα γίνουν το καλύβι μου,

βουνοκορφές κελί και μοναστήρι,

στον Καραγκιόζη πάντα του Χαρίδημου,

η μοναξιά βαστούσε κλαδευτήρι.

 

Κι ένα πρωί στης Πρέβεζας την ύφεση,

προφέροντας σεμνά το όνομα του,

με το παλιo-Bayard του Κώστα επίθεση,

θα κάνω στις προνύμφες του θανάτου.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014


Έξοδος


Απρόσμενα ο Γύφτος θα φανεί,

μια μέρα που η φύση θα γιορτάζει.

Οι φίλοι απ΄το Κ.Α.Π.Η θα κάνουν χάζι:

« Άσπρο το πρόσωπο του σαν πανί».

 
Το πνεύμα μαργωμένο μα ορθό.

(Σερβίρουν σπανακόπιτα στη βάρκα).

Αδήλωτη στο στόμα πόκερ μάρκα,

ίσα για ένα δεύτερο πορτό.

 

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014


Γεράματα δεν θέλω

 
Γεράματα δεν θέλω και μπαστούνια,

να σεργιανώ με κόπο στα καντούνια,

χαμόμηλο να έχω για πιοτό μου,

σκυφτός στις Επικράτειες του τρόμου.

 

Γεράματα δεν θέλω, σταφιδιάρα

την Καίτη ν΄αντικρίζω την ναζιάρα,

τους φίλους σε κασόνια στριμωγμένους,

στη σήψη, στη φθορά παραδομένους.

 

Γεράματα δεν θέλω. Τη μασέλα

ες κόρακαν πριν κάνω καμιά τρέλα.

Φαφούτης ας γυρίζω, ξεδοντιάρης

και νηστικός στα Βλάχικα της Βάρης.

 

Γεράματα δεν θέλω. Τι ανία,

Ρωσίς να σου βαράει μαλακία,

μπακούρι μέρα-νύχτα με τη ρόμπα,

χεράκια τεντωμένα προς τη σόμπα.

 

Γεράματα δεν θέλω. Το πιστόλι…

Να σφίξουν λίγο πάραυτα κι΄οι κώλοι.

Καλύτερα σκηνή αυτοχειρίας,

παρά φυτό σε οίκο ευγηρίας.

 

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014


Ο Φυτευτής

 
 
Ανθρώπων φυτευτής δεινών πατέρας,

βαλάντωνα στις άνυδρες προσόψεις

των Υπουργείων. «Για να προκόψεις,

τα τύμπανα διδάξου της γαλέρας».

 

Και να που στραβογέρασα ερέτης.

Κωφός αντιπαλεύει τα θηρία;

Καλύτερα γκρεμός κι αυτοχειρία,

παρά του ανυπόληπτου ικέτης.

 

Τις Κυριακές λογχίζω τον αγέρα,

φροντίζοντας να κρύψω όπως-όπως,

τη λασπουριά που μου δωκεν ο τόπος,

μέσα στων Αχαιών την εταζέρα.

 

Ανθρώπων φυτευτής και συνεχίζω.

(Ξετσίπωτες πλαγγόνες με προγκάνε).

Οι φίλοι μ΄αντιμόνιο μεθάνε,

σκιαγμένοι απ΄τ΄απέραντο μου γκρίζο.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014


Ο Δευκαλίων
 

Θ΄ ανάψουν πάλι κίβδηλα λαμπιόνια,

θα βγούνε μασκαράδες στα καντούνια.

Πουτάνες, νταβατζήδες, ροζ γουρούνια,

με λίπος θα βουλώσουν τα σιφώνια.

 

Καρδιές, σταματημένες σε θαλάμους

νοσοκομείων. Νύχτα του Ασώτου.

Ο ποιητής θα φρίξει στη Διδότου,

πιασμένος απ΄αόρατους πλοκάμους.

 

Κι ένα σπασμένο τμήμα φωνογράφου,

τη βία θα δεχτεί των Ουρανίων.

Ποιος Μωυσής; Εγώ ο Δευκαλίων,

τα μυστικά κονδύλια κάθε τάφου,

 

στις πρωινές θα δώσω εφημερίδες.

(Τα σχόλια να μένουν). Μες στη ζάλη,

περνώ απαρατήρητος και πάλι,

τραβώντας για τις πάτριες θυρίδες.

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014


Επίχρισμα

 
 
Επίχρισμα θα κλέψω από τη μήτρα,

μιας εποχής που κιότεψε να ΄ρθει.

Τα γόνατα φρικτά έχουν γδαρθεί,

σε προσευχές γελοίες. Μες στη χύτρα,

 

τα σπέρματα κοχλάζουν των αχρείων.

(Για με δεν συγχωρείται γυρισμός).

Ενάντιος ας είναι ο χρησμός,

κατέχω τρόπο να γδυθώ το πύον.

 

Επίχρισμα θα κλέψω και θρεψίνη.

Καλά θα την βολέψω για καιρό.

Ψωμάκι λίγο έστω και ξερό,

μια γαλανή το μάτι να μου λύνει.

 

Ο Δάσκαλος καλά τα περιγράφει.

Οι λιγοστές ανάγκες τώρα πια,

το έχει μου, τα δυο μου τα κουπιά,

σ΄αυτό το μπάρκο που παγαίνει στράφι.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014


ΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ ΤΑ ΔΩΡΑ ΠΑΝΩ ΑΠ ΤΟΝ ΑΛΙΑΡΤΟ

 
 
Ανθοσκεπής θα γείρω μέσα σ΄όρυγμα,

με δάχτυλα καλώς συγκερασμένα.

Κατάρες βιβλικές για καλωσόρισμα

και τα φιλιά διπλά μανταλωμένα.

 

Κάθε γνωστός σκληρά θα μ΄αποστρέφεται,

φορώντας την γραβάτα του Ιούδα.

Ο δούλος του Θεού απόψε στέφεται,

με φορεσιά την σάρκινη του φλούδα.

 

Σαν τι να ειπώ; Ματόφυλλα κατάκλειστα,

στο στέρνο κοκκινόμαυρο και λάδι.

Τα όνειρα στο κύμα ασκανδάλιστα

και το «CINE Αργώ» απολειφάδι.

 

Κατά τις τρεις το φάσμα του Γεννήτορα,

Θα δώσει ρεσιτάλ επί του τάφου,

προς χάριν του Υιού του Επιβήτορα,

εμού κι ενός γκρινιάρη φωτογράφου.

 

Και ξαφνικά σκοτάδι. Οφθαλμίατρος

με γάζες και τσιρότα θα τυλίξει

το πνεύμα μου. Στα πόδια ο Αλίαρτος,

-σανίδα ικριώματος- θα τρίξει.

 

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014


ΑΛΕΥΡΟΠΟΛΕΜΟΣ

 

Με μια τροκάνα βγήκα στα μπεντένια

και φώναζα στεντόρεια: «Ελάτε

σαν σας βαστά. Πρώτος εσύ μελάτε,

κατόπιν η γυναίκα με τα γένια».

 

Το θάρρος ξεχειλούσε απ΄τα μπατζάκια.

(Βοηθάει όσο να ΄ναι το χασίσι).

Τη φύση μου τους μόστραρα εν στύσει,

τους τούρλωνα γυμνά τα κωλαράκια.

 

Το πρώτο βέλος βρήκε την παλάμη,

το δεύτερο σφηνώθηκε στη φτέρνα,

το τρίτο με σακάτεψε σαν σμέρνα,

τρυπώντας το ζερβί μου το καλάμι.

 

«Θανατικό και μόρα να σας εύρει

σκατόπαιδα. Δεν είστε για παιχνίδι…

Διμούτσουνο που να σας φάει φίδι,

τον πόλεμο δεν κάναμε μ΄αλεύρι;»

 

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014


Ο Χριστός σταμάτησε στο Περιστέρι

 
Αργύρια τριάκοντα κατάτι.

Βάλτε και πέντε μεταφορικά.

Για πράγματα μιλάμε επικά,

μέσα στων επιγείων την απάτη.

 

Δεν σας χρεώνω Δάσκαλο και τέτοια…

Μονάχα Εφορία και ταξά.

Να μείνει κατιτίς για μι΄αλλαξά

και για της γυναικός τα μερεμέτια.

 

Το χρήμα Μάγκες θέλω μετρητοίς.

(Καμιά σε ιερείς εμπιστοσύνη).

Με ρίχνετε τον δόλιο σε μια δίνη

και το παιδί στην Άρτα φοιτητής.

 

Αργύρια τριάκοντα στο χέρι

και στ΄Άλσος ραντεβού στο Περιστέρι.

Οίκος Ευγηρίας

 
 
Ένα νησί κατάσπαρτο αισθήματα,

βουλιάζει στα στενά της αρτηρίας.

Βραχνά θα τραγουδώ: «Πέσατε θύματα

αδέλφια εσείς», σε οίκο ευγηρίας.

 

Το παρελθόν θα μοιάζει με χορεύτρια,

που σπάζοντας τα πόδια της στον  πάγο,

βρήκε μια στέγη κάπου στην Ερέτρια

και στα νερά της Εύβοιας τον Τάγο.

 

Της προσευχής το κίβδηλο το νόμισμα,

πως να ξοφλήσει πνεύμα τοκογλύφου;

Στων Αχαιών λικνίζομαι το πόλισμα,

με συριγμούς και ήθος αναγλύφου.

 

Γερτός θα πω του Άμλετ το φληνάφημα,

κρατώντας αντίς καύκαλο πιστόλι.

Βαρύ του βίου στάθηκε το άθλημα

κι ένας μπερντές το Σύμπαν στην ασβόλη.

 

 

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014


Του Φίλου

 
Ο Φίλος στάχτες γένηκε. Ολονυχτίς το χιόνι,

ξεπάτωνε με το σπαθί τους κήπους της αγάπης.

Περίμενα πειθήνια. Σαν έφτασ΄ο Χασάπης,

τη θαλπωρή παράτησα και βγήκα στο μπαλκόνι.

 

Ο Φίλος στάχτες γένηκε την ώρα του Αποδείπνου.

(Θα ΄χουν σκορπίσει ως την αυγή στους πόλους δίχως άλλο).

Μπαϊλντισμένος κει ψηλά στερνό σαλεύω μπάλο,

την λεπιδιά προσμένοντας του Κοεμτζή του Ύπνου.

 

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014


Ο Κομπάρσος



Τα όνειρα μου στρίμωξα στο γιούκο

και πήρα το στρατί των αφανών.

Αχ Κάρμεν, Νόρμα, Τζίλντα και Μανόν,

μ΄αφήσατε μονάχο σαν το κούκο,

 

σε θέατρο σκιών στην Αλιστράτη,

μια νύχτα που θρηνούσε ο Θρακιάς.

Ληστές τα χρόνια χάριν παιδιάς,

με το πιρούνι μου ΄χυσαν το μάτι.

 

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014


Στα Ψηλά Βουνά

 
Ένα βιολί πυροβολεί αυτιά και μάτια.

Κακό αγέρι ταξιδεύει το σκαρί.

Των στοχασμών μου το πυρότριχο φαρί,

γιατρειά θα βρει στα χειμαδιά και στα ελάτια.

 

Εκεί φρουρός με συντροφιά κακές ανάσες.

(Τα μεσημέρια καθώς πρέπει σκοτεινά).

Ζαχαροκάντιο διαμονή στα ορεινά,

κάτω απ΄το δέντρο το μεγάλο με τις κάσες.