Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014


Σκάλες
 
Τις σκάλες θα κατέλθω για της Κόλασης,
το πιο ανοικονόμητο καντόνι,
με πρόβλημα βαδίσεως και όρασης,
ομνύοντας στων Δώδεκα το χιόνι

και στο κερί μιας σάπιας λυρικότητας,
ανίκανης κερκίδες να γεμίσει.
Ω ρίζα λαγγεμένη της λευκότητας,
ω Κόρη, ω Ψυχή μ΄έμμηνο ρύση,

στο τέρμα της καθόδου και της μείωσης,
αντί συμφωνικές του εγκεφάλου,
θα δεις τ΄αποτελέσματα της γείωσης,
απάνω στα συντρίμμια της Παράλου.

Τις σκάλες θα κατέλθω μ΄ένα τρέκλισμα,
πιασμένος απ΄το μπράτσο της Μητέρας.
Εκεί, μια φωτερή γωνιά και μέρισμα,
φροντίδα, γιατροπόρεψη και γέρας.

 

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014


Πάλι Πρωτοχρονιά
Πρωτοχρονιά με κίβδηλα νομίσματα
στη τσέπη και φθαρμένους Καζαμίες,
στων Αχαιών προστρέχω τα πορίσματα
και στης λυκοφιλίας τους ταμίες

Καράβια μεσοπέλαγα φλεγόμενα.
(Γοργόνες στα «Μπιφτέκια» της Γλυφάδας).
Τον πρώτο ρόλο βάσταγα στα δρώμενα,
μέχρι το δειλινό της αποφράδας.

Γεμάτο το δισάκι από Πλάτωνα,
Ιάμβλιχο και βάσανα Μυρίων.
Τη μοίρα μου συνήθως την κεράτωνα,
καβάλα σε μοτό στη Μεσογείων.

Πρωτοχρονιά ξανά… Χριστέ βαρέθηκα,
το ξύλο σου να σέρνω στα σοκάκια.
Για πολλοστή φορά παραπονέθηκα,
μα κλήρα μου αλλοίμονο χαντάκια.

 

 

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014


Παραμονή Χριστουγέννων 2014
Αποτέλεσμα εικόνας για christmas paintings
Τα χάρτινα της Φάτνης θα ποτίσουμε,
κατάπικρο λικέρ μελαγχολίας.
Κατόπιν, ταπεινά  θα προσκυνήσουμε,
μερίδιο γυρεύοντας της λείας.

Πορνοβοσκός με Pilot σαρδόνιος,
την ώρα την αφρόεσσα του Πάθους,
ως λύκος ζοφερός και καταχθόνιος,
-στατιστικά στα όρια του λάθους-,

γυμνούς θα μας εγγράψει στα κατάστιχα
μιας κώμης βυθισμένης στη ραστώνη.
Αλλοίμονο… Σαν σέρνεις τρύπια λάστιχα
και πούπουλο ακόμα σε σκοτώνει.

Τα χάρτινα της Φάτνης θα ποτίσουμε,
χυμούς ασπριδερούς της Εσπερίας.
Έτσι γλυκά κι ωραία θε να δύσουμε,
εν μέσω επικής καλοκαιρίας.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014


Πρωτοχρονιά 2015
 
Πρωτοχρονιά θα βάλω τ΄αδιάβροχο,
των πιο ανυπεράσπιστων ανθρώπων
και θα γυρέψω χορηγό και πάροχο,
στις μυστικές ραφές των λογοκλόπων.

Οι Λαιστρυγόνες πάνω μου κι οι Κύκλωπες,
σαν πάπλωμα ζεστό θα με βαστάνε,
σ΄εκτάσεις απ΄τον νου ανεπικύρωτες.
(Στο χάραμα ελάτια κατουράνε).

Μισεύοντας για τεύχη του αγιάτρευτου,
για νήσους που μαστίζει νηνεμία,
εγώ ο γιός ο πρώτος του Ασάλευτου
μ΄αριθμητήρι: «Σήμερα και μία».

Πρωτοχρονιά ποδάρι μου Πινδάρειο
και πάλαι μιξοπάρθενη Πυθία,
η πτήση των εννέα για Ικάριο,
θ΄αποδειχτεί ορφάνια και χηρεία.

 

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014


Πως το φτερό;

Πως το φτερό στις λάσπες; Ασυναίσθητα
τα χέρια στροβιλίζω. Δεν μ΄ακούνε…
Τα νιάτα μου στη θήκη τους ευαίσθητα,
ξεμάθανε νωρίς και δυστροπούνε.

Μια καρτ ποστάλ φθαρμένη τ΄Αναφιώτικα.
(Δω που τα λέμε, τι να περιμένεις;)
Αχ, θα ΄πρεπε την ζήση μου αλλιώτικα
να φαντασθώ. Μεσάνυχτα ο Μένης,

το ζην θα εκμετρήσει κάπως άδοξα.
Δεν γνώριζα το τίμημα της ήττας.
Τώρα που το γνωρίζω αποκάρωσα.
Ο Δάσκαλος στα πόδια της Λολίτας.

Πως το φτερό στις λάσπες; Πρεσβυτέριο,
χειμώνες γοτθικοί πέρα στη Γάνδη.
Με ρέγουλα ανοίγω το αέριο.
«Oh nuit enchanteresse» κάποιος άδει.

 

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014


Το Παραμύθι μου

Λύκο κακό θα βρει το παραμύθι μου
και δράκο να τρομάζει τις παιδίσκες.
Στα δόντια τα εργώδη του Πολύφημου,
το ήπαρ του Δυσσέα κι οδαλίσκες.

Φοβού της τυφλομέρας τον κατήφορο,
απόξεσε της νύχτας την καμπούρα,
το πνεύμα κράτα ντούρο κι ευεπίφορο,
για των Λαβδακιδών την ουβερτούρα.

Δέκα, Παρασκευή κι Αποκαθήλωση,
με τα καρφιά στο στόμα σαν μαστόρι.
Πολύ απλά ο θάνατος αγκύλωση,
Ρεμπώ και μεθυσμένο ένα παπόρι.

Λύκο κακό θα βρει το παραμύθι μου.
Σαν θέλεις παίξε συ αυτόν τον ρόλο.
Εγώ, πάντα ερέτης του Βαρύθυμου,
με παστρικές ακκίζομαι στον Μώλο.

 

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014


Ο Σ.Χ μπροστά στη Φάτνη

Γιατί λοιπόν φτιαχτήκαν τα παράθυρα,
αν όχι για να πέφτεις με την κάρα;
Εγώ Αφέντη έλκω από τα Άβδηρα
καταγωγή... Αυλός ειμί, κιθάρα!

Ευθυτενής με χέρι αδυσώπητο,
τις ξέρες της Φυλής θα περπατήσω,
με τον καημό ασίκη και αφόρητο,
να μην μ΄αφήνει κάπου ν΄ακουμπήσω.

Σε μια στιγμή τα μέσα μου ηφαίστεια
θα εκραγούν, φωτίζοντας το τέλος.
Μάτια γλυφά σ΄αυτό το μπάρκο-μπέστια
χυμένα… Τ΄όνομα μου; Σκέτο Στέλιος.

Γιατί λοιπόν φτιαχτήκαν τα παράθυρα.
Εσύ γυμνό παιδί ας απαντήσεις.
Κάποιοι πως γιός γεννήθηκες του Πάνθηρα
είπαν, προσμένοντας σε να τους ντύσεις.

 

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014


Στο Πρακτορείο

Τους γκρίζους ουρανούς αδρά τους πλήρωσα,
θρακιάδες, ποταμούς κατεβασμένους.
Ήπαρ και πνεύμα πότισα και πύρωσα,
τσουγκρίζοντας προγόνους ξιπασμένους.

Κρυφτούλι με του ήλιου την κακότητα,
της μέρας της σαλής  τα μπιχλιμπίδια.
Γερτός σ΄ένα κουρείο με αβρότητα,
τους Πλάτωνες θαρρούσα για σαρίδια.

Γονείς και συγγενείς με ξεγελάσανε,
πως τάχα η πατρίδα νοσοκόμα.
Στον Όλυμπο Θεοί με ανεβάσανε,
απάνω σε φορείο σαν σε κώμα.

Κι ένα πρωί χωμένος σ΄αδιάβροχο,
με το σκουφί πολλά ξεχειλωμένο,
έψαξα στα κιτάπια για διάδοχο,
έστω κι από λοιμούς διαβρωμένο.

Μαστός αποβροχάρης τόνε θήλαζε.
(Νυχτερινά για πιάνο του Σοπένη).
Ο Βελζεβούλ μαδούσε και ξεκοίλιαζε,
απ΄την ακτή Τζελέπη ως το Δερβένι.

Τους γκρίζους ουρανούς αδρά τους πλήρωσα,
πότε τοις μετρητοίς, πότε με δόσεις.
Στο Πρακτορείο, «Ποιητής» σαν δήλωσα,
με στείλανε πακέτο στις Σταυρώσεις.

 

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014


Ομόνοια 82
 
Tους ομιχλώδεις βάλτους πως βαρέθηκα,
τα μπάρκα με την πιο φτενή βελόνη…
Νυμφόληπτος σ΄αυτή την λόχμη βρέθηκα,
ΟΜΟΝΟΙΑ- ΒΙΚΤΩΡΙΑ- ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ.

Φίλοι σεσημασμένοι σε στρατόπεδα.
(Τα Σάββατα καφές, εφημερίδα).
Σκόνες και γιατρικά κάτι καλόπαιδα,
στις τσέπες μεταφέρουνε μερίδα.

Δεν στέκομαι ποτέ σε λεπτομέρειες.
Τα λόγια περιττά όσο κι οι πράξεις.
Σαν σε τραβάνε γκρέμια, κατωφέρειες,
αδύνατον στα έσχατα ν΄αλλάξεις.

Τα λίθινα τοπία πως βαρέθηκα,
τον ίσκιο μου βραχύ το μεσημέρι…
Έτσι κι αλλιώς στα πέρατα εκτέθηκα
κι είμαι κορμί χαμένο από χέρι.

 

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ Ο ΗΡΩΣ
 
Της μοναξιάς ο ήρως σαν τρελάθηκε,
στο γκρέμι το δικό μου να μονάσει
τρούπωσε, στον σομιέ αποκοιμήθηκε,
δίχως μια προσευχή, έστω μια φράση.

Με το εμόν ξουράφι γένια έκοβε,
τα ρούχα, τα παπούτσια μου φορούσε,
από καρντάσια γκαρδιακά με ξέκοβε
και στους καθρέφτες πάντα απορούσε:

« Ποιος τάχα εγώ; Τι θέλω με τα σύνεργα
των Αθανάτων; Τι με την γραφίδα;
Σαφώς και μέσα εδώ κάπως υπήνεμα,
μα όξω εκεί οχιά και νεροφίδα».

Της μοναξιάς ο ήρως σαν τρελάθηκε,
τραυλίζοντας δυσοίωνα για χιόνι,
στα γείσα των Ανδρείων ορθοστάθηκε
κι ευθύς πήρε στου Γκύζη να μουχρώνει.

 

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014


Το Φαρμάκι

Χάρτινες ελπίδες,
των Θεών ακίδες,
από ξημερώματα σωστά,
μίλησαν το ψέμα,
είπαν γη το ρέμα,
μίζα μου γυρέψαν ποσοστά.

Πέρασα τη ζήση,
με φτηνό χασίσι,
χέρι απλωμένο στο Βοριά.
Ψεύτικη αγάπη,
για ψωμί κι αλάτι,
γκέμια στο κορμί, στο νου λουριά.

Βρέχει, μπουμπουνίζει
κι ο τρελός γυρίζει,
πάντα στη παλιά του γειτονιά.
Φίλος μου και ταίρι,
θήκη και μαχαίρι,
στους καθρέφτες βλέπω τον φονιά.

Τρύπιο μου σακάκι,
γίνε στο σοκάκι,
στρώμα, μαξιλάρι  και πανί.
Μια γουλιά φαρμάκι
ναύλος για Ιθάκη
κι από πάνω γκρίζοι ουρανοί.

 

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014


Μια Χαραυγή

Μια χαραυγή στης Λήθης τα κατάγματα,
πλευρό και μηριαίο δίχως ζέση.
Παλιάτσοι στο κατόπι λόχοι, τάγματα
κι εγώ σαράντα Μάηδων το λέσι,

με λίθινη προπέτεια σαν άγαλμα
Commentatore μπρος  σε μπυραρία,
γυμνός αντιπαλεύω το διάταγμα,
που έδωκε αβάντσο στη Μαρία.

Μια χαραυγή βρεγμένος ως το κόκαλο,
στους γκρίζους θυρωρούς θέτοντας όρο:
«Δεν είμαι ΄γω σκουπίδι σας και φρόκαλο
κι ας είμαι πλάσμα φύσει χρονοβόρο.

Στους χάρτινους καιρούς μικρός εντάχτηκα,
πίνοντας το βελένι μέχρι πάτο.
Αλάργα μου λοιπόν γιατί τρελάθηκα
και σπάζω ευθύς συμβόλαιο και τράτο».

Μια χαραυγή, μπορεί κι απομεσήμερο,
της ήττας το fox trot  πριν τραγουδήσω,
προσφέρω ανθοδόχη μα και ύπερο,
τα μάγια του Salό μήπως και λύσω.

 

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014


Βρύγη

-Πάρε χαρτί, μολύβι, γομολάστιχα
και φτιάξε λίγους στίχους για την Βρύγη.
-Την ομορφιά που κράζει, την σιχάθηκα.
Σαν άνθρωπο κατάβαθα με θίγει.

-Μην κογιονάρεις. Άσε τα καμώματα.
Βαριές φιλοσοφίες κατά μέρος.
-Μια μέρα θα με φαν τα μαύρα χώματα.
Τι μ΄ωφελεί λοιπόν τρεις μήνες θέρος;

-Σαν θα διαλέξεις βλέμμα τον Παράδεισο,
τον βλέπεις και σε γυάλινη προθήκη.
-Δεν συναινώ… Τηρώ μονάχα άβυσσο,
κατηγορούμενος σε Καφκοδίκη.

-Κάλλιο μωρό η μάνα σου να σ΄έπνιγε
στη κούνια μέσα. Τι και σ΄ ελυπήθει;
-Η θλίψη φίλε, έτσι δεν θα μ΄έσφιγγε
και θα ΄ταν όλα ωραία μες στη λήθη.

 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014


Το Τραγούδι των Τάφων
 
Τάφοι κι άλλοι τάφοι
σκέπασαν τα λάθη,
μνήμες, αποτσίγαρα σωρό.
Σκέπασαν και μένα,
που σπασμένα φρένα,
μ΄οδηγούσαν έξω απ΄τον χορό.

Τήραξα το χώμα,
μαύρη πήρα γόμα
κι άρχισα να σβήνω τα παλιά.
Έρωτες χαμένους,
φίλους προδομένους
και της Μνησικλέους τα σκαλιά.

Όλα ένα ψέμα,
όλα για το ρέμα,
σχόλες, πανηγύρια, εκδρομές.
Τώρα τι μου μένει;
Μια κουτσή Ελένη
και στο σώμα χίλιες εκδορές.

 

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014


Όταν

Όταν θα δεις τις χίμαιρες να λιάζονται
στις παρυφές αλλόκοτων ερώτων,
τους Δικαστές στις έδρες να ταράσσονται,
τότε σιμά η σύνοδος των Φώτων.

Όταν αυλοί θα παίζουν όλο ζάχαρη
για κάποια Καίτη, πάρε να δακρύζεις.
Ζωή, τι να σου κάμει; Που η κάπαρη;
Κάλλιο προς τα φεγγάρια να ολολύζεις.

Όταν χυμοί στο χώμα, χόνδροι, κόκαλα,
ενδύματα κακώς συγκερασμένα,
ας βγουν στη φόρα του Ηρακλή τα ρόπαλα
και λούγκερ απ΄τις κρύπτες σκουριασμένα.

Όταν δενδρί θ΄ανθίσει μες στην έρημο
και πάρει τ΄αηδονόπουλο κεφάλι,
το χέρι σου στη μίζα να χεις έτοιμο
και βάλε μπρος για τ΄Άγιο Καρναβάλι.

 

Ο Ήρωας της Γάνδης
 
Ο Ήρωας της Γάνδης παραφρόνησε,
μια νύχτα παγερή του Δεκεμβρίου
κραυγάζοντας «στις μέσα στέπες χιόνισε…»,
πριν στάση πάρει άβολη εμβρύου.

Που βρήκα το κουράγιο και τον ρώτησα,
η μέρα της μαρμότας τι θα φέρει;
«Εμένα μην ρωτάς μα την προδότισσα
την μνήμη σου, που σού ΄δωκε μαχαίρι».

Κουρέματα εν χρω, Αλκίμου φρόνημα,
Κνουτ Χάμσουν και «Ρομάντσο» του εξήντα.
Pink Floyd, της Καλής το μοσχοβόλημα,
«Αστέρας», «Μετροπόλιταν», «Αλίντα».

Στους πύργους τα ρολόγια τρεις σημάνανε
κι απ΄τα κανάλια χούγιαξε ο Άδης:
«Καημένε Διαγόρα τώρα κάτθανε,
ότι εσύ ο  Ήρωας της Γάνδης».

 

 

 

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014


Η Γιορτή

Σε μια γιορτή με κίβδηλα νομίσματα,
πρώτη σειρά χτυπήσαμε τραπέζι.
Η Πλάση; Στα παλιά μας υποδήματα…
Ξεκλέβαμε γαλήνη απ΄τον Βενέζη.

Δέκα νομάτοι, δέκα διακονιάρηδες
εμείς και πέντε όργανα  στο πάλκο
και για να μην μας πούνε φοβητσιάρηδες,
στους Τριβαλλούς κηρύξαμε εμπάργκο.

Σε μια γιορτή χωρέσαμε Νεκρόδειπνο
και ήπιαμε μηλόκρασο εις μνήμην.
Βαριεστημένος μες στον Βυσσινόκηπο,
ο θείος- Βάνιας δίκαζε ερήμην.

Πως γένηκε λοιπόν και δυστροπήσαμε,
γυρεύοντας επίμονα τα ρέστα;
Αλλοίμονο στα φέρετρα ξυπνήσαμε,
σαν είχε πια τελέψει η φιέστα.

 

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014


Κανόνες Στιχουργικής Τέχνης

Λιβανωτούς δεν έστερξα, προτίμησα
του βόγκου το απέθαντο, τον «Ξένο».
Της μάνας μου την μήτρα σαν βλαστήμησα,
το ρήμα μου φορτώσανε «χωλαίνω».

Ένα παιδί μονάχο μες στα πτώματα
των στίχων, πανιασμένο από φόβο,
δεν τόλμησα, δεν ύψωσα τα όμματα.
Τις φλέβες μου συνέχισα να κόβω,

με τον σουγιά της λύμης τον αγιάτρευτο,
την σπάθα ερμαφρόδιτων Αγίων.
«Το κήτος Ιωνά σκούντα τ΄ασάλευτο,
στου Γιεχωβά ομνύοντας το πύον».

Λιβανωτούς εγώ δεν αξιώθηκα,
μόνο κλωτσιές και τράβηγμα ωτίου.
Δεκάχρονος, (το μάθατε;) σκοτώθηκα,
Τετάρτη ψευδομάρτυρος Φωτίου.

 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014


Πεσσόα, σαράντα ώρες πριν
 
Ποιος της ζωής μου έκοψε την άγκυρα
και προς τα βράχια σούμπιτος παγαίνω;
Το πεπρωμένο γαϊδουριώνε άχυρα,
γι΄ αυτό πεισματικά μαθές σωπαίνω.

Οι λέξεις πια δεν έχουνε υπόσταση.
(Ένα πουκαμισάκι στον Βαρδάρη).
Τώρα μετρώ των κήπων την υπόταση,
αφήνοντας τη φούσκα στο φεγγάρι.

Ποιος αγρικά το θρόισμα του σάβανου,
σαράντα ώρες πριν απ΄την κηδεία
και στέλνει χαιρετίσματα του πλάτανου;
(Να προκαλεί ο στίχος θυμηδία).

Αλλοίμονο, λαχνός μου η κατάθλιψη
και χύμα τετραπέρατος χειμώνας.
Και δεν θα κουραστώ στην επανάληψη:
«Εδώ Πεσσόα, τέκνο Λισσαβόνας».

Στον Καφενέ
 
 
Στον καφενέ «Νεκράσωφ» ξεροβήχοντας,
ο Θάνατος διαβάζει εφημερίδα:
«Ο Εκλεγμένος χαίρε και ο Λήγοντας.
Oπίσω σου θνητέ κάθε φροντίδα.

Παντού χιονιάς. Με τσάι και φασκόμηλο,
πως να σταθείς ορθός να πολεμήσεις;»
«Μες στων ανθρώπων βρέθηκα τον όμιλο
και διόλου δεν γυρεύω εξηγήσεις.

Εγώ από μεριά μου απαρνήθηκα,
τη γλύκα που μερίζει το κισμέτι.
Σαν τον Χριστό μια Πέμπτη διατρήθηκα,
να βρει οδό πλατιά το  κασαβέτι».

Στο καφενέ ξεχύνεται τ΄απόβραδο.
(Δυο τρεις θαμώνες, μούμιες στα παλτά τους).
Ο Θάνατος μουγκρίζει: «Γιάννη,  όρα εδώ
την αγγελία. Ψάχνουν για Πιλάτους».

 

Philomena
 

Αφροντυμένη κόρη Συβαρίτισσα,
απ΄το τσαρδί μου πέρασε μια νύχτα.
Στην κάλπη της, το ίδιο κόμμα ψήφισα,
που ψήφιζε κι ο σκύλος που αλύχτα.

Δεν είχα περιθώρια για ποίηση,
πλην βρήκα παραμύθι, καντιοφράσεις.
Κόντρα ρελάνς, πατέντα και προσποίηση:
«Σιμά μου Philomena ν’απαγκιάσεις».

Χρόνια πολλά βουρκόψαρα καρβούνιαζε,
απάνω στα χειλάκια της αγάπης.
Τώρα γατούλα μερωμένη κούρνιαζε,
μα ήμουν ορκισμένος πια χασάπης.

Ξεγυμνωμένος άνοιξα παράθυρα
βογκώντας: « Καλώς όρισες χειμώνα».
Αυτή μια εν δυνάμει Δηιάνειρα,
εγώ νταβάς ο πρώτος στην Αγκώνα.

 

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014


ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΗΜΕΡΑ

                      (Μνήμη Γιώργου Μακρή)
 
Λημέρι που, στις σάπιες λιμνοθάλασσες,
απάγκιο και γωνιά να ξαποστάσω;
Τριγύρω γαυριασμένες τόσες άνασσες,
μα κέρδος μου μηδέν, πάντα στον άσσο.

Τέτοια ζωή νισάφι, την βαρέθηκα.
(Η Χώρα γαργαλίζει τον Τυφώνα).
Χωρίς αιτία Dean και εξεγέρθηκα,
κατά της συνοχής του Παρθενώνα.

Μαντρί ερημωμένο στους Αντίποδες,
χωράφι οργωμένο με την σπάθα
εγώ. Σιμά μου, στράβακες Οιδίποδες
και των Ευμολπιδών η κατακάθα.

Σηκώνω το κεφάλι. Δεν ανέχομαι,
τη θλίψη που τυλίγει με σαν γύψος.
Προς την ταράτσα κλίμακες ανέρχομαι,
την  Πλάση να προγκήξω από ύψος.