Χάροντας στο Ταμείο Ανεργίας
τις ρούγες ξεψαχνίζει,
δίχως δρεπάνι κι όμορφα
σα βόδι μουγκανίζει.
Κι όπου μυρίζεται παιδί,
προσφέρει γλειφιτζούρι,
κι όπου σιμώνει γέροντα,
λαγού ποδάρι γούρι
προσφέρει γλειφιτζούρι,
κι όπου σιμώνει γέροντα,
λαγού ποδάρι γούρι
του τείνει και χαζογελά,
και τσίλικα ξηγιέται,
κι άμα τον στραβοπαίρνουνε,
διόλου παρεξηγιέται.
και τσίλικα ξηγιέται,
κι άμα τον στραβοπαίρνουνε,
διόλου παρεξηγιέται.
Κι ένας Θεός, κακός Θεός,
πρώτη στην Πλάση μούρη,
τον ξεφωνίζει φανερά:
«Νου σου παλιοχαμούρη,
πρώτη στην Πλάση μούρη,
τον ξεφωνίζει φανερά:
«Νου σου παλιοχαμούρη,
και κάμνε ΄κείνη τη δουλειά,
που σ΄έβαλα να κάμνεις,
γιατί ταχιά στον διάβολο,
σε στέλνω και την χάνεις».
που σ΄έβαλα να κάμνεις,
γιατί ταχιά στον διάβολο,
σε στέλνω και την χάνεις».
Χάροντας με ποδήλατο
την πόλη σεργιανίζει,
για το ταμείο ψάχνοντας,
της Ανεργίας στου Γκύζη.
την πόλη σεργιανίζει,
για το ταμείο ψάχνοντας,
της Ανεργίας στου Γκύζη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου