Αντίδερο
σ΄ένα σπυρί στο στόμα
ξεπλένει με το φως του κάθε βρώμα,
που σκόρπισαν ανύπαρκτοι Θεοί
στο διάβα τους. Πορεία προς το χώμα
κι αν έχεις Φωτισμένε, τι μ΄αυτό;
(Ο Άνθρωπος σιαγμένος για κιβούρι).
Της
θλίψης το πουλί, το πλουμιστό,
με ζάχαρη λευκή και καναβούρι,
με ζάχαρη λευκή και καναβούρι,
συντήρησε
και δώσε προσταγή
του Χάροντα, να πάρει το πελέκι.
Απέναντι του στάσου σα παιδί,
κρατώντας πανυργιώτικο ντουφέκι
του Χάροντα, να πάρει το πελέκι.
Απέναντι του στάσου σα παιδί,
κρατώντας πανυργιώτικο ντουφέκι
και
κεια τη προσευχή τη κωμική,
που σού ΄μαθαν δασκάλοι πε την πάλι:
«Φραγή ο Πάνω- Κόσμος σ΄αορτή
κι αλλόκοτος νευρώνας στο κεφάλι».
που σού ΄μαθαν δασκάλοι πε την πάλι:
«Φραγή ο Πάνω- Κόσμος σ΄αορτή
κι αλλόκοτος νευρώνας στο κεφάλι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου