Στάση Σκρα
σιμά στες στόφες πάντοτε ως πόρνη μαλθακή,
κίνησες έχοντας του νού λάσκα πολύ τη βίδα,
από κρασί Λημνιώτικο και Ομαλού ρακή.
Ο Ποσειδώνας
μια σταλιά με γένια του να στάζουν,
τ΄απόνερα των καραβιών που έσπρωχνες μικρός,
μέσα σε ρέματα μαβιά: «Τα σύμπαντα κοάζουν,
και της σαγήνης ο μισθός απρόσμενα πικρός».
τ΄απόνερα των καραβιών που έσπρωχνες μικρός,
μέσα σε ρέματα μαβιά: «Τα σύμπαντα κοάζουν,
και της σαγήνης ο μισθός απρόσμενα πικρός».
Και πάλι μοιρολόγησε:
«Το φίδι δεν στεριώνει
και μες στο αίμα πορπατά σα βρίσκει αφορμές,
αγκομαχόντας στα λευκά. Ο νους τον νου λυτρώνει,
παγαίνοντας τον στ΄Άγραφα με πούλμαν εκδρομές.
και μες στο αίμα πορπατά σα βρίσκει αφορμές,
αγκομαχόντας στα λευκά. Ο νους τον νου λυτρώνει,
παγαίνοντας τον στ΄Άγραφα με πούλμαν εκδρομές.
Τα λόγια του μποφώρ
οκτώ σου ξέσκισαν τη χλαίνη,
και σ΄αποθέσανε γυμνό στα ντοκ της Καλυψούς,
εκεί που ο δεσμοφύλακας τον κάθε άντρα δένει,
με τις κλωστές που ορίστηκαν από Θεούς λειψούς.
και σ΄αποθέσανε γυμνό στα ντοκ της Καλυψούς,
εκεί που ο δεσμοφύλακας τον κάθε άντρα δένει,
με τις κλωστές που ορίστηκαν από Θεούς λειψούς.
«Πόσα τα κήτη
των λυγμών, των στεναγμών τα σάλτα;
Πόσες εσπέρες κρύβονται στης μνήμης τα προικιά,
σαν με προσμένουνε γκρεμνοί και κολασμένα βάλτα,
και μια γυναίκα σ΄αργαλιό που γνέθει νηστικιά;»
Πόσες εσπέρες κρύβονται στης μνήμης τα προικιά,
σαν με προσμένουνε γκρεμνοί και κολασμένα βάλτα,
και μια γυναίκα σ΄αργαλιό που γνέθει νηστικιά;»
Κι έτσι
θολούς τους ουρανούς τηράζοντας με γεύση
του χασισιού στο στόμα σου συμπλήρωσες αισχρά:
«Μήτε πατρίδα, μήτ΄ελιά μήτε θηλή θ΄αντέξει
τον γυρισμό μου …» Κι ήσουνα στο μπούσι, στάση Σκρα.
του χασισιού στο στόμα σου συμπλήρωσες αισχρά:
«Μήτε πατρίδα, μήτ΄ελιά μήτε θηλή θ΄αντέξει
τον γυρισμό μου …» Κι ήσουνα στο μπούσι, στάση Σκρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου