Η μέσα πλάση
Ήταν κλαδί λιανό η μέσα πλάση,
που ξενυχτούσες σαν ώραίο πτώμα,
ξεγελασμένος απ΄το δάνειο χρώμα,
την φορτωμένη όλο πλουμίδι φράση.
Και πριν να ξημερώσει είπες: «Φτάνει,
το ψέμα σου εννόησα που
κρύβεις
στο μαύρισμα το άγουρο της ήβης,
των ηδονών σαν βάζεις το φουστάνι».
Αργά πολύ αργά για σένα τώρα…
Δες γύρισε ανάστροφα η πλώρα,
προς Λωτοφάγων χάρτινο νησί.
Ο θάνατος δεν έχει σημασία,
σαν έρχεται σε μιαν ακτή χρυσή,
γεμάτος υποσχέσεις κι υγρασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου