Ο Μενέλαος
Σ΄ένα τεφρό καφέ χαλώ τις ώρες
φουμάροντας, μα τίποτις δεν βγαίνει,
ουσίες πληρωμένος ανδροφθόρες,
κι όλο παραμιλώ για μιαν Ελένη.
Μενέλαος με βρώμικο κοστούμι,
γραβάτα μίκυ-μάους, σκέτη λίγδα,
φωνάζω στο γκαρσόν, «Όρα χαντούμη!»,
κι αυτός στεγνά, «Μπαρμπούλη, σφίξε βίδα!»
Ο Πάρις, αστυφύλακας στου Γκύζη,
μου έκοψε το βήχα τις προάλλες.
«Όποιος την Ελενίτσα μου αγγίζει,
΄ποθαίνει με σπασμένες του τις σπάλες!»
Κι έτσι με την ελπίδα γκρεμισμένη,
αναρωτιέμαι τι μου ξημερώνει.
Σπασμένες σπάλες; Βύσσινο να μένει…
Ο Πάρις, σάμπως κώλο μου σφηνώνει;
Σ΄ένα τεφρό καφέ θε ν΄αριβάρει,
κατά τις τρεις, ασθμαίνων δικηγόρος.
«Ντιβόρσιο βάλε μπρος, που να με πάρει!»
«Μπροστάντσα πεντακόσα,πρώτος όρος!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου