Σάββατο 29 Μαΐου 2021

 

Άννα

Τα χρόνια τράβηξαν σουγιά μια νύχτα στη Μπενάκη,

και μ΄όση πρέπει αλυπιά καρφώσαν τη φενάκη,

αυτή που με κογιόναρε πως ήσουνα δική μου,

στης πόλης τον πονόλαιμο, στις άφθες της ερήμου.

 

Και ξέμειν΄από δύναμη, στρουθί σε  μπιλοζίρι,

κι «αποθανέτω η ψυχή» τόλμησα στο Ζεφύρι,

τρεις δόσεις αγοράζοντας παραίσθησης και μία,

να με γλυτώνει απ΄το κουπί κι από την τρικυμία.

 

Και ξαφνικά φωτίστηκε σα Χριστουγέννων δέντρο,

η σκέψη πως ο θάνατος γι΄ εμέ δεν είχε κέντρο,

μόνο βαριά γλυκύτητα μιας κόρης που ποζάρει,

στου Μοντιλιάνι τη στρωμνή ερωτικό σφαγάρι.

 

Κι ακόμα σκέψη πως μικρά και τα μεγάλα χείλη,

κομμάτι σάρκας είν΄κι αυτά, κακουργημάτων ύλη,

που ρυθμικά σαλεύοντας σε παίρνουν στο κατόπι,

να σε μακρύνουν πυξ και λαξ από το χαροκόπι.

 

Απομεσήμερο σωστό, γυμνός χωρίς ασπίδα,

για την Κλαυθμώνος κίνησα μ΄αφανισμένη ελπίδα,

και προσπερνώντας βιαστικά καλόγρια -τσιγγάνα,

πρώτη σε φώναξα φορά κι αποστερνή μου,  «ΑΝΝΑ…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου