Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013


Ο Μικρός Τυμπανιστής



Τον άνεμο μπιζέρισες, του πένη το καμίνι

και τα βραχώδη πρωινά του Μάρτη. Σιγανά,

την πόρτα πίσω σφάλισες και βγήκες στην Ασίνη,

το πιο κακόμοιρο εσύ απ΄όλα τα ορφανά.

 

Στην τσέπη πέντε γράμματα φρικτά τσαλακωμένα,

με παραλήπτη άγνωστο. Ποιος να σε θυμηθεί;

Οι ουρανοί να στάζουνε δέρμα, χολή και βλέννα,

σαν ένας Δελφικός χρησμός που αρνιέται να λυθεί.

 

Το δειλινό συνάντησες τον γέρο-Παγοπώλη,

με τη στλεγγίδα τη χρυσή να ψάχνει για ψιλά.

Σε ρώτησε τι χάλευες, στην κούφια εκείνη πόλη

κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο σου δειλά.

 

Δεν είχες μιαν απάντηση να δώσεις, μιαν αγάπη

να σου βαστάξει την καρδιά στη θέση της γερά.

Της ορφανιάς αλλοίμονο, μαργώνει το δρολάπι

κι αφήνει πάντα ίζημα στ΄ανήσυχα νερά.

 

Άκου τα λόγια που θα πω στερνή φορά και πρώτη.

Τα κύμβαλα θε ν΄ακουστούν μεσάνυχτα σωστά.

Έχεις να κάνεις με Θεό αληταρά και πότη,

που κάθε αμαρτίας σου μετρά τα χιλιοστά.

 

Πέρνα λουρί και κράτησε το τύμπανο αντρίκια.

Χέρια βουβά. Μη φοβηθείς σιωπή να μοιραστείς.

Κάλλιο στης αγοράς το ρου να διαλαλείς φιστίκια,

παρά ένα κάλπικο Θεριό, ραγιάς να σεβαστείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου