Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014


Στο Πρακτορείο

Τους γκρίζους ουρανούς αδρά τους πλήρωσα,
θρακιάδες, ποταμούς κατεβασμένους.
Ήπαρ και πνεύμα πότισα και πύρωσα,
τσουγκρίζοντας προγόνους ξιπασμένους.

Κρυφτούλι με του ήλιου την κακότητα,
της μέρας της σαλής  τα μπιχλιμπίδια.
Γερτός σ΄ένα κουρείο με αβρότητα,
τους Πλάτωνες θαρρούσα για σαρίδια.

Γονείς και συγγενείς με ξεγελάσανε,
πως τάχα η πατρίδα νοσοκόμα.
Στον Όλυμπο Θεοί με ανεβάσανε,
απάνω σε φορείο σαν σε κώμα.

Κι ένα πρωί χωμένος σ΄αδιάβροχο,
με το σκουφί πολλά ξεχειλωμένο,
έψαξα στα κιτάπια για διάδοχο,
έστω κι από λοιμούς διαβρωμένο.

Μαστός αποβροχάρης τόνε θήλαζε.
(Νυχτερινά για πιάνο του Σοπένη).
Ο Βελζεβούλ μαδούσε και ξεκοίλιαζε,
απ΄την ακτή Τζελέπη ως το Δερβένι.

Τους γκρίζους ουρανούς αδρά τους πλήρωσα,
πότε τοις μετρητοίς, πότε με δόσεις.
Στο Πρακτορείο, «Ποιητής» σαν δήλωσα,
με στείλανε πακέτο στις Σταυρώσεις.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου