Συνήθιζε
κι ένα περκάλι δροσερό να γείρει σαν παιδί,
που Μάη μήνα της φωτιάς πεθύμησε τον Μόρο
και του Σοπέν Νυχτερινά στην έρμη Νυνευί.
το πάτημα το φοβερό στο γκούλαγκ της αυλής,
ουρά τους χαμηλώνοντας σαν μια οσμή από νέφτι,
τες πνίγει απ΄το πλυσταριό κυφογριάς σαλής.
κι έτσι το γήρας Σινικά στοιχεία κατελεί,
μέχρι να΄ρθεί τεφρή στιγμή τα γονικά να δώσεις,
παντοτινά για φύλαξη σε σκοτεινό κελί.
το ρόδι και τα χώματα που πέφτουν σωρηδόν
απάνω στο λιανόξυλο, τα μελανά τα ράσα,
τον ψάλτη που τανύζεται στο βάθρο ως αηδών.
σου τσαμπουνά: «συνήθιζε» με πάθος στωϊκό,
για να σε πιάσει στ΄άξαφνα καημένε από τον ώμο,
καρφώνοντας σε ανάστροφα σε στίχο Δαντικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου