Συναίσθηση
παραχωρώντας τους αγόγγυστα πρωτιά,
και σα Θησέας που δε θέλησε το νήμα,
προς του αιώνα την ανήλεη φωτιά,
αποποιήθηκα εθνότητα και λάμψη,
σε μια πατρίδα πάντα στείρα ν΄ανακάμψει.
Ο φίλος έδυσε, τον πήρε το σκοτάδι,
μιας κολασμένης κολπικής μαρμαρυγής,
και να τη βγάλω ασπροπρόσωπος και λάδι
κομμάτι δύσκολο την ώρα της φυγής.
Μ΄ένα του σάλπισμα οι πύλες όλες κλείσαν,
κι οι στρατονόμοι φαιοπράσινα με ντύσαν.
μιας κολασμένης κολπικής μαρμαρυγής,
και να τη βγάλω ασπροπρόσωπος και λάδι
κομμάτι δύσκολο την ώρα της φυγής.
Μ΄ένα του σάλπισμα οι πύλες όλες κλείσαν,
κι οι στρατονόμοι φαιοπράσινα με ντύσαν.
Στον Πόρο έδωσα το χέρι του Σεφέρη,
για να γυρίσει μου τα νώτα (τι ντροπή;)
κρατώντας ντούρο το μπαστούνι. Αυτός ξέρει,
να ξεχωρίζει ποιητές απ΄την κοπή.
Ρημαδοστίχοι δεν αρκούν για να με σώσουν,
που θα τους λεν νεκροπομποί πριν με παστώσουν.
για να γυρίσει μου τα νώτα (τι ντροπή;)
κρατώντας ντούρο το μπαστούνι. Αυτός ξέρει,
να ξεχωρίζει ποιητές απ΄την κοπή.
Ρημαδοστίχοι δεν αρκούν για να με σώσουν,
που θα τους λεν νεκροπομποί πριν με παστώσουν.
Θησέας, φίλος προδομένος, ποιητάρης
χωρίς αξιά πώς ν΄αντικρύσω τον καιρό;
Για τις αρχαίες ψησταριές μόνο της Βάρης
ήμουν και είμαι μ΄ένα βάδην σταθερό.
Γι΄ αυτό ας σιγήσω τα τραγούδια, δεν μου πάνε.
Σ΄αυτό το παίγνιο τα ρέστα μου ζητάνε.
χωρίς αξιά πώς ν΄αντικρύσω τον καιρό;
Για τις αρχαίες ψησταριές μόνο της Βάρης
ήμουν και είμαι μ΄ένα βάδην σταθερό.
Γι΄ αυτό ας σιγήσω τα τραγούδια, δεν μου πάνε.
Σ΄αυτό το παίγνιο τα ρέστα μου ζητάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου