Αληθώς ο Κύριος
Μιας άνοιξης τα κόκαλα
ξεθάβω,
με σθένος νεκροθάφτη.
Κυριακή,
Θ΄ακούσω των Τυφλών την
υλακή,
πριν να φιλήσω τρις τον
Δικολάβο.
Τα μέσα μου ερήμωσαν τοπία,
σκοτώθηκε το φως. Γυμνός
Θεός,
με κράζει
<<φίλο>>. Μένω ενεός…
Τη νέα πως ν΄αντέξω ουτοπία;
Χειρόκτια, ημίψηλο,
μπαστούνι.
Πολύ στ΄αυλάκι κύλησε νερό.
Λαφρύ της αλκυόνας το φτερό,
μου χάρισε ξανά διπλό
τακούνι
κι ένα καθρέφτη
χιλιοραγισμένο
απ΄τα Λερναία είδωλα. Ορθός,
μ΄ένα κερί σωσμένο:
<<Αληθώς
o Κύριος>>, στις Θύρες
επιμένω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου