Ένας
Κουραμπιές
Ασπιδοφόρος κίνησα για πόλεμο νωρίς,
απ΄τους μυκτήρες βγάζοντας της μάνας μου το γάλα,
με του Χριστού τη προσταγή: «Μπροστά όσο μπορείς,
κι αν είν΄γραφτό σου να χαθείς, την πρώτη δέξου μπάλα».
Ασπιδοφόρος κίνησα για πόλεμο νωρίς,
απ΄τους μυκτήρες βγάζοντας της μάνας μου το γάλα,
με του Χριστού τη προσταγή: «Μπροστά όσο μπορείς,
κι αν είν΄γραφτό σου να χαθείς, την πρώτη δέξου μπάλα».
Παρασκευή με φίλεψε ψωμί και σοκολάτα,
Δευτέρα μου παιάνισε τραγούδια επικά
και μ΄έστειλε να πορευτώ ξυπόλητο στα βάτα.
που θέλησαν μαλαγουζιά μαζί μ΄εμέ να πιούνε,
σε μια ταβέρνα με μεζέ σαρδελικό πλακί
και για κοπέλες πεταχτές τα πρόστυχα να πούνε.
και τα κουμπιά μου ξήλωσαν, εθνόσημο, σειρήτι,
πλην ξάφνου ειρήνης άγγελμα εστάθη χορηγός
κι αντάμα μ΄ούλο το χακί μ΄απόστειλαν στο σπίτι.
Η διάτα της; «Κρεβάτι σου γοργά κι εφημερίδα»,
μα πριν καν στρώσω σέντονο, προτού κουκουλωθώ,
βαθιά σε τάφο βρέθηκα βαστάζοντας στλεγγίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου