Η Πίτα
Μια Κατερίνα βγήκε στον κήπο της,
θύμα μια τραγωδίας ανείπωτης,
και σκάλιζε με θλίψη γαρύφαλλα,
κάπου σιμά Ληθαίο στα Τρίκαλα.
Την είχ΄απαρατήσει ο Γιάννος της,
λόγω μιας πίτας κρύας και άνοστης,
που ΄βαλε στο τραπέζι: «Φαρμάκωσε!»,
πέταξε στον καλό της. Τι άκουσε…
λόγω μιας πίτας κρύας και άνοστης,
που ΄βαλε στο τραπέζι: «Φαρμάκωσε!»,
πέταξε στον καλό της. Τι άκουσε…
Τώρα μονάχη στέκει δακρύζοντας.
(Στο βάθος μουχρωμένος ορίζοντας).
«Άχ! Πίσω γύρνα, φάνου βρε Γιάννο μου,
κι ευθύνες ούλες ρίχ΄τες απάνω μου».
(Στο βάθος μουχρωμένος ορίζοντας).
«Άχ! Πίσω γύρνα, φάνου βρε Γιάννο μου,
κι ευθύνες ούλες ρίχ΄τες απάνω μου».
Κλάψ΄ουρανέ ο Γιάννος δεν γύρισε,
άλλης μαγέρας πίτα συγύρισε,
κι η Κατερίνα μέση της έδεσε,
λίθο και στο ποτάμι (μπλούμ!!!) έπεσε.
άλλης μαγέρας πίτα συγύρισε,
κι η Κατερίνα μέση της έδεσε,
λίθο και στο ποτάμι (μπλούμ!!!) έπεσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου