Ο Νίπτων
Κράτησα στα
χέρια μου το τεφρό λαγήνι
κι έδωσα
στον Πραίτορα ύδωρ να πλυθεί,
τη μισή
φορτώνοντας πάνω μου ευθύνη,
από κάποιο
έγκλημα που ΄χε πια κριθεί.
Τα σβησμένα
μάτια του πέφτανε στο χώμα,
που το αίμα
ζύμωνε χάσικο ψωμί.
«Πάρε
ασβέστη» του ΄κρινα «λάβε και τη γόμα,
της Αλήθειας
τ΄άχραντο τι φελά κορμί;»
«Τ΄όνειρο
αλίμονο θε να γένει Μύθος…
Της
γυναίκας ποιος μπορεί, λάθος να της βρει;»
Χτύπησε με
το ζερβί το δασύ του στήθος,
λίγο σα να
δάκρυσε, μα δεν είπε γρυ.
Αχ! φεγγάρι
σκάλωσες στο λαιμό της νύχτας,
και μονάχο
μ΄άφησες μέσα στις ελιές.
Από πάνω
ακούστηκε του Θεού ο βήχας,
και με μιας
αυτόματος έπεσε ο ρελές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου