Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

 

Ο Νίπτων

 

Κράτησα στα χέρια μου το τεφρό λαγήνι

κι έδωσα στον Πραίτορα ύδωρ να πλυθεί,

τη μισή φορτώνοντας πάνω μου ευθύνη,

από κάποιο έγκλημα που ΄χε πια κριθεί.

 

Τα σβησμένα μάτια του πέφτανε στο χώμα,

που το αίμα ζύμωνε χάσικο ψωμί.

«Πάρε ασβέστη» του ΄κρινα «λάβε και τη γόμα,

της Αλήθειας τ΄άχραντο τι φελά κορμί;»

 

«Τ΄όνειρο αλίμονο θε να γένει Μύθος…

Της γυναίκας ποιος μπορεί, λάθος να της βρει;»

Χτύπησε με το ζερβί το δασύ του στήθος,

λίγο σα να δάκρυσε, μα δεν είπε γρυ.

 

Αχ! φεγγάρι σκάλωσες στο λαιμό της νύχτας,

και μονάχο μ΄άφησες μέσα στις ελιές.

Από πάνω ακούστηκε του Θεού ο βήχας,

και με μιας αυτόματος έπεσε ο ρελές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου