Κυριακή
με τον φωνογράφο
Κυριακή απόγευμα μ΄ένα φωνογράφο,
έστησα μνημόσυνο
δίχως αφορμή,
΄σορροπώντας
γι΄άλλη μια, πάνω από τον τάφο,
που μια
μέρα θα ΄μπαινε τ΄άκληρο κορμί.
Και
πατούσαν πλάγι μου δέκα μαυροφόρες,
κοπελούδες
ούλες τους που΄χα μια φορά,
Κατερίνες
όμορφες και ναζιάρες Δώρες,
θύματα μιας
Άνοιξης, Πασχαλιάς βορά.
Γύρισα το
πρόσωπο… Πάντα με πονούσε,
η θωριά του έρωτα, το χυτό μαλλί,
το
γραμμένο στόμα τους που άκαιρα ρωτούσε,
πόσα
μύρια κύματα για το Αϊβαλί;
Κυριακή
απόγευμα έσπασα τις πλάκες,
κι άνοιξα
παράθυρο κόντρα στον Βοριά.
Κάπου έξω
μακριά, δέκα σάπιες βάρκες,
βύθιζαν τις
πλώρες τους ήδη μια οργιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου