Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014


Η Επιστροφή

 

Δυσσέας με αλτσχάιμερ σφυρίζω,

στης πρώτης μου αγάπης το πορτί.

Κουστούμι και γραβάτα ασορτί.

(Τον εαυτό μου τσίλικα φροντίζω).

 

Καλή την κράζαν; Στάσα; Πηνελόπη;

Αλί μου δεν μπορώ να θυμηθώ.

Απ΄το κατάρτι βόηθα να λυθώ,

κυρ- Ποσειδώνα τι σε κάνω τόπι.

 

Μιαν εποχή ξηγιόμουνα φυστίκι.

(Ρωτήστε τον Σκαμάνδριο για αυτά).

Μα ξάφνου με γραπώνει απ΄τ΄ απαυτά,

η μούρλια και μου έρχεται μια φρίκη.

 

Οι μάχες τελειωμένες. Στα καράβια

συντρόφια μου γαλές και ποντικοί.

Γυμνός και πουθενά μία συκή,

νερό να βράζει μόνο στα κακάβια.

 

Σαν τι να κάνω; Ήτανε κι οι τύψεις.

Χιλιάδες είχα σφάξει στο φτερό.

Κεφάλι αρβανίτικο, ξερό.

Ο ρόλος, πολλαπλές ζητούσε λήψεις.

 

Το έπιασα απ΄τη μια κι από την άλλη.

Την είδα «θολωμένο μου μυαλό».

Καλύτερα θνητός στον αιγιαλό,

ξεκούτης να προσμένω το Μιχάλη,

 

παρά σα πελαγίσος με τη πίπα,

σκυφτός πάνω σε χάρτες ναυτικούς.

Για Λάτσηδες και για Περατικούς

αυτά. Υπάρχει εντός μου ΄κόμα τσίπα.

 

Τι ψέμα δα και τούτο της Ιθάκης.

Ποτές δε ματαγύρισα εκεί.

Την έκανα σαν όλους τουμπεκί

και άνοιξα μανάβικο: Ο ΣΑΚΗΣ.

 

Γυναίκα βρήκα όμορφη σπαθάτη.

(Μου θύμιζε την άλλη που και που).

Την είχα εκπαιδεύσει αλεπού,

να βάζει με τη ρέγουλα τ΄ αλάτι.

 

Τηλέμαχο δεν είπα το παιδί μου.

Το έγραψα Θανάση. Πιο καλά.

Σας ερωτώ λοιπόν: Σαν ποιόν χαλά

η λέρα στο πανένδοξο βρακί μου;

 

Χριστούγεννα, Λαμπρή στην Εκκλησία.

Τους φόρους μετρητοίς ανελλιπώς.

Τύπος υπήρξα και υπογραμμός.

Δεν άφηνα θυσία για θυσία.

 

Σε σύμπαντα παράλληλα. Τις πταίει;

Δεν ρώτησα… Το βούλωσα γερά.

Ορθά το τραγουδάκι: «Κε σερά

σερά» Βιολί που μες στη νύχτα κλαίει.

 

Ολάκερη ζωή στη κοροϊδία.

Τα ίδια κάνουν όλοι στα κρυφά.

Πετράκη που σε λέγαν και Κηφά

«Να παριστάνεις πάψε την αγία».

 

Δυσσέας με αλτσχάιμερ και όγκο

στο ήπαρ. Το κουδούνι της χτυπώ.

Αρθούρε μου και άγιε -Ρεμπώ…

Μ΄ανοίγει μια σκατόγρια με βόγκο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου